• Άρθρα

    Η Ελλάδα μπαίνει σε περίοδο διαρκών αλλά ουσιαστικών συγκρούσεων

    Αντώνης Κεφαλάς

    Αντώνης Κεφαλάς


    Το σημερινό, τρίτο, άρθρο της εβδομάδας συμπληρώνει τα προηγούμενα δύο, μολονότι επιφανειακά μπορεί να θεωρηθούν ως ασύνδετα. Κι όμως.

    Το πρώτο άρθρο, με την μάλλον σκληρή κριτική κατά του Σόιμπλε, θέλησε να αναδείξει το γεγονός ότι το όραμα του Γερμανού ηγέτη ήταν μίας Ευρώπης υπό Γερμανική  κυριαρχία, σίγουρα σε αναντιστοιχία με αυτό της πλειοψηφίας των Ευρωπαίων πολιτικών.

    Το δεύτερο με την αναφορά στην πολιτική της λεγόμενης τριγωνοποίηση θέλησε να προσδιορίσει τις βάσεις και να επισημάνει τους περιορισμούς της στο ελληνικό όραμα.

    Το παρόν, τρίτο, επιδιώκει να αναδείξει τον πολιτικό ρεαλισμό του ελληνικού οράματος και τις προοπτικές της αντιπολίτευσης.

    Κανένα όραμα δεν υλοποιείται χωρίς αλλαγή που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των πολιτών.  Καμία αλλαγή δεν επιτυγχάνεται χωρίς την στήριξη της από τους πολίτες. Καμία στήριξη δεν προσφέρεται χωρίς την απόδειξη της ικανής διαχείρισης—είναι προαπαιτούμενο.  Τρεις προϋποθέσεις, λοιπόν,  απαραίτητες για να προκύψει εκείνη η κρίσιμη μάζα του κοινωνικού συνόλου που θα αποδεχτεί την ριζοσπαστική και μόνιμη αλλαγή, η οποία καταλήγει στην υλοποίηση του οράματος.

    Η κυβέρνηση Μητσοτάκη πέρασε με επιτυχία τα δύο πρώτα στάδια: πρόσφερε το συγκεκριμένο όραμα εκσυγχρονισμού και απέδειξε ότι μπορεί να διαχειριστεί την πορεία προς την αλλαγή. Οι εκλογές του 2023 βεβαίωσαν την στήριξη των πολιτών στο όραμα και την αποδοχή της διαχειριστικής επάρκειας.

    Η νέα κυβέρνηση Μητσοτάκη  έχει το βαρύ φορτίο να φέρει τις αλλαγές χωρίς παρεκκλίσεις από το όραμα και χωρίς την απώλεια της διαχειριστικής επάρκειας.

    Αντιδράσεις θα υπάρξουν. Διαφωνίες θα εκδηλωθούν. Ακραία λεκτικά φαινόμενα και πράξεις θα προκύψουν. Και λάθη θα γίνουν. Εξάλλου, έχουμε ήδη εισέλθει στον προθάλαμο της διαδικασίας με αφορμή την φορολόγηση των ελεύθερων επαγγελματιών. Η κυβέρνηση οφείλει να θωρακίσει την θέληση της, να διαφυλάξει την αντικειμενικότητα της, να κρατήσει τα μάτια της και τα αυτιά της ανοιχτά, να μάθει από τα αναπόφευκτα στραβοπατήματά της.

    Κατά ένα παράδοξο τρόπο το σκηνικό αυτό κάνει την δουλειά της αντιπολίτευσης και πιο εύκολη και πιο δύσκολη – ταυτόχρονα.

    Ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε στην κυβέρνηση διότι πρόβαλε ένα όραμα που ανταποκρινόταν στις τότε ανάγκες των πολιτών. Πρόδωσε το όραμα και αποδείχτηκε ελλιπής στην διαχείριση. Γι’ αυτό έχασε τις εκλογές του 2019. Δεν έμαθε από τα λάθη του, δεν προσάρμοσε το όραμα στον ρεαλισμό και έτσι έχασε τις εκλογές του 2023.

    Τα άλλα κόμματα δεν πρόσφεραν κανένα όραμα. Γι’ αυτό και επωφελήθηκαν μόνο οριακά από την καθίζηση του ΣΥΡΙΖΑ. Εξακολουθούν να μην προσφέρουν όραμα – η κυβέρνηση Μητσοτάκη το έχει οικειοποιηθεί και πολλές εναλλακτικές δεν υπάρχουν – τουλάχιστον όχι στον σημερινό κόσμο της ψηφιακής επανάστασης, της κλιματικής κρίσης, της σύγκρουσης μεταξύ του νεοφιλελεύθερου και του σοσιαλδημοκρατικού ατομικισμού. Στο επίπεδο του ρόλου του ατόμου στην Πολιτεία, εξάλλου, η σύγκρουση είναι βαθιά σε επίπεδο κουλτούρας – ηθικών αξιών.

