• Άρθρα

    Προϋπολογισμός 2022: Δύσκολη αλλά και ρεαλιστική εξίσωση

    Η εποχή της πολιτικής του πάθους


    Ο προϋπολογισμός για το 2022 επιχειρεί το δύσκολα κατόρθωμα να συγκεράσει τον περιορισμό της δημοσιονομικής πολιτικής με την διατήρηση της ανάπτυξης. Άσχετα με ποιες θα είναι οι τελικές αποφάσεις σχετικά με τους στόχους που θα βάλει το Σύμφωνο Ανάπτυξής και Σταθερότητας, όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα. Το βέβαιο είναι πως οι επιτυχίες αν υπάρξουν θα είναι λίγες.

    Το βασικό πρόβλημα δεν έγκειται στην τεχνική επάρκεια των προϋπολογισμών ή στον ρεαλισμό των τεχνοκρατών ή στις επιθυμίες των πολιτικών. Βρίσκεται στους κινδύνους που ελλοχεύουν και στην αδυναμία όλων των κυβερνήσεων – και πάντως όχι μόνο της δικής μας—να μπορούν να εκτιμήσουν με ακρίβεια την ένταση τους και τις πιθανές επιπτώσεις τους.

    Από την αρχή, λοιπόν, πρέπει να τονιστεί ότι ενώ ο προϋπολογισμός είναι ρεαλιστικός και ενώ έχει θέσει τους σωστούς στόχους, υπάρχει σοβαρή περίπτωση η υλοποίηση του να σκοντάψει σε αστάθμητες εξελίξεις και να σημειωθούν αποκλίσεις από τους στόχους.

    Ιδιαίτερα φιλόδοξος στην Ελλάδα είναι ο στόχος να αυξηθούν τα έσοδα και ταυτόχρονα να υπάρξουν φορελαφρύνσεις. Η κυβέρνηση βασίζεται στην υπόθεση ότι η ανάπτυξη θα φέρει περισσότερα έσοδα απ’ ότι προγραμματίζει να επιστρέψει—η εισοδηματική ελαστικότητα των εσόδων συνολικά εκτιμάται χονδρικά στο 1,4. Είναι μία γενναία υπόθεση.

    Στην ίδια λογική, σχεδόν παράλογα υψηλή είναι η εισοδηματική ελαστικότητα για τον ΦΠΑ (1,7) γεγονός που υποδεικνύει ότι, για την επίτευξη του ειδικού στόχου  η κυβέρνηση στηρίζεται πολύ στην σύλληψη της συγκεκριμένης φοροδιαφυγής.

    Ταυτόχρονα, η πιο σφιχτή δημοσιονομική πολιτική έμμεσα φαίνεται και από το γεγονός ότι οι δαπάνες εμφανίζονται μειωμένες κατά 2,8% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ).

    Πέρα από τους παγκόσμιους κινδύνους της πανδημίας, της κλιματικής αλλαγής, της ενεργειακής κρίσης και των προβλημάτων στις εφοδιαστικές αλυσίδες, μάλλον μελανά σημεία είναι για την Ελλάδα τα εξής δύο: (α) το συνολικό ύψος των ληξιπρόθεσμων οφειλών, της κατάπτωσης εγγυήσεων και των επιστροφών συντάξεων, που ξεπερνούν τα 4 δισ. ευρώ και, (β) των συνεχιζόμενων ελλειμμάτων των ΔΕΚΟ που χωρίς τις επιδοτήσεις από τον τακτικό και από τον προϋπολογισμό δημοσίων επενδύσεων (ΠΔΕ), φτάνουν στο 0,7% του ΑΕΠ, με τις δαπάνες προσωπικού να ανέρχονται κατά μέσο στο 37% των εσόδων στην διετία 2021/2022.

    Όσο για τον ΠΔΕ, η σύνθεση του επιτρέπει την διαπίστωση ότι η ονομασία του είναι για το θεαθήναι – καθώς η πλειοψηφία των δαπανών του δεν έχει σχέση με τις επενδύσεις. Ευτυχώς που υπάρχει το Ταμείο Ανάκαμψης που σώζει την κατάσταση – τόσο για τις επενδύσεις όσο και για τον προϋπολογισμό συνολικά, με τα 3,2 δισ. ευρώ και την μόχλευση που ελπίζεται πως θα υπάρξει για επιτευχθεί ο ρυθμός ανάπτυξης του 4,6%. Εντυπωσιακή είναι η κατανομή πόρων με τον ψηφιακό μετασχηματισμό να λαμβάνει το 17%, ενώ στην τρίτη θέση μετά την οικονομία (που απορροφά το 36%) είναι σχεδόν μαζί οι υποδομές, η παιδεία και η υγεία.

    Στην μάχη για την υλοποίηση των στόχων του ο προϋπολογισμός εισέρχεται έχοντας το σημαντικό πλεονέκτημα της άριστης διαχείρισης του δημοσίου χρέους από τον ΟΔΔΗΧ, το διοικητικό συμβούλιο του και τον γενικό διευθυντή του Δ. Τσάκωνα. Έχει βελτιωμένη καμπύλη αποδόσεων με χαμηλότερο κόστος για την Ελλάδα και καλύτερη χρονική διασπορά των αποπληρωμών. Ανεξάρτητα από την όποια επιείκεια θα δείξει – ή δεν θα δείξει—το ΣΑΣ, στον τομέα αυτόν η χώρα έχει αντοχές να επιδείξει, κι ας είναι το χρέος εξαιρετικά υψηλό.

    Το υπουργείο έχει τολμήσει με τέχνη και ρεαλισμό. Δυστυχώς οι απρόβλεπτες εξελίξεις θα πρέπει να θεωρούνται πλέον …προβλέψιμες και αυτές αποτελούν τους μεγαλύτερους κίνδυνους για την δημοσιονομική διαχείριση. Εξάλλου, με τη νομισματική πολιτική να μην λειτουργεί και με τους φανατικούς υποστηρικτές της να θεωρούν ότι τώρα μπορούμε να επιστρέψουμε στην κανονικότητα, το μέλλον της παγκόσμιας οικονομίας (και των οικονομικών ως τομέα μελέτης) είναι άδηλο.



    ΣΧΟΛΙΑ