Τι συνέπειες μπορεί να έχει ένα στέλεχος που κάποτε δέχτηκε να βάλει το όνομά του στην εταιρική σύνθεση, χωρίς όμως ποτέ να εμπλακεί πραγματικά στη διοίκησή της; Η απάντηση δόθηκε πρόσφατα από το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών: Ένα γνωστό μέλος της επιχειρηματικής κοινότητας, με τυπικό τίτλο «Γενικού Διευθυντή» σε χρηματοοικονομική εταιρεία της δεκαετίας του ’90, βρέθηκε να διεκδικεί την απαλλαγή του από χρέη που ξεπερνούν τα έξι εκατομμύρια ευρώ. Ο ίδιος υποστήριξε ότι δεν είχε ουσιαστικό ρόλο, ότι άλλοι διοικούσαν και αποφάσιζαν, ότι ακόμη και η Δικαιοσύνη τον είχε αθωώσει σε ποινικό επίπεδο για εικονικά τιμολόγια.

Κι όμως, το Διοικητικό Πρωτοδικείο απέρριψε το αίτημά του. Παρά την ύπαρξη εγκυκλίου της ΑΑΔΕ που υποτίθεται πως ανοίγει τον δρόμο σε τέτοιες περιπτώσεις, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ιδιότητά του, ο χρόνος δημιουργίας των οφειλών και η υπαιτιότητα –έστω τεκμαιρόμενη– αρκούν για να τον διατηρήσουν αλληλεγγύως υπεύθυνο.

1

Η υπόθεση δεν είναι σημαντική μόνο επειδή αφορά δραστήριο επιχειρηματία που βρέθηκε να προσπαθεί να αποδείξει ότι δεν είναι ελέφαντας. Είναι εξαιρετικά κρίσιμη και επειδή φωτίζει το χάσμα ανάμεσα στη νομοθετική πρόθεση να προστατευτούν όσοι δεν ασκούσαν πραγματική διοίκηση, και στην πράξη όπου η εξαίρεση μοιάζει σχεδόν ανεφάρμοστη.

Από την ενδικοφανή προσφυγή του, όπου περιέγραφε τον εαυτό του ως «τυπικό στέλεχος χωρίς αμοιβή», μέχρι την απόφαση του Πρωτοδικείου που θεώρησε τις εξηγήσεις του ανεπαρκείς, αναδύεται μια ιστορία με ευρύτερη σημασία: Πώς ένα θεσμικό εργαλείο, που προοριζόταν να φέρει ισορροπία και δικαιοσύνη, καταλήγει να αφήνει ανοιχτά νομικά κενά και να εγκλωβίζει στελέχη σε χρέη που δεν δημιούργησαν.

Πώς λειτουργεί στην πράξη η διάταξη για την αλληλέγγυα ευθύνη των στελεχών

Η διάταξη-κλειδί που οδηγεί στελέχη στο εδώλιο της αλληλέγγυας ευθύνης βρίσκεται στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας που ορίζει ότι όσοι έχουν τη διοίκηση, τη διαχείριση ή τη διεύθυνση μιας εταιρείας ευθύνονται προσωπικά και αλληλέγγυα με την ίδια την εταιρεία για τους φόρους που αυτή δεν κατέβαλε. Στόχος του νομοθέτη ήταν να διασφαλίσει ότι το Δημόσιο δεν θα μείνει «ξεκρέμαστο» όταν οι εταιρείες αδειάζουν ταμεία και αφήνουν πίσω τους ληξιπρόθεσμες οφειλές.

Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι ο διευθύνων σύμβουλος, ο διαχειριστής ή ακόμη και το στέλεχος που φέρει τον τίτλο του γενικού διευθυντή μπορεί να βρεθεί με προσωπική ευθύνη για εκατομμύρια ευρώ. Η ευθύνη αυτή καλύπτει όχι μόνο τον φόρο εισοδήματος και τον ΦΠΑ, αλλά και προσαυξήσεις, πρόστιμα και άλλες επιβαρύνσεις, εφόσον η μη καταβολή αποδίδεται σε υπαιτιότητα του προσώπου.

Το 2019, με τον νόμο 4646/2019, ο νομοθέτης επιχείρησε να διορθώσει το αυστηρό αυτό πλαίσιο. Η τροποποίηση έφερε τρεις κομβικές αλλαγές:

  • Πρώτον, ξεκαθάρισε ότι υπεύθυνα είναι μόνο τα πρόσωπα που πραγματικά ασκούν διοίκηση ή διαχείριση, και όχι απλώς όσα φέρουν έναν τυπικό τίτλο.
  • Δεύτερον, όρισε ότι η ευθύνη αφορά μόνο χρέη που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της θητείας τους. Αν τα χρέη γεννήθηκαν πριν ή μετά, δεν βαρύνουν τον εκάστοτε εκπρόσωπο.
  • Τρίτον, εισήγαγε ρητά την έννοια της «υπαιτιότητας»: Το στέλεχος πρέπει να αποδείξει ότι η μη καταβολή δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του.