    Η αλλαγή που υπερβαίνει τα συνθήματα («ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», ‘Έξω οι βάσεις του θανάτου», «Μηδέν ανοχή στην διαφθορά», «Επανίδρυση του κράτους», «Με ένα άρθρο σε ένα νόμο») έχει κόστος διότι νομοτελειακά θίγει τους πάντες. Η περίφημη τριγωνοποίηση έχει νόημα όχι τόσο με αναφορά στην μανιχαϊστική λογική «νεοφιλελευθερισμός-σοσιαλδημοκρατία» αλλά στην δημιουργία κάθε φορά μίας διαφορετικής, πολυσύνθετης κοινωνικής πλειοψηφίας που να στηρίζει την συγκεκριμένη μεταρρύθμιση.

    Εφόσον η κυβέρνηση είναι ταγμένη στην αλλαγή, τότε η χώρα έχει ήδη εισέλθει σε μία εποχή διαρκών συγκρούσεων. Στην εκάστοτε μεταρρύθμιση η κυβέρνηση θα οφείλει να βρει τα κάθε φορά διαφορετικά κοινωνικά πατήματα που θα την στηρίξουν ενάντια τις επιμέρους ομάδες που θα την πολεμούν.

    Από την δική της πλευρά, επειδή δεν προσφέρει ένα  πιστευτό εναλλακτικό όραμα, η αντιπολίτευση θα αναλωθεί – πάντα κάνοντας ζημιά—στην στήριξη εκείνων των ετερογενών ομάδων που κατά περίπτωση  θα δημιουργούνται προκειμένου να αντισταθούν στην αλλαγή.

    Οι συγκρούσεις, λοιπόν, θα διαδέχονται η μία την άλλη, δημιουργώντας έτσι την εντύπωση ότι η χώρα βρίσκεται σε συνεχή πολιτικό και κοινωνικό αναβρασμό κατά της κυβέρνησης – όταν η πραγματικότητα θα είναι ακριβώς η αντίθετη: η σε βάθος υλοποίηση των αλλαγών που φέρνουν την Ελλάδα κοντά στον ευρωπαϊκό εκσυγχρονισμό.

    Η αντιπολίτευση εύκολα θα παρασυρθεί έτσι σε μία ανέξοδη άρνηση που μπορεί να επιφέρει  βραχυχρόνια οφέλη – σε ορίζοντα μερικών μηνών. Ταυτόχρονα, όμως, είναι βέβαιο πως θα επιπέσει σε αντιφάσεις, καθώς δεν είναι όλες οι μεταρρυθμίσεις υποχρεωτικά αλληλοσυγκρουόμενες – είτε εγγενώς από την φύση τους είτε κοινωνικά από τις ομάδες που τις στηρίζουν ή τις μάχονται.  Εύκολα θα βρίσκεται κάθε φορά στον πλευρό της αντίδρασης, δύσκολα θα αποφύγει τελικά να μην δυσαρεστήσει την πλειοψηφία.

    Η κυβέρνηση έχει τον δύσκολο ρόλο: της δημιουργίας διαφορετικής κοινωνικής πλειοψηφίας ανάλογα με την μεταρρύθμιση και την αντιμετώπιση της εντύπωσης/αίσθησης της κοινωνικής αναταραχής και της διαχειριστικής επάρκειας. Οι μεταρρυθμίσεις δεν «πιάνουν τόπο» αν δεν δείξουν στην πράξη ότι ωφελούν κατ’ ελάχιστον εκείνη την κοινωνική πλειοψηφία που τις στήριξε. Τα οφέλη αυτά δεν προκύπτουν παρά μόνο αν έχει υπάρξει διαχειριστική επάρκεια (να φαίνεται ότι ο παράγων της αλλαγής γνωρίζει τι κάνει και το κάνει καλά) και ένα ελάχιστο βάθος χρόνου.

    Αν η αντιπολίτευση εμείνει στην τακτική της άρνησης, τότε η παραμονή της στα… κάτω έδρανα θα είναι μακρά. Αν καταφέρει να προβάλει ρεαλιστικό όραμα εκσυγχρονισμού διαφορετικό από της Ν.Δ. τότε έχει ελπίδα.

    Αν η κυβέρνηση λιποψυχήσει τότε η απώλεια εξουσίας θα είναι νομοτελειακή με την χώρα να εισέρχεται σε νέα περίοδο αστάθειας και αναντιστοιχίας του πολιτικού κόσμου με την κοινωνία. Αν επιδείξει συνέπεια και επάρκεια, τότε μπορεί να κερδίσει την – αναγκαία για την θεμελίωση της αλλαγής—τρίτη τετραετία. Και όσοι από την κυβέρνηση διστάζουν, ας διαβάσουν ξανά το «Αν» του Κίπλινγκ. Ίσως η ποίηση να τους βοηθήσει.

    Καλή χρονιά.

    Διαβάστε επίσης

    Η «θεωρία» της τριγωνοποίησης και τα όρια της στην Ελλάδα

    Ο Σόιμπλε χωρίς τις μετά θάνατον θριαμβολογίες

    Θα έχει κάθε δικαίωμα ο Στουρνάρας να ισχυριστεί «σας τα είπα»



    ΣΧΟΛΙΑ