• Άρθρα

    Μαύροι Κύκνοι και Μαύροι Ελέφαντες

    Στην κρίση, ηγεσία σημαίνει φυγή προς τα εμπρόςσύγκρουση ΕΚΤ- Επιτροπής και ΕΜΣ;

    Αντώνης Κεφαλάς-Αρθρογράφος


    Τα 32 δισ. ευρώ του NGEU (Ταμείο Ανάκαμψης), τα περίπου 35 δισ. (σε καθαρή βάση) από τον προϋπολογισμό της ΕΕ (το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο) συν τα ποσά που μπορούν να αποκτηθούν ως δάνεια με την μόχλευση ορισμένων από τους ανωτέρω πόρους, έχουν ορθά χαρακτηριστεί ως «game changer» – δηλαδή ως παράγων που αλλάζει το παιγνίδι για την Ελλάδα μέσα στην επόμενη πενταετία.

    Σε σημαντικό βαθμό, οι πόροι από το NGEU εξισορροπούν το έλλειμμα κεφαλαίων που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία και της επιτρέπουν να επιτύχει υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης (πιθανώς ένα πρόσθετο 1,5% πάνω από τον ρυθμό που θεωρητικά θα μπορούσε να πιάσει χωρίς τα κεφάλαια αυτά).

    Παρά τις ορισμένες αντιρρήσεις που μπορούν να εκφραστούν -κυρίως με αναφορά στο θέμα της ενίσχυσης των υποδομών, συμπεριλαμβανομένων όλων των δικτύων (networks)- η κυβέρνηση προσέγγισε το θέμα με σοβαρότητα. Δηλαδή σχεδίασε πολιτικές με βάση τα δεδομένα (data driven policies) και όχι με κομματικές σκοπιμότητες. Αναγνώρισε τις προκλήσεις που καλούμαστε να ξεπεράσουμε και φρόντισε να τις εντάξει με συνέπεια στο ευρύτερο ευρωπαϊκό πλαίσιο προτεραιοτήτων στο οποίο λειτουργούμε.

    Είναι βέβαιο, όμως, ότι θα προκύψουν προβλήματα. Ο νόμος του Murphy ισχύει πάντα. Και κανένας δεν μπορεί να προβλέψει τους Μαύρους Κύκνους που θα εμφανιστούν – δηλαδή το απόλυτα αναπάντεχο, όπως π.χ. η πανδημία. Μπορούμε, όμως, να πάρουμε τα μέτρα μας για τους Μαύρους Ελέφαντες που στρογγυλοκάθονται στο δωμάτιο και κάνουμε πως δεν τους βλέπουμε.

    Στην περίπτωση της (καθ’ υπερβολήν) κοσμογονίας που αναμένουμε με το Ταμείο Ανάκαμψης, τρεις είναι οι Μαύροι Ελέφαντες: η δημόσια διοίκηση, το τραπεζικό σύστημα και οι ανισότητες. Αν δεν αντιμετωπιστούν είναι σίγουρο πως θα εκτροχιάσουν το εγχείρημα της αναδιάρθρωσης και του εκσυγχρονισμού της οικονομίας μας.

    Η δημόσια διοίκηση

    Η φρίκη της δημόσιας διοίκησης είναι γνωστή. Ο Κωστής Χατζηδάκης είχε το θάρρος να την εκθέσει σε όλη της την μεγαλοπρέπεια στην εκπομπή του Γιώργου Αυτιά. Υπάρχει Έλληνας που πιστεύει ότι αυτή η ευθυνόφοβη, αδιαφανής, ολιγωρούσα δημόσια διοίκηση είναι σε θέση να διαχειριστεί το τεράστιο έργο της αποτελεσματικής υλοποίησης των επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων που εμπεριέχει το κυβερνητικό πλάνο;

    Επειδή χρόνος δεν υπάρχει για να εμποτιστεί αυτή η δημόσια διοίκηση με τις αρχές της διαφάνειας και της αποτελεσματικότητας της ψηφιακής εποχής, η λύση θα όφειλε να αναζητηθεί στην δημιουργία ειδικού φορέα -μία μορφή SPV, special purpose vehicle- εκτός της δημοσιοϋπαλληλικής δομής – κοντά στο πρότυπο που χρησιμοποιήθηκε για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004.

    Τρία είναι τα κρίσιμα θέματα:

    Πρώτο, η στελέχωση που πρέπει να περιλαμβάνει μάκρο και μίκρο οικονομολόγους, ειδικούς στο μάνατζμεντ, στην προηγμένη ανάλυση συστημάτων, στην συγκέντρωση, αξιολόγηση και εξαγωγή συμπερασμάτων από δεδομένα (data mining and analytics), πολιτικούς επιστήμονες, ψυχολόγους και κοινωνιολόγους.

