• Άρθρα

    Γιατί είναι αναγκαίο να αυξηθεί ο τραπεζικός ανταγωνισμός

    WarningExclamation mark in a circleΑπαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
    Αντώνης Κεφαλάς

    Αντώνης Κεφαλάς


    Πολλές οι φανφάρες τούτο τον καιρό για τα placement των ελληνικών τραπεζών, τις υψηλές τιμές των μετοχών τους και τα κέρδη που αποκομίζουν.

    Μέσα στην πανηγυρική αυτή ατμόσφαιρα έρχεται η μελέτη του ΚΕΠΕ με τίτλο «Bankinflation: ο πληθωρισμός της τραπεζικής απληστίας» για να ανατρέψει τις εντυπώσεις και να ωθήσει σε αλλαγή πολιτικής. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι το ΚΕΠΕ είναι ο μεγαλύτερος ερευνητικός οργανισμός της χώρας και ότι ο επιστημονικός διευθυντής του δεν θεωρείται πως διάκειται αρνητικά προς την κυβέρνηση (το αντίθετο θα υποστήριζα) και, τέλος, ότι οι συγγραφείς της μελέτης Γ. Μπερτσάτσος και Γ. Αγιομυργιανάκης χαίρουν γενικής εκτίμησης τα όσα τεκμηριωμένα υποστηρίζουν οφείλουν να προβληματίσουν την κυβέρνηση γενικά, και το υπουργείο οικονομικών ειδικά.

    Στην περίοδο από το τέλος της δεκαετίας του 1990 το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, ελεύθερο πλέον από τον ασφυκτικό κρατικό εναγκαλισμό συμπεριφέρθηκε ως παιδάκι που αρχίζει να τρώει καραμέλες και σοκολάτες και δεν μπορεί να σταματήσει. Έτσι, λίγο πριν την κρίση τα δάνεια δίνονταν αφειδώς με κάθε μορφή –μετοχοδάνεια, διακοποδάνεια, εορτοδάνεια, στεγαστικά, διδακτροδάνεια, και τέλος δεν υπήρχε. Οι δε πιστωτικές κάρτες μοιράζονταν σαν …πετσετάκια.

    Όταν, βέβαια, έσκασε η χρεοκοπία τότε φάνηκαν τα ξύλινα πόδια του τραπεζικού συστήματος: στις έωλες εγγυήσεις για όλα αυτά τα δάνεια που στην συντριπτική τους πλειοψηφία δεν μπορούσαν να εξυπηρετηθούν προστέθηκε και η απώλεια (λόγω mark to market) της αξίας των κρατικών ομολόγων που οι τράπεζες είχαν φορτωθεί μετά από κρατική/κυβερνητική πίεση. Ήταν η τέλεια καταιγίδα, που ολοκληρώθηκε με το κούρεμα (PSI) και την διάσωση των τραπεζών με το συνολικό ποσό των 46 δισ. ευρώ.

    Σήμερα, 15 χρόνια μετά, οι τράπεζες προβάλουν ελκυστική εικόνα έχοντας πουλήσει με μεγάλη έκπτωση τα κόκκινα δάνεια τους (σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος το 2022 οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων είχαν αναλάβει δάνεια αξίας 80 δισ. ευρώ), διατηρώντας χαμηλά εποπτικά κεφάλαια –διότι δεν υπολογίζουν την υποχρέωση τους από την αναβαλόμενη φορολογία—επιβάλλοντας μία σειρά από παράλογες χρεώσεις, έχοντας μειώσει το προσωπικό τους, τα καταστήματά τους, την έκταση και την ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρουν και, εδώ είναι το κρίσιμο σημείο, διατηρώντας ένα εξαιρετικά υψηλό σε σχέση με την Ε.Ε. καθαρό επιτοκιακό περιθώριο (net interest margin), που με την σειρά του στηρίζεται στην μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο επιτόκιο που χρεώνει η τράπεζα στο δάνειο και το επιτόκιο που προσφέρει για την κατάθεση (interest rate spread).

    Ένας από τους λόγους που οι τράπεζες έχουν αυτήν την δυνατότητα είναι ότι, από πλευράς συγκέντρωσης το τραπεζικό σύστημα έχει ξαναγυρίσει στην εποχή του 1980. Μπορεί η Εθνική να μην έχει την δεσπόζουσα θέση που είχε τότε, αλλά ο ανταγωνισμός έχει σχεδόν εξαφανιστεί—ο βαθμός συγκέντρωσης σύμφωνα με την μελέτη του ΚΕΠΕ είναι πάνω από 95%, δέκα ποσοστιαίες μονάδες πάνω από αυτόν της Ε.Ε. – όπως αποτυπώνεται με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, οπότε η αναφορά είναι ουσιαστικά στην ευρωζώνη. Πρόκειται, δηλαδή, για μία έντονα ολιγωπολιακή αγορά – με όλες τις επιπτώσεις που αυτό συνεπάγεται.