Με λίγα λόγια, η πρόθεση του νομοθέτη ήταν να προστατευτούν όσοι απλώς είχαν έναν τίτλο ή ένα όνομα σε ΦΕΚ, αλλά δεν ασκούσαν ποτέ ουσιαστική εξουσία. Όμως, όπως δείχνει η πράξη, η διάταξη παραμένει αυστηρή: το τεκμήριο είναι ότι το στέλεχος φέρει ευθύνη και η αποδυνάμωσή του απαιτεί αποδείξεις που λίγοι μπορούν να προσκομίσουν μετά από δεκαετίες.

Η εγκύκλιος της ΑΑΔΕ που τελικά δεν έλυσε το πρόβλημα

Μετά τον ν. 4646/2019, η ΑΑΔΕ εξέδωσε την εγκύκλιο Ε2173/2020 για να δώσει κατευθύνσεις σχετικά με το πώς εφαρμόζεται η διάταξη για την αλληλέγγυα ευθύνη και κυρίως για το πώς εφαρμόζονται στην πράξη οι εξαιρέσεις.

Η εγκύκλιος ξεκαθαρίζει ότι δεν υπάρχει αλληλέγγυα ευθύνη αν λείπει έστω μία από τις παραπάνω τρεις προϋποθέσεις: ιδιότητα, χρόνος ή υπαιτιότητα. Επίσης, διευκρινίζει ότι δεν μπορεί να θεμελιωθεί ευθύνη για πρόστιμα του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, μια διευκρίνιση που ήρθε να βάλει τάξη σε συχνές παρερμηνείες.

Το πιο κρίσιμο όμως σημείο είναι η διαχείριση της υπαιτιότητας. Εκεί η εγκύκλιος αναγνωρίζει ότι το τεκμήριο είναι μαχητό, δηλαδή ναι μεν το στέλεχος τεκμαίρεται ότι έχει την ευθύνη, όμως μπορεί και να ανατρέψει αυτό το τεκμήριο, εφόσον προσκομίσει τα κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία. Μάλιστα, η εγκύκλιος δίνει και παραδείγματα για το πώς θα μπορούσε να ανατραπεί το τεκμήριο, όπως με μια αμετάκλητη δικαστική απόφαση που απαλλάσσει το στέλεχος από τη φορολογική παράβαση ή με αποδείξεις ότι δεν είχε πραγματική διοικητική ανάμειξη. Σε θεωρητικό επίπεδο, αυτό φαντάζει ως «δικλείδα ασφαλείας» για όσους βρίσκονται παγιδευμένοι σε χρέη που δεν δημιούργησαν.

Ωστόσο, η ίδια η εγκύκλιος πάσχει από ένα θεμελιώδες μειονέκτημα: παραμένει υπερβολικά γενική. Δεν ορίζει ποια ακριβώς έγγραφα επαρκούν για να θεωρηθεί ότι κάποιος δεν είχε υπαιτιότητα, ούτε επιβάλλει στην ΑΑΔΕ την αυτεπάγγελτη αναζήτηση στοιχείων που διαθέτει ήδη στα αρχεία της. Στην πράξη, το βάρος της απόδειξης συνεχίζει να βαραίνει ολοκληρωτικά το στέλεχος, το οποίο καλείται να αποδείξει γεγονότα που συνέβησαν πριν από μία ή και δύο δεκαετίες.

Έτσι, ενώ η Ε2173/2020 παρουσιάστηκε ως μια ερμηνευτική ανάσα, στις αίθουσες των δικαστηρίων λειτουργεί περισσότερο ως γενική κατεύθυνση παρά ως πραγματική ασπίδα. Η απόφαση για την οποία έγινε λόγος είναι χαρακτηριστική: παρά την επίκληση της εγκυκλίου, το δικαστήριο έκρινε ότι η ιδιότητα, ο χρόνος και το τεκμήριο υπαιτιότητας συντρέχουν σωρευτικά και δεν θεμελίωσε εξαίρεση. Με άλλα λόγια, η υπόσχεση έμεινε στα χαρτιά, αφήνοντας τον ενδιαφερόμενο να παλεύει με το βάρος μιας ευθύνης που δηλώνει πως δεν του αναλογεί.

Η απόδειξη της «μη υπαιτιότητας»: Ένα μαχητό τεκμήριο που συχνά μοιάζει αμάχητο

Στα χαρτιά, το πλαίσιο φαίνεται δίκαιο: η υπαιτιότητα των στελεχών τεκμαίρεται, αλλά μπορεί να ανατραπεί. Στην πράξη όμως, αυτό το μαχητό τεκμήριο μοιάζει σχεδόν αμάχητο. Το στέλεχος καλείται να αποδείξει ότι δεν είχε καμία ευθύνη για τη μη καταβολή των φόρων, ενώ συχνά έχουν περάσει είκοσι και πλέον χρόνια από τα επίμαχα γεγονότα.

