• Άρθρα

    Τι άλλαξε από την 1η στην 2η τετραετία Μητσοτάκη

    Αντώνης Κεφαλάς

    Αντώνης Κεφαλάς


    Η φυσιολογική κόπωση (σωματική και ψυχική) είναι μία ερμηνεία, καθώς οι απαιτήσεις της σύγχρονης διακυβέρνησης προκαλούν γενικευμένη προσωπική φθορά.

    Οι αναπόφευκτες αστοχίες του περίφημου υπουργικού rotation σε συνδυασμό με τις καθυστερήσεις στην ενημέρωση των πολιτικών προϊσταμένων είναι μία δεύτερη.

    Η τόσο προβαλλόμενη αλαζονεία, που οδηγεί σε λάθη είναι μία τρίτη. Ακόμη και η επικοινωνιακή καθίζηση της κυβέρνησης θα μπορούσε να αναφερθεί ως τέταρτη.

    Υπάρχει, όμως, ένα βαθύτερο κατά την γνώμη μου αίτιο. Στην πρώτη τετραετία, η κυβέρνηση βρέθηκε αντιμέτωπη και υποχρεώθηκε να διαχειριστεί μεγάλα θέματα που αφορούσαν τους πολίτες πρωταρχικά σε επίπεδο συλλογικό.

    Αμέσως ήρθε η πρωτόγνωρη πανδημία, ακολούθησε η τουρκική κρίση με αιχμή το μεταναστευτικό, ήρθε η γεύση χρηματοπιστωτικής αναστάτωσης, έσκασε με βρόντο η ενεργειακή κρίση και ο πρώτος μετά το 1945 πόλεμος σε ευρωπαϊκό έδαφος.

    Ταυτόχρονα, δόθηκε ο αγώνας να επανέλθει η οικονομία σε αναπτυξιακή τροχιά, να απομακρυνθεί το φάσμα της ευρωπαϊκής εποπτείας και των ανάλογων κυρώσεων, να αποκατασταθεί η βαθιά τρωθείσα φήμη της χώρας, να ενισχυθεί η εθνική άμυνα.

    Σε μεγάλο βαθμό και παρά την αντιπολιτευτική μικρόνοια, οι πολίτες αναγνώρισαν την διαχειριστική επάρκεια της κυβέρνησης Μητσοτάκη, την σύγκριναν με το παρελθόν, αξιολόγησαν τις αντιπολιτευτικές προτάσεις και αποφάνθηκαν με σαφή συνέπεια σε δύο μεγάλες εκλογικές αναμετρήσεις.

    Η δεύτερη τετραετία ενώ ξεκίνησε έτσι με τους καλύτερους οιωνούς, βρέθηκε αμέσως να κολυμπά στα βαθιά χωρίς σαφή πυξίδα, επιρρεπής σε λάθη, με τον πρωθυπουργό να σηκώνει μόνος του ένα επικίνδυνα τεράστιο πολιτικό, επικοινωνιακό και διπλωματικό βάρος. Τι έχει συμβεί; Θα έλεγα ότι τα κύρια αίτια είναι δύο – πέρα από τα πιο επιφανειακά που αναφέρονται πιο πάνω, στην πρώτη παράγραφο.

    Το ένα κρίσιμο αίτιο είναι ότι στην πρώτη τετραετία χάθηκε πολύτιμη ευκαιρία να γίνουν γρήγορα, αποτελεσματικά και με ελάχιστες αντιδράσεις ορισμένες μεταρρυθμίσεις που ευνοούσε η συγκεκριμένη συγκυρία της πανδημίας.

    Η αναφορά είναι σε δύο: στο σύστημα υγείας και στο θεσμικό πλαίσιο της ασφάλειας. Είναι απορίας άξιον πως ο πρωθυπουργός ανέχτηκε την απραξία και άγνοια του Βασίλη Κικίλια να μην εκμεταλλευτεί τις καταστάσεις και να φέρει τα πάνω-κάτω στο εθνικό σύστημα υγείας.

    Το ίδιο μπορεί να λεχθεί για την άκαιρη και άδικη θυσία του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, που δεν του δόθηκε ο χρόνος να επιφέρει τις μεγάλες αλλαγές σε εκπαίδευση, νοοτροπία, καινοτομία και οργάνωση που απαιτούσε – και απαιτεί– ο τομέας της ασφάλειας των πολιτών.

    Τώρα κλήθηκε και πάλι να βγάλει τα κάστανα από την φωτιά, και όλοι του ζητούν άμεσες ευθύνες και αποτελέσματα – λες και οι διαχρονικές στρεβλώσεις του ελληνικού κράτους διορθώνονται σε μερικούς μήνες.

    Η σύγκριση με τις πολιτικές αποφάσεις και επιδόσεις του Κυριάκου Πιερρακάκη και του Νίκου Χαρδαλιά στους δικούς τους τομείς στην πρώτη τετραετία, είναι τόσο συντριπτική, που είναι αδύνατον να μην εξαχθεί συμπέρασμα σχετικά με τις χαμένες ευκαιρίες – διότι και οι δύο απέδειξαν πως η δυνατότητα υπήρχε.

    Τώρα, λοιπόν, η κυβέρνηση απολογείται για αναλγησία, καθυστέρηση, αδιαφορία, σε δύο θέματα που μπορούσαν σε μεγάλο βαθμό να είχαν αντιμετωπιστεί στην 1η τετραετία και έτσι να την βαρύνουν πολύ λιγότερο σήμερα.