    Το πρόβλημα είναι ότι οι τράπεζες κερδίζουν περισσότερο από λιγότερα δάνεια και μεγαλύτερες καταθέσεις. Ο δείκτης δάνεια προς καταθέσεις βρίσκεται χονδρικά στο 60%, όταν το 2018 ήταν περίπου στο 100%. Είναι γεγονός ότι η άνοδος των επιτοκίων αναφοράς (το επιτόκιο που καθορίζει η κεντρική τράπεζα) επηρεάζει το επιτόκιο που χρεώνει η τράπεζα. Το θέμα στην Ελλάδα, όμως, είναι ότι σε αντίθεση με την Ευρώπη το άνοιγμα μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων και δανείων διευρύνεται χωρίς λόγο—εκτός την μεγιστοποίηση κερδών.

    Αν μείνουμε αυστηρά στον τραπεζικό τομέα, τα υψηλά κέρδη των τραπεζών θα όφειλαν να καλύψουν – έστω σταδιακά—την αναβαλλόμενη φορολογική υποχρέωση τους. Αυτό θα ισχυροποιούσε την πραγματική κεφαλαιακή επάρκεια τους και θα πρόσφερε ένα σημαντικό bonus στα δημόσια οικονομικά..  Σε περίπτωση κρίσης το ελληνικό τραπεζικό σύστημα θα αποδειχθεί ιδιαίτερα ευάλωτο—καθώς η αναβαλλόμενη φορολογική υποχρέωση καλύπτει πάνω από το 50% των εποπτικών κεφαλαίων των τραπεζών.

    Τι σημαίνει αυτό με απλά λόγια; Αν αύριο οι τράπεζες πλήρωναν αυτήν την υποχρέωση τους προς το ελληνικό δημόσιο, τα κεφάλαια που έχουν ως εγγύηση της καλής τους λειτουργίας θα μειώνονταν κατά 50%. Το θέμα έχει με σαφήνεια επισημανθεί από το SSM (Single Supervisory Mechanism)—η Ευρώπη γνωρίζει πολύ καλά την κατάσταση

    Η μελέτη του ΚΕΠΕ τεκμηριώνει τα ανωτέρω με πληρότητα και επιστημονική επάρκεια. Ορισμένα από τα στοιχεία έχουν ήδη δει το φως της δημοσιότητας. Οι επιπτώσεις της κατάστασης αυτής δεν έχει επαρκώς τονιστεί, όμως.

    Διότι, υπάρχει ένα ευρύτερο πρόβλημα: η πιστωτική συρρίκνωση και οι κοινωνικό-πολιτικές επιπτώσεις της. Δύο οφείλουν να τονιστούν: (α) τα ακριβά δάνεια μπορεί να οδηγήσουν σε νέο κύκλο μη εξυπηρετούμενων δανείων, και (β) η πιστωτική συρρίκνωση μπορεί να μην επηρεάζει τις μεγάλες επιχειρήσεις και συγκεκριμένους τομείς (όπως το real estate) αλλά σαφέστατα δημιουργούν πρόβλημα στις μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις και στην μεγάλη πλειοψηφία των νοικοκυριών.

    Με την ακρίβεια στα τρόφιμα και τα δυσθεώρητα ενοίκια να εξαντλούν τον οικογενειακό εισόδημα, το αδικαιολόγητο επιτοκιακό spread στην Ελλάδα απλά χειροτερεύει την κατάσταση.

    Βέβαια, το κυνηγητό του άμεσου κέρδους δεν είναι ελληνικό φαινόμενο αλλά καίριο χαρακτηριστικό του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. Είναι το φαινόμενο που διεθνώς ονομάζεται short termism και σταδιακά οι υπεύθυνες φωνές εναντίον του πληθαίνουν. Στην χώρα μας, όμως, η κυβέρνηση έχει αυξημένη δυνατότητα να επιβάλει αλλαγές, ακριβώς λόγω της αναβαλλόμενης φορολογίας. Είναι όπλο που άλλες κυβερνήσεις δεν έχουν. Εφόσον, το τραπεζικό σύστημα δεν επιδεικνύει τον αναγκαίο οικονομικό ρεαλισμό και την απαραίτητη κοινωνική ευαισθησία η κυβέρνηση και το υπουργείο οικονομικών έχουν κάθε δικαίωμα και υποχρέωση να παρέμβουν.

    Διαβάστε επίσης

    Το τρις εξαμαρτείν του κόμματος του Κασσελάκη



    ΣΧΟΛΙΑ