Οι σημερινές αγροτικές κινητοποιήσεις παρουσιάζονται ως αντίδραση στο κόστος παραγωγής, στην ενέργεια, στα καύσιμα ή στις αδικίες της ΚΑΠ. Όλα αυτά ισχύουν. Πίσω από τα μπλόκα, όμως, βρίσκεται μια βαθύτερη, σχεδόν εκατονταετής εκκρεμότητα: η Ελλάδα εγκατέλειψε την πολιτική της γης. Οι αγροτικές κινητοποιήσεις θα έπρεπε να είναι, λοιπόν, το αναμενόμενο ανεπιθύμητο αποτέλεσμα μιας μακράς πολιτικής αδράνειας, καθώς καμία κυβέρνηση δεν έχει αγγίξει το πρόβλημα που υφέρπει: τη δομή της αγροτικής γης. Και αυτή η αποφυγή δεν είναι αφηρημένη. Έχει ιστορία, έχει υπουργεία, έχει πρόσωπα.
Η μόνη περίοδος κατά την οποία το ελληνικό κράτος αντιμετώπισε τη γη ως πολιτικό ζήτημα πρώτης γραμμής ήταν επί Ελευθερίου Βενιζέλου. Ο αναδασμός των δεκαετιών 1910–1920 ήταν τεχνική παρέμβαση και ταυτόχρονα πράξη εξουσίας. Το κράτος συγκρούστηκε με τα μεγάλα συμφέροντα (τσιφλίκια) αναδιαμορφώνοντας τις ιδιοκτησιακές σχέσεις και χρησιμοποίησε τη γη ως εργαλείο κοινωνικής σταθερότητας (με την μικροϊδιοκτησία) και εθνικής ενσωμάτωσης (ακτήμονες, πρόσφυγες). Έκτοτε, η πολιτική της γης υποχώρησε σταδιακά από το κέντρο της δημόσιας συζήτησης.
Ο μεταπολεμικός αναδασμός της περιόδου 1950–1970, υπό την ευθύνη του τότε Υπουργείου Γεωργίας, ήταν αναγκαίος αλλά υπήρξε ημιτελής. Μείωσε τον πολυτεμαχισμό, αύξησε την παραγωγικότητα, επέτρεψε την μηχανοποίηση. Δεν θωρακίστηκε, όμως, θεσμικά. Δεν συνοδεύτηκε, δηλαδή, από αλλαγές στο κληρονομικό δίκαιο – ευθύνη που δεν ανέλαβε το Υπουργείο Δικαιοσύνης – ούτε από οικονομικά ισχυρές και λειτουργικά αποτελεσματικές συλλογικές μορφές οργάνωσης της παραγωγής. Το αποτέλεσμα ήταν προβλέψιμο: μέσα σε μία γενιά, το πρόβλημα επανεμφανίστηκε.
Η καθοριστικά «κακή» επιλογή έγινε τη δεκαετία του 1980. Οι κυβερνήσεις Ανδρέα Παπανδρέου, μέσω του Υπουργείου Γεωργίας (υπό τον Κώστα Σημίτη) επέλεξαν να υποκαταστήσουν τη δομική μεταρρύθμιση με την εισοδηματική ενίσχυση. Αντί να μεταρρυθμίσουν την πολιτική γης επέλεξαν να αποζημιώνουν την αδυναμία της. Η Κοινή Αγροτική Πολιτική λειτούργησε μεν προσωρινά ως μηχανισμός κοινωνικής ειρήνης και πολιτικής διαχείρισης, όχι, όμως δε, ως μοχλός αναδιάρθρωσης της παραγωγικής βάσης. Η γη έπαψε να αποτελεί αντικείμενο πολιτικής και μετατράπηκε σε λογιστικό υπόβαθρο επιδοτήσεων. Για να μην αναφερθεί η τραγική, με τεράστιο οικονομικό κόστος, αποτυχία (με ελάχιστες σήμερα εξαιρέσεις) του συνεταιριστικού κινήματος
Στην πρωθυπουργία, πλέον, Κώστα Σημίτη, το κράτος επένδυσε στον μακροοικονομικό εκσυγχρονισμό και την ευρωπαϊκή σύγκλιση. Όμως η μικρή δομή της αγροτικής παραγωγής θεωρήθηκε δευτερεύον ζήτημα. Τα Υπουργεία Οικονομίας και Γεωργίας διαχειρίστηκαν το αγροτικό ως πρόβλημα εισοδήματος, όχι ως πρόβλημα δομής και λειτουργίας της παραγωγής. Όταν ο ευρωπαϊκός εκσυγχρονισμός άφησε απέξω τον αγροτικό τομέα, η ευκαιρία για έναν αναγκαίο δεύτερο, σύγχρονο, αναδασμό χάθηκε οριστικά.
