• Άρθρα

    Η τριπλέτα θέσεων Μητσοτάκη, Στουρνάρα, Πατέλη

    Αντώνης Κεφαλάς

    Αντώνης Κεφαλάς


    Το πολιτικό περιεχόμενο των μηνυμάτων οι έστειλαν το Σαββατοκύριακο ο πρωθυπουργός, ο οικονομικό σύμβουλός του και ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος ήταν ίσως πιο σημαντικό από το οικονομικό. Στην συνέντευξη του, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποσαφήνισε ότι εκλογές δεν θα γίνουν πριν το τέλος της τετραετίας και ότι, για τούτη την κυβέρνηση τουλάχιστον,  το κυνήγι της εξουσίας δεν θα οδηγήσει σε οικονομικό εκτροχιασμό.

    Με την έμφαση που έδωσε στην ανάκτηση από την χωρά της επενδυτικής βαθμίδας, ο Αλέξης Πατέλης έδωσε το οικονομικό στίγμα της απόφασης να εξαντληθεί η τετραετία. Ας σημειωθεί ότι στις 17/12/2021 η στήλη αυτή με τον τίτλο «Ένα αφήγημα για τις εκλογές και οι κίνδυνοι του» έγραψε ότι στον δρόμο για τις εκλογές η κυβέρνηση θα προβάλει τα οικονομικά επιτεύγματά της, τονίζοντας επίσης ότι:

     « …ο Μητσοτάκης θα ζητήσει και θα πετύχει το 2023 δύο πράγματα ακόμη:

    • Την άνοδο της χώρας στην επενδυτική βαθμίδα, και
    • Την έξοδο από το καθεστώς της ενισχυμένης εποπτείας, που αυτή θα σηματοδοτεί την πραγματική έξοδο από τα μνημόνια.»

    Το άρθρο του οικονομικού συμβούλου του αυτό υπογραμμίζει και ταυτόχρονα έμμεσα επιβεβαιώνει ότι οι εκλογές αργούν—διότι η λήξη της ενισχυμένης εποπτείας και η αναβάθμιση της χώρας σε επενδυτική βαθμίδα  δύσκολα μπορούν να έρθουν πριν το τέλος του 2022, ή, το αργότερο, το πρώτο τρίμηνο του 2023.  Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που η κυβέρνηση επιδιώκει με κάθε θυσία να διατηρήσει υψηλό τον ρυθμό ανάπτυξης το 2022 και το πρωτογενές έλλειμμα στο 1,4% του ΑΕΠ.

    Ο Γιάννης Στουρνάρας από την πλευρά του επιβεβαιώνει την ανάγκη να σταματήσουν οι οριζόντιες ενισχύσεις και να επικεντρωθεί η κρατική παρέμβαση σε στοχευμένες δράσεις. Στο άρθρο του αποσαφηνίζει την διαφορά ανάμεσα στην άμεση και στην μακρόχρονη προοπτική χρέους επισημαίνοντας τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης και τονίζει ότι καθώς στις εκτιμήσεις το αύριο είναι στενά συνδεδεμένο με το σήμερα, η χώρα οφείλει από τώρα να δείξει την προσήλωση της στους κανόνες της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης.

    Ο διοικητής, εξάλλου, τονίζει έναν παράγοντα που λίγοι αναλυτές έχουν αναφέρει. Η  άνοδος των επιτοκίων μπορεί να μην επηρεάζει ουσιαστικά τώρα και στα αμέσως επόμενα χρόνια το κόστος εξυπηρέτησης του ελληνικού δημοσίου χρέους, παρασύρει όμως, το κόστος δανεισμού του ιδιωτικού τομέα και του τραπεζικού συστήματος.

