• Άρθρα

    Τι σκέφτονται οι οικονομολόγοι

    Αντώνης Κεφαλάς

    Αντώνης Κεφαλάς


    Κατά μία έννοια, ο  πόλεμος στην Ουκρανία δεν θα έχει την αιματοχυσία του πολέμου που ετοιμάζεται να ξεσπάσει ανάμεσα  στους οικονομολόγους. Τα πρώτα άρθρα έχουν γραφτεί και δημοσιευτεί, οι πρώτες αψιμαχίες συνέβησαν, στα επόμενα στάδια θα δούμε τα βαριά όπλα να εμφανίζονται στο πεδίο της μάχης.

    Με τον κίνδυνο να είναι η απλοποίηση μεγάλη, μπορεί να υποστηριχτεί ότι τρεις είναι οι κύριες σχολές που θα εμπλακούν. Δεν είναι όλες ίσες. Θα υποστήριζα ότι όσοι ανήκουν στην σύγχρονη οικονομική ορθοδοξία μάλλον έχουν το αριθμητικό πλεονέκτημα σε πληθυσμό και σε δημοσιεύσεις.

    Η θέση τους είναι απλή. Θεωρούν ότι η δημόσια δαπάνη έχει ξεφύγει. Με αρχή την κρίση του 2008 και στην συνέχεια με την πανδημία, οι κυβερνήσεις τύπωσαν χρήμα για να στηρίξουν δουλειές και επιχειρήσεις. Ήταν σπάταλες κινήσεις που χειροτέρευσαν με την άκαιρη πίεση για την επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης.

    Σύμφωνα με τη θέση αυτή, τα προγράμματα στήριξης οφείλουν να σταματήσουν – «για σε ποια προστασία θέσεων εργασίας αναφερόμαστε;» λένε, «όταν οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να βρουν το κατάλληλο προσωπικό;»  Ο πληθωρισμός, όπως υποστηρίζουν, δείχνει ότι το πρόβλημα είναι στην πλευρά της παραγωγής, οπότε δεν έχει νόημα να δίνονται χρήματα που τονώνουν την ζήτηση. Το αποτέλεσμα θα είναι περισσότερος πληθωρισμός.

    Η λύση, για την σχολή αυτή, είναι η επιστροφή στις εποχές της δημοσιονομικής πειθαρχίας – γεγονός που συνεπάγεται την επαναφορά των πρωτογενών πλεονασμάτων και της στοχευμένης στη μείωση του χρέους πολιτικής.  Χωρίς να αναφέρεται ρητά αλλά με σαφήνεια, η σχολή αυτή υποστηρίζει και τον περιορισμό των κοινωνικών προγραμμάτων.

    Οι θέσεις αυτές αποτελούν την κυρίαρχη βάση της οικονομικής πολιτικής εδώ και τουλάχιστον 30 χρόνια—οπότε η επαναφορά τους στο προσκήνιο δεν αποτελεί έκπληξη. Η εμμονή τους, μετά την τριακονταετή εμπειρία, προκαλεί, όμως.  Η εμμονή και η στρέβλωση. Παράδειγμα, η αναφορά στην αδυναμία των επιχειρήσεων να βρουν το κατάλληλο προσωπικό, όταν αυτό δεν συμβαίνει επειδή η οικονομία έχει φτάσει σε επίπεδο πλήρους απασχόλησης – ή έστω στο επίπεδο της φυσιολογικής ανεργίας (NARU)—αλλά επειδή το εκπαιδευτικό σύστημα δεν έχει προλάβει να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις που έχει φέρει η εξαιρετικά ταχεία τεχνολογική πρόοδος.

    Η δεύτερη σχολή θα μπορούσε σε γενικές γραμμές να χαρακτηριστεί ως Κεϋνσιανή. Εξακολουθεί, με άλλα λόγια , να υποστηρίζει την ανάγκη της επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής που χρηματοδοτείται από την χαλαρή νομισματική πολιτική, κι αυτό για δύο λόγους.  Ο πρώτος είναι ότι μία αλλαγή προς την κατεύθυνση της πρώτης σχολής απλά θα οδηγούσε σε ύφεση, χωρίς να αποκλείεται και η συνέχιση των πληθωριστικών πιέσεων.

