Πόσο απάνθρωπη η αντιμετώπιση ενός ανθρώπου που λέει ότι δέχτηκε παρενόχληση στη δουλειά του. Και η πίστα δουλειά είναι και οι κανόνες ισχύουν όπως παντού, στα γραφεία, στα εργοστάσια, στα μαγαζιά. «Γιατί δεν έφυγε;». «Τώρα το θυμήθηκε;». «Ποιος τον έβαλε;». Τα συμπεράσματα βγήκαν πριν η υπόθεση εξεταστεί. Μια άνιση μάχη ανάμεσα στη φίρμα και τον άβγαλτο.
Η καταγγελία του Στέφανου Παπαδόπουλου για σεξουαλική παρενόχληση από τον Γιώργο Μαζωνάκη προκάλεσε την αναμενόμενη κοινωνική αντίδραση. Η συζήτηση μετακινήθηκε γρήγορα από το ίδιο το περιεχόμενο της καταγγελίας στη σκοπιμότητά της. Αντί να εξεταστεί αν ένας νέος εργαζόμενος μπορεί να πιέζεται ερωτικά για να διατηρήσει τη θέση του, αν αισθάνθηκε άβολα, αν υπήρξε κατάχρηση ισχύος, το βάρος έπεσε στον χαρακτήρα του, στις προθέσεις του, στις σχέσεις του με τρίτους, ακόμη και στο αν «ήξερε πού πήγαινε».
Αυτή η μετατόπιση μας απομακρύνει από το βασικό ερώτημα που κάθε τέτοια υπόθεση οφείλει να θέτει. Μπορεί άραγε ένας καλλιτέχνης να εξελιχθεί χωρίς να δέχεται ερωτικές προτάσεις ή υπονοούμενα; Μπορεί άραγε να πει «όχι» χωρίς να τιμωρηθεί; Μπορεί να μιλήσει χωρίς να στιγματιστεί; Όσο αυτά τα ερωτήματα μένουν στο περιθώριο, η συζήτηση λειτουργεί υπέρ του εργοδότη, υπέρ της διασημότητας, υπέρ εκείνου που έχει την εξουσία και παίρνει αποφάσεις.
Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επαναλαμβάνονται σχόλια του τύπου «αν δεν ήθελες, έφευγες». Η φράση αυτή μεταφέρει την ευθύνη από εκείνον που ασκεί πίεση σε εκείνον που τη δέχεται. Υπονοεί ότι η εργασία είναι προνόμιο και όχι δικαίωμα, ότι η ανοχή αποτελεί όρο παραμονής, ότι η σιωπή είναι πιο επαγγελματική από την καταγγελία. Στην πράξη, πρόκειται για μια μορφή κοινωνικής νομιμοποίησης της παρενόχλησης.
Στην υπόθεση Παπαδόπουλου προστίθεται και ένα δεύτερο γεγονός που αξίζει να προσέξουμε. Μετά τη δημοσιοποίηση της μήνυσης, ο νεαρός τραγουδιστής απολύθηκε. Από άλλο μαγαζί, όχι από το μαγαζί στο οποίο λέει ότι έζησε την παρενόχληση. Έχασε τη δουλειά του επειδή μίλησε! Ένα μήνυμα για τους επόμενους: όποιος θέλει να κάνει καριέρα ή θα υποκύψει ή θα σιωπήσει ή θα βρει άλλο επάγγελμα.
Οι δημόσιες δηλώσεις του επιχειρηματία που έλυσε τη συνεργασία μαζί του φωτίζουν με ωμό τρόπο αυτή τη λογική. Ο χαρακτηρισμός του καταγγέλλοντος ως «παιδάκι», η αμφισβήτηση της κρίσης του, η έμφαση στο μέγεθος και την επιτυχία του καταγγελλόμενου καλλιτέχνη, συγκροτούν ένα σαφές μήνυμα. Η αξίωση για σεβασμό δεν αφορά όλους. Αφορά όσους έχουν όνομα, κύρος και δύναμη. Οι υπόλοιποι οφείλουν να προσαρμόζονται.
Ακόμη πιο προβληματική είναι η ταχύτητα με την οποία αλλάζει το πλαίσιο της συζήτησης. Από μια καταγγελία για παρενόχληση, η δημόσια αφήγηση περνά στην υποψία εκβιασμού, στη θεωρία της υποκίνησης, στην κατασκευή ενός σεναρίου όπου ο καταγγέλλων εμφανίζεται ως θύτης. Η δικαιοσύνη θα κρίνει τα πραγματικά περιστατικά με στοιχεία και μαρτυρίες. Η κοινωνία όμως έσπευσε να καταδικάσει τον αδύναμο κρίκο απλά και μόνο επειδή η υπόθεση αφορά «μεγάλο όνομα».
Η στήριξη του θύματος ή του φερόμενου θύματος δεν σημαίνει καταδίκη του καταγγελλόμενου. Σημαίνει ότι αναγνωρίζουμε ότι ο συσχετισμός ισχύος είναι υπαρκτός. Σημαίνει ότι η καταγγελία αντιμετωπίζεται ως δικαίωμα. Σημαίνει ότι η απόλυση δεν είναι αποδεκτό τίμημα της αλήθειας.
Ας αλλάξουμε λοιπόν τροπάρι. Να μην απαιτούμε σιωπή από τα θύματα ή τα φερόμενα θύματα. Να λέμε σε κάθε ισχυρό διευθυντή, εργοδότη, φίρμα, πολιτικό «μην απλώνεις χέρι γιατί θα σου το κόψουμε».
Διαβάστε επίσης:
Όλγα Κεφαλογιάννη και η μόδα της Ελλάδας
Ο Κατρίνης, ο Λοβέρδος και οι αναμάρτητοι
Ανήλικοι, μαχαίρια και αλγόριθμοι
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Βασίλης Αποστολόπουλος (Ιατρικό Αθηνών): Ο νέος πρόεδρος του ομίλου είναι επιδραστικός και έχει όραμα
- Το αυστηρό μήνυμα Μητσοτάκη στους αγρότες και το πολιτικό στοίχημα των μπλόκων
- Hermès Horizons: Ένα αποκλειστικό εργαστήριο ονείρων όπου όλα επιτρέπονται και όλα πραγματοποιούνται
- Χρυσές λίρες: Πού οδηγούνται οι τιμές μετά την υπέρβαση των 1.000 ευρώ και το ράλι ανόδου… 1.188% στα χρόνια του ευρώ