Η περίπτωση του γνωστού στελέχους που βρέθηκε αντιμέτωπος με χρέη εκατομμυρίων είναι αποκαλυπτική. Ο ίδιος επικαλέστηκε ότι ποτέ δεν αμείφθηκε για τη θέση του και ότι ήταν μόνο «βιτρίνα». Όμως δεν μπόρεσε να προσκομίσει τις φορολογικές δηλώσεις εκείνων των ετών για να το αποδείξει. Η ΑΑΔΕ, αντί να αναζητήσει πλήρως τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή της, αρκέστηκε σε εκτυπώσεις από το TAXIS που εμφάνιζαν υψηλό εισόδημα το 1999. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι αυτό το εισόδημα αποτελούσε ένδειξη ωφέλειας από τη θέση του Γενικού Διευθυντή, ενισχύοντας έτσι την εικόνα ότι ασκούσε πραγματική διοίκηση.

Ακόμη και η αθωωτική ποινική απόφαση που επικαλέστηκε δεν στάθηκε αρκετή. Το δικαστήριο έκρινε ότι αυτή κάλυπτε μόνο ορισμένες πτυχές (εικονικά τιμολόγια), αλλά όχι όλες τις φορολογικές παραβάσεις που οδήγησαν στις οφειλές. Με άλλα λόγια, δεν μπορούσε να θεμελιώσει πλήρη έλλειψη υπαιτιότητας.

Όταν τα θεσμικά κενά συναντούν την επιχειρηματική πραγματικότητα

Η εν λόγω ιστορία αλλά και πολλές άλλες αντίστοιχες δείχνουν καθαρά ότι τα θεσμικά κενά δεν είναι θεωρητικές αστοχίες, αλλά έχουν άμεσες συνέπειες στην επιχειρηματική καθημερινότητα.

Είναι μεγάλη συζήτηση η απουσία υποχρέωσης της Διοίκησης να αναζητά αυτεπάγγελτα όλα τα διαθέσιμα στοιχεία. Αν θεσπιζόταν μια τέτοια υποχρέωση σε διοικητικές δίκες, όχι μόνο θα μπορούσε ο πολίτης να έχει μια πιο αποτελεσματική στρατηγική υπεράσπισης, αλλά και το δικαστήριο θα είχε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα εύκολα και γρήγορα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ποιότητα της απονομής της Δικαιοσύνης αλλά και την ταχύτητά της.

Παράλληλα, η εγκύκλιος της ΑΑΔΕ είναι άλλο ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα κακής νομοθέτησης στην Ελλάδα, όπου τα νομοθετήματα παραμένουν πολύ γενικά και τελικά δημιουργούν περισσότερα προβλήματα από όσα προσπαθούν να λύσουν. Αν και είναι δεδομένο ότι η τελική κρίση παραμένει πάντα στο δικαστήριο και κανένα έγγραφο δεν μπορεί να ακυρώσει τη διακριτική ευχέρειά του να αποφασίσει in concreto, οπωσδήποτε μια σαφέστερη εγκύκλιος με συγκεκριμένα αντικειμενικά κριτήρια για το πώς θεμελιώνεται η μη υπαιτιότητα, θα απάλλασσε από σημαντικό βάρος πολίτες και δικαστές.

Οι συνέπειες για την επιχειρηματικότητα από αυτό το δαιδαλώδες πλαίσιο είναι σοβαρές. Στελέχη διστάζουν να αναλάβουν τυπικές θέσεις διοίκησης, φοβούμενα ότι χρόνια μετά μπορεί να βρεθούν με δυσθεώρητα χρέη στις πλάτες τους. Οι εταιρείες αναγκάζονται να δαπανούν περισσότερα σε ασφάλιστρα D&O, σε ρήτρες αποζημίωσης και σε εξειδικευμένες νομικές συμβουλές, προκειμένου να καθησυχάσουν τα στελέχη τους. Η ίδια η αγορά διοίκησης στενεύει, αφού οι νέοι επαγγελματίες αποθαρρύνονται να συνδέσουν το όνομά τους με εταιρείες που ίσως δεν θα ελέγχουν στην πράξη.

Άλλωστε, η περίπτωση του πρώην Γενικού Διευθυντή που βρέθηκε αντιμέτωπος με χρέη εκατομμυρίων δεν είναι ένα μεμονωμένο περιστατικό. Είναι ένα καμπανάκι για το πώς η ασάφεια του πλαισίου μπορεί να δημιουργήσει τεράστια ανασφάλεια σε ανθρώπους που δεν είχαν ποτέ ουσιαστικό ρόλο στη διοίκηση μιας εταιρείας.

Διαβάστε επίσης:

Πιστοποίηση ασανσέρ στις πολυκατοικίες: Ποιοι υποχρεούνται να πληρώσουν – Μπορούν να αρνηθούν και πώς;

Απόφαση ΣτΕ για αυθαίρετα στις πολυκατοικίες: Τι σημαίνει στην πράξη η απαγόρευση

Εγκατάσταση ηλεκτρικού φορτιστή σε πολυκατοικία: Τι ορίζει ο νόμος, ποιος μπορεί να εναντιωθεί και γιατί