    Από μία άποψη, η δεύτερη σχολή θεωρεί ότι το επείγον είναι η αντιμετώπιση της κρίσης τώρα. Το τι θα γίνει όταν η κρίση θα περάσει είναι κάτι που θα αναλυθεί και θα αποφασιστεί τότε. Ο δεύτερος λόγος, δηλαδή, είναι ότι οι οικονομολόγοι που ανήκουν σ’ αυτήν την σχολή προσδίδουν πολύ μεγαλύτερη σημασία στον ανθρώπινο παράγοντα και πολύ λιγότερη στην θεωρία για τον πληθωρισμό. Ή, με άλλα λόγια, ο πληθωρισμός είναι μικρότερο – και παροδικό—κακό από τον ανθρώπινο πόνο.

    Σε ερώτηση, έτσι, για το αύριο η σύντομη απάντηση είναι: «όπως βρέθηκαν διέξοδοι μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, έτσι θα βρεθούν και τώρα».  Εξάλλου, όταν το χρέος το χρωστάνε πρωταρχικά οι κυβερνήσεις στις κεντρικές τράπεζες, το πρόβλημα είναι εκ των πραγμάτων ελεγχόμενο. Όσον αφορά τον πληθωρισμό, ακριβώς επειδή προέρχεται από τα σοκ παραγωγής, η προοπτική είναι ότι θα μειωθεί όταν λυθούν αυτά τα συγκεκριμένα αίτια – τα προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες, η εύρεση υποκατάστατων πηγών προσφοράς, η αύξηση της παραγωγικότητας λόγω τεχνολογίας κοκ.

    Η τρίτη σχολή είναι η πιο σιωπηλή και έχει τον μικρότερο πληθυσμό. Η θέση τους είναι απλή: η ρευστότητα και τα χρέη που δημιουργήθηκαν στην περίοδο 1990-2020 δεν μπορούν να απορροφηθούν από το σύστημα με την μέθοδο των πρωτογενών πλεονασμάτων. Η διαδικασία θα είναι χρονικά μακρά, πολιτικά επώδυνη και κοινωνικά ανεπίτρεπτη. Ακόμη κι αν οι αναπτυγμένες οικονομίες τα καταφέρουν, οι αναδυόμενες δεν θα έχουν στον ήλιο μοίρα. Ο κίνδυνος πολιτικής και κοινωνικής αναταραχής θα είναι υψηλός έτσι κι αλλιώς για την Δύση και δυσβάστακτος για τις φτωχές χώρες.

    Η λύση εστιάζεται, λοιπόν, στην αναδιάρθρωση του χρέους, που θα συμπεριλαμβάνει την μερική διαγραφή του. Είναι θέση ανάθεμα για την πρώτη σχολή, που την απορρίπτει ασυζητητί, ενώ η δεύτερη την ανέχεται σε ακαδημαϊκό επίπεδο, αλλά έχει έντονες επιφυλάξεις σε πρακτικό.

    Αυτή η συνοπτική και εξαιρετικά απλοποιημένη – μέχρι παρεξηγήσεως—παρουσίαση απλά δείχνει ότι η επόμενη ημέρα παραμένει άδηλη σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, σε μεγάλο βαθμό επειδή δεν υπάρχει καθαρή οικονομική γραμμή, σαφής δηλαδή κατεύθυνση πολιτικής. Το πραγματικό πρόβλημα, όμως, δεν είναι ούτε οικονομικό ούτε πολιτικό ούτε κοινωνικό. Είναι θέμα αρχών και αξιών.

    Η τελικά πιο σημαντική μάχη εκεί θα δοθεί.



    ΣΧΟΛΙΑ