Οι κυβερνήσεις Κώστα Καραμανλή (2004–2009) δεν άνοιξαν καν τη συζήτηση. Το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης (Τσιτουρίδης, Μπασιάκος, Κοντός) διατήρησε το status quo, μέχρι που η κρίση του 2010 μετέτρεψε κάθε σοβαρή μεταρρύθμιση σε πολιτικά απαγορευμένη λέξη.
Οι υπουργοί Αγροτικής Ανάπτυξης της περιόδου (2015–2019) του ΣΥΡΙΖΑ (Αποστόλου, Αραχωβίτης) δεν άλλαξαν πορεία. Κυριάρχησε η ρητορική υπέρ των μικρών παραγωγών, αλλά ουσιαστικά δεν υπήρξε καμία πρωτοβουλία για αναδασμό, συλλογική χρήση γης ή θεσμική αναδιάρθρωση. Το ΥΠΑΑΤ περιορίστηκε αυστηρά στη διαχείριση επιδοτήσεων και αποζημιώσεων.
Η σημερινή κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη δεν μπορεί να επικαλεστεί πλήρη άγνοια. Από τον Βορίδη έως τον Αυγενάκη, από τον Λιβανό έως τον Γεωργαντά και τον Τσιάρα , το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης διαθέτει δεδομένα, τεχνοκρατική γνώση και ευρωπαϊκά εργαλεία. Μπορούσε και μπορεί να προχωρήσει σε αναδασμό με ταυτόχρονη αναδιανομή στις καλλιέργειες σύμφωνα με τα τοπικά δεδομένα και σε συνδυασμό με τις κλιματική κρίση. Επέλεξε, όμως, την διαχείριση αντί της μεταρρύθμισης—ακόμη χειρότερα δεν φρόντισε καν να εξυγιάνει την διαχείριση, ενώ το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ ήταν γνωστό. Η επιδότηση έγινε αυτοσκοπός– χωρίς στρατηγικό στόχο. Ο αναδασμός εξακολουθεί να απουσιάζει από την πολιτική ατζέντα.
Το αποτέλεσμα είναι ανάγλυφα ζωντανό και πιεστικό σήμερα: πολυτεμαχισμένη γη, υψηλό κόστος παραγωγής, αδυναμία επένδυσης, μηδενική ανθεκτικότητα, διαφθορά, ενδιάμεσα με υπερκέρδη αγορές, ανεξέλεγκτα κερδοφόρα κανάλια διανομής. Ο αγρότης μετατρέπεται ταυτόχρονα σε κομματικό αντικείμενο και σε πολιτικό διεκδικητή, το κράτος σε διαχειριστή κρίσεων και η κοινωνία σε μόνιμο χρηματοδότη της αναβολής.
Όσο η πολιτική της γης παραμένει ταμπού, οι αγροτικές κινητοποιήσεις δεν θα τελειώσουν. Θα επανέρχονται. Οι κινητοποιήσεις είναι σκληρές γιατί δεν υπάρχει έξοδος. Και είναι αδιέξοδες γιατί δεν στοχεύουν στη ρίζα του προβλήματος. Δεν διεκδικούν νέα πολιτική γης. Διεκδικούν την παράταση ενός μοντέλου που έχει χρεοκοπήσει. Το πολιτικό σύστημα, από την πλευρά του, προσποιείται διαπραγμάτευση ενώ απλώς αγοράζει χρόνο. Κανείς δεν μιλά για νέο αναδασμό. Κανείς δεν αγγίζει το κληρονομικό δίκαιο. Κανείς δεν τολμά υποχρεωτικές συλλογικές μορφές χρήσης.
Έτσι, η χώρα εγκλωβίζεται σε έναν φαύλο κύκλο πολιτικής ομηρίας. Οι αγρότες πιέζουν γιατί δεν μπορούν αλλιώς. Το κράτος υποχωρεί γιατί φοβάται το κόστος. Και η κοινωνία πληρώνει την διαχρονικά διακομματική απουσία πολιτικής βούλησης.
Διαβάστε επίσης:
Σκληρή γραμμή Μαξίμου: Αφήνοντας τα μπλόκα να απονομιμοποιηθούν
Πιερρακάκης και Εξεταστική: Ο καθρέφτης μιας χώρας σε διχασμό
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Ετήσια άδεια εργαζόμενων : Τι αλλάζει από το 2026
- Δωρεά σπέρματος Δανία: Η «βιομηχανία», η έλλειψη ενιαίου πλαισίου και η πρωτοβουλία της Ελλάδας
- Έλαντ Γίφρατς: «Η Βέτα είναι η βασίλισσα της γύρω ομορφιάς»
- Αλέξης Πατέλης στο mononews: H αξιοπιστία δεν χτίζεται μόνο με δημοσιονομικά μεγέθη, αλλά και με το ποια κοινωνία θέλεις να είσαι
Ακολουθήστε το mononews.gr στο Google News και ενημερωθείτε πρώτοι.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