    Δεύτερο, η ταχύτητα στην αντιμετώπιση των προβλημάτων που θα προκύψουν με τις άδειες και τις δικαστικές προσφυγές—για να αναφερθούμε σε δύο μόνο τομείς. Η εικόνα προσφυγών και κόντρα προσφυγών που οδηγούν σε χρόνια καθυστερήσεων δεν είναι εκτός πραγματικότητας. Αυτό επιβάλει να επενδυθεί ο τομέας με την νομική δυνατότητα των κατά παρέκκλιση αποφάσεων.

    Τρίτο, η αναπόφευκτη συνεργασία με την δημόσια διοίκηση. Εδώ θα πρέπει να ισχύσει η αρχή ότι αν δεν υπάρχει πλήρως αιτιολογημένη απάντηση σε εύλογο (δηλαδή εξαιρετικά σύντομο) χρονικό διάστημα, νομιμοποιείται η θέση του ειδικού φορέα.

    Αν φορέας υλοποίησης είναι η σημερινή δημόσια διοίκηση, το εγχείρημα έχει ήδη αποτύχει.

    Οι τράπεζες

    Δύο είναι τα προβλήματα. Το ένα είναι η έλλειψη κεφαλαίων. Οφείλουμε, επιτέλους να δώσουμε λύση. Και πάλι, η έλλειψη χρόνου πιέζει. Η σημερινή οδός που ακολουθείται με την πώληση των κόκκινων δανείων και της διοικητής αναδιάρθρωσης (spinoffs) δεν επαρκεί διότι δεν αντιμετωπίζει, μεταξύ άλλων, το θέμα της αναβαλλόμενης φορολογίας. Πρέπει να υπάρξει κυβερνητική απόφαση και ταυτόχρονα κοινοτική έγκριση για την δημιουργία της «κακής τράπεζας» (bad bank). Κάτι γνωρίζει περισσότερο ο Γιάννης Στουρνάρας για να επιμένει.

    Το άλλο πρόβλημα είναι η νοοτροπία των στελεχών. Για δεκαετίες τώρα έχουν εμποτιστεί με αρχές που δεν τους επιτρέπουν να συμπεριλάβουν, να αξιολογήσουν και να συνεκτιμήσουν θέματα όπως η επιχειρηματική πρωτοπορία ή/και εμπειρία, η καινοτομία, η μεσοπρόθεσμη προοπτική, η ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού. Επειδή οι αλλαγές κουλτούρας απαιτούν χρόνο, και χρόνος δεν υπάρχει, είναι λοιπόν απαραίτητο στις αξιολογήσεις των ιδιωτικών επενδυτικών σχεδίων που θα κάνουν οι τράπεζες να συμμετέχουν εξειδικευμένα στελέχη του ειδικού φορέα, ώστε να αποφευχθεί το γνωστό φαινόμενο όπου το ελληνικό τραπεζικό σύστημα στηρίζει μόνο όσα ήδη γνωρίζει και μόνο όσα προσφέρουν εμπράγματες ασφάλειες ή κρατικές εγγυήσεις.

    Αν το τραπεζικό σύστημα λειτουργήσει με αναφορά στις αρχές του 20ού αιώνα, το εγχείρημα του εκσυγχρονισμού θα πεθάνει πριν ξεκινήσει.

    Ανισότητα

    Το σύνολο του εγχειρήματος που λέγεται «Ταμείο Ανάκαμψης» οφείλει να λαμβάνει υπόψη του, σε κάθε απόφαση, το θέμα της ανισότητας κάθε μορφής: από την φυλετική μέχρι την οικονομική, σε κάθε τομέα από την γέννηση μέχρι τον θάνατο. Στο θέμα αυτό θα παιχτεί το μέλλον της δημοκρατίας και του καπιταλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο.

    Η βασική κατεύθυνση δίνεται από την κυβέρνηση – και ειδικά από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό. Γι’ αυτό και η στελέχωση του ειδικού φορέα οφείλει να περιλαμβάνει την φωνή της πολιτικής οικονομίας. Στην σημερινή εποχή όπου η παγκόσμια οικονομία και κοινωνία βρίσκονται σε σημείο καμπής (inflection point) οι αποφάσεις του Ταμείου Ανάκαμψης δεν μπορούν και δεν επιτρέπεται να είναι μόνο καθαρά τεχνοκρατικές.

    Αν η έννοια της αποκατάστασης της ισότητας δεν επανέλθει ως αξία και κριτήριο στην λήψη αποφάσεων, ούτε τα λεφτά δέκα Ταμείων Ανάκαμψης δεν θα φτάνουν για να αποκαταστήσουν την κοινωνική συνοχή και την πολιτική σταθερότητα.

    Ρεαλιστικά, θα είναι πολύ αργά.



    ΣΧΟΛΙΑ