    ΟΙ τοποθετήσεις αυτές μπορεί να ενέχουν μία πρόσθετη δόση αισιοδοξίας, καθώς δεν αναφέρονται — και δεν μπορούσαν να αναφέρονται—σε όλους τους κινδύνους που μπορεί να ανατρέψουν τα ευνοϊκά σενάρια, είναι όμως ρεαλιστικές. Τα προβλήματα δεν κρύβονται κάτω από το χαλί, ιδιαίτερα το διοικητής της κεντρικής τράπεζας τα αναφέρει με σαφήνεια, ταυτόχρονα όμως, υποδεικνύουν τον συνετό και αποτελεσματικό δρόμο που μπορεί και πρέπει να ακολουθήσει η χώρα μας.

    Μαζί , η συνέντευξη του πρωθυπουργού και τα δύο άρθρα δίνουν ένα σαφές στίγμα της οικονομικής πολιτικής που θα ακολουθήσει η κυβέρνηση – με εξίσου σαφείς τις πολιτικές διαστάσεις και προεκτάσεις της.

    Η στήλη αυτή έχει υποστηρίξει στο παρελθόν –και εμμένει στη θέση αυτή – ότι η εξάρτηση από και η πίστη στο όπλο του επιτοκίου είναι τόσο λάθος όσο η τυφλή υπακοή στους όρους του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Έχει επίσης υποστηρίξει, πάντα εμμένοντας στην ίδια άποψη, ότι η παρούσα παγκόσμια οικονομική κατάσταση δεν είναι βιώσιμη: ή θα σκάσει πρώτα μία νέα οικονομική φούσκα, ή θα ξεσπάσει κοινωνική αναταραχή. Η προσήλωση λοιπόν, σε αυθαίρετους οικονομικούς όρους όσον αφορά τον πληθωρισμό, το δημοσιονομικό έλλειμμα και το χρέος μόνο σε αδιέξοδο οικονομικό και πολιτικό θα οδηγήσει.

    Καθώς τα γεράκια φαίνεται ότι έχουν το πάνω χέρι και η αναθεώρηση της Συνθήκης φαίνεται να απομακρύνεται, οι θέσεις που υιοθέτησαν ο Πρωθυπουργός και οι δύο τεχνοκράτες, υποχρεωτικά κινούνται μέσα στο υπάρχον πλαίσιο άσκησης της οικονομικής πολιτικής—με όλους τους περιορισμούς που αυτό συνεπάγεται.

    Πολιτικά, η επιβεβαίωση του χρόνου των εκλογών και η αλλαγή της πολιτικής των μέτρων στήριξης φέρνουν την αντιπολίτευση σε μάλλον δυσχερή θέση. Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ δεν μπορεί να περάσει τους επόμενους 18 μήνες με τσιτάτα – θα υποχρεωθεί να αρχίσει να παίρνει θέσεις κι εκεί θα φανεί η ιδεολογική του ένδεια και η εύθραυστη εσωκομματική ισορροπία του.

    Στον ΣΥΡΙΖΑ ο χρόνος ενισχύει τις αντίθετες και αλληλοσυγκρουόμενες τάσεις – ταυτόχρονα όμως, δίνει περισσότερο χρόνο στον Αλέξη Τσίπρα να αποφασίσει αν θα συνεχίσει να συμμαχεί με τις δυνάμεις που περιστρέφονται γύρω από το περίφημο «3%» ή αν θα ριψοκινδυνεύει την απεξάρτηση του από αυτές – γεγονός που σημαίνει ότι θα έχει αποφασίσει ότι το 20%-22% αποτελεί την βάση του κόμματος.

    Για τη Ν.Δ. ο χρόνος είναι πολύτιμος –αν αποφασίσει ότι θα τον χρησιμοποιήσει για να προωθήσει τις μεταρρυθμίσεις που μπορούν να καλυτερεύσουν την καθημερινότητα του πολίτη. Είναι απαραίτητος για να φανεί ότι η ανάπτυξη διαχέεται στην κοινωνία. Και είναι αναγκαίος για να υποστηρίξει ο πρωθυπουργός την ακόμη πιο έντονη στροφή προς το κέντρο.

    Διαβάστε επίσης

    Ουκρανία: Τι πραγματικά επιδιώκει ο Πούτιν



    ΣΧΟΛΙΑ