    Πολύ απλά, η κυβέρνηση αντιμετωπίζει συσσωρευμένη αγανάκτηση, με το ερώτημα» Γιατί δεν έκανες κάτι νωρίτερα;»

    Το δεύτερο αίτιο είναι ότι έχοντας ξεπεράσει τα μεγάλα θέματα, ο πολίτης επικεντρώνεται στα πιο «μικρά» (αλλά γι’ αυτόν όχι λιγότερο σημαντικά) θέματα της καθημερινότητας.

    Την ακρίβεια, (όπου η κυβέρνηση εγκαλείται ότι άφησε πολύ χώρο στις εταιρείες για εκμετάλλευση), τις συγκοινωνίες (όπου μετά από 5 χρόνια τώρα βλέπουμε καινούργια αστικά λεωφορεία, ενώ η διαιωνισμένη διαφθορά και απραξία στον ΟΣΕ δεν συγχωρείται), στην στέγαση (όπου η έλλειψη και οι τιμές χρεώνονται απευθείας στην κυβερνητική πολιτική), στην παιδεία (όπου η κυβέρνηση καλείται να επιλύσει την σχιζοφρενική προσέγγιση της κοινωνίας να θέλει ταυτόχρονα και όλοι να μπαίνουν στα πανεπιστήμια και να υπάρχει ποιότητα).

    Ένα εξαίρετο παράδειγμα της ακραίας αναποτελεσματικότητας του κράτους δίνεται από ρεπορτάζ της Ηλιάνας Μάγρα σχετικά με την λειτουργία των προξενείων.

    Ενδεικτικά σταχυολογώ –για μία ληξιαρχική πράξη αναμονή 18 μηνών, για ανανέωση διαβατηρίου 6 μήνες. Αυτά βλέπει ο πολίτης – όπου αντίστοιχα παραδείγματα υπάρχουν στο σύνολο της δημόσιας διοίκησης—και αναρωτιέται «τι κάνει η κυβέρνηση;»

    Η αναφορά είναι, δηλαδή, στην καθημερινότητα, για την οποία έχουμε γράψει ξανά και ξανά, αλλά η κυβέρνηση φαίνεται να μην το συνειδητοποιεί.

    Στην ουσία, ακόμη και ο ψηφιακός κόσμος κινδυνεύει να αιχμαλωτιστεί από την γραφειοκρατία, η οποία έχει πλέον κρυφτεί πίσω από την αδυναμία του πολίτη να έρθει σε άμεση επαφή (ορθά ως ένα βαθμό) για να λύσει ένα πρόβλημα καθώς είτε δεν απαντά στα ηλεκτρονικά μηνύματα, είτε απαντά πετώντας την μπάλα στην εξέδρα.

    Οι δε δικαιολογίες των αρμοδίων αγγίζουν τα όρια του εξωφρενικού. Ελάτε τώρα κ. Καμπουράκη του προξενείου του Σικάγο: επειδή το προξενείο καλείται το 2023 να καταγράψει 5 γεννήσεις την ημέρα ενώ το 2022 κατέγραφε 2,5 (με την υπόθεση ότι οι υπάλληλοι δουλεύουν μόνο 40 εβδομάδες το έτος) έπρεπε να διπλασιαστεί το προσωπικό;

    Στην κυβέρνηση Σαμαρά υπήρχε η θέση του υπουργού διοικητικής μεταρρύθμισης. Ο σημερινός πρωθυπουργός διέπρεψε στο πόστο. Γνωρίζει άριστα το θέμα της αξιολόγησης, των πολύπλοκων και πολυάριθμων διαδικασιών, της πλεξούδας των αρμοδιοτήτων – για παράδειγμα σ’ ένα φλέγων κοινωνικό θέμα εμπλέκονται πέντε υπουργεία! Έλεος. Πως μπορεί να υπάρξει συντονισμός και κοινή πολιτική;

    Καταλήγοντας, είναι εκπληκτικό ότι 10 μήνες μετά από δύο περίτρανες εκλογικές νίκες, οι περισσότεροι υπουργοί της κυβέρνησης έχουν λουφάξει. Λες και τα όσα συμβαίνουν δεν τους αφορούν. Επικοινωνιακά η κυβέρνηση χωλαίνει – διόλου δεν φταίει ο κ. Μαρινάκης που τον έχουν αφήσει περίπου μόνο του να αντιμετωπίσει σύσσωμη την αντιπολίτευση.

    Μόνο οι…συνηθισμένοι ύποπτοι του συμπαραστέκονται. Υποπτεύομαι, όπως πολλοί, ότι οι αποχωρήσεις Παπασταύρου και Μπρατάκου κόστισαν πολύ. Και πάλι στον πρωθυπουργό εναπόκειται να φέρει το καράβι στα ίσα. Λυπάμαι που το λέω αλλά αν δεν εμπλακεί….

    Διαβάστε επίσης:

    Τα επιτόκια δεν καθορίζονται πλέον από τον πληθωρισμό αλλά από την εκτίμηση του ρίσκου

    Ο διμέτωπος ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ και η επιδίωξη ακυβερνησίας

    Επισημάνσεις από την Έκθεση της ΤτΕ που χρήζουν προσοχής



    ΣΧΟΛΙΑ