• Άρθρα

    Το επόμενο βήμα για τις ελληνικές τράπεζες

    Στην κρίση, ηγεσία σημαίνει φυγή προς τα εμπρόςσύγκρουση ΕΚΤ- Επιτροπής και ΕΜΣ;

    Αντώνης Κεφαλάς-Αρθρογράφος


    Η στήλη αυτή έχει τρεις φορές επισημάνει ότι ένα μεγάλο μέρος της επιτυχίας του σχεδίου Ελλάδα 2.0 εξαρτάται από την δημόσια διοίκηση και τον τραπεζικό τομέα. Ο πρώτος, έχει να ξεπεράσει τις αγκυλώσεις οργάνωσης και νοοτροπίας που παραπέμπουν σε άλλες εποχές – στο πρώτο μέρος του 20ου αιώνα.

    Η δημιουργία ενός μηχανισμού – οργάνωσης ανεξάρτητα από την δημόσια διοίκηση και με αρμοδιότητες αντίστοιχες με αυτές που δόθηκαν στον οργανισμό Αθήνα 2004, για την διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων θα αποτελούσε λύση.

    Ο δεύτερος  έχει να διαχειριστεί 10-15 δις. ευρώ σε δάνεια (ανάλογα με την μόχλευση που θα επιτευχθεί) και να συνεργαστεί με δομημένους και απαιτητικούς εταίρους – όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΙΒ) και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα για την Ανασυγκρότηση και Ανάπτυξη (ΕΒRD).

    Οι σημερινές διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών επιτελούν ένα τιτάνιο έργο. Ανέλαβαν να λύσουν μία σειρά από προβλήματα που κληρονόμησε η δεκαετία των μνημονίων και όλα τα λάθη που έγιναν τότε. Προσπαθούν, έτσι, να μειώσουν τα κόκκινα δάνεια, να περιορίσουν το κόστος, να αυξήσουν την παραγωγικότητα, να εξορθολογήσουν τους ισολογισμούς τους και να υλοποιήσουν τον στόχο της θετικής συνεισφοράς στον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη της χώρας.

    Είναι σαφές ότι η προσπάθεια αυτή απορροφά το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου και των πόρων τους. Η εμπλοκή με την αναβαλλόμενη φορολογία δυσκολεύει την κατάσταση. Η πανδημία επίσης. Νέα προβλήματα ανακύπτουν – π.χ. με την πραγματική (εμπορική) αξία των δεκάδων και εκατοντάδων ακινήτων που έχουν κατάσχει.

    Δυστυχώς, μέσα στο κυκεώνα των αντίρροπων τάσεων και της αβεβαιότητας, υπάρχει μία διάσταση που έχει παραμεληθεί: ο ρόλος των τραπεζών όχι απλά ως δανειοδοτών αλλά ως ενεργοί παίκτες στην αντιμετώπιση των παγκόσμιων προκλήσεων της προστασίας του περιβάλλοντος, της κλιματικής αλλαγής και της αύξησης των ανισοτήτων.

    Το θέμα είναι απλό: με ποια κριτήρια θα κρίνουν οι ελληνικές τράπεζες τις προτάσεις για δανειοδότηση;

    Με βάση το παρελθόν, η συνεισφορά του ελληνικού τραπεζικού συστήματος στην ανάπτυξη και εκβιομηχάνιση της χώρας, θα μπορούσε να κριθεί ως ελλειμματική. Είναι αλήθεια ότι το βαρύ χέρι του κράτους περιόριζε σε μεγάλη έκταση τους βαθμούς ελευθερίας που είχαν οι εκάστοτε διοικήσεις. Διοικήσεις που, εξάλλου, διόριζε το κράτος.

    Στην απελευθέρωση που ήρθε στην δεκαετία του 1990, το τραπεζικό σύστημα συμπεριφέρθηκε κοντόφθαλμα. Ρίχτηκε με τα μούτρα στην δημιουργία καταναλωτικών και στεγαστικών προϊόντων που μοίρασε απλόχερα και χωρίς ουσιαστικά να εξετάσει την φερεγγυότητα του δανειζόμενου ούτε, εξίσου σημαντικό, αν αυτός ήταν ο δρόμος που συνέφερε την χώρα; Ο άκρατος, δηλαδή, δανεισμός ουσιαστικά για κατανάλωση και –άντε—επένδυση σε σπίτια, σε βάρος των παραγωγικών επενδύσεων. Στο περιβάλλον αυτό, οι τράπεζες διευκολύνθηκαν και από το γεγονός ότι η ελευθερία των αγορών κεφαλαίου εμπόδισε να εμφανιστεί το φαινόμενο του λεγόμενου  crowding out, όπου δηλαδή οι υψηλές δανειακές ανάγκες του δημοσίου (που από το 2002 και μετά εκτινάσσονται) στερούν πόρους από τον ιδιωτικό τομέα.

    Το αποτέλεσμα της μετάβασης από την ανελευθερία στην ελευθερία και της έμφασης στον καταναλωτισμό, σήμαινε ότι η κρίση του 2010 βρήκε τις τράπεζες ανυπεράσπιστες και εκτεθειμένες τόσο στον ιδιωτικό τομέα με δάνεια που δεν μπορούσε να αποπληρώσει, όσο και στον δημόσιο με τα ομόλογα που είχαν συσσωρεύσει. Πέρασαν έτσι, σε νέο καθεστώς ανελευθερίας με την εποπτεία της Ευρώπης και επικεντρώθηκαν στην εξυγίανση των ισολογισμών.

    Ο κίνδυνος είναι ότι όταν έρθουν – κοντός ψαλμός αλληλούια—οι αιτήσεις για τα νέα δάνεια, οι τράπεζες δεν θα έχουν αναπτύξει τα σύγχρονα κριτήρια που σήμερα απαιτούνται διεθνώς με αναφορά τις παγκόσμιες προκλήσεις.

    Αν ένας δεκάχρονος έρθει και ζητήσει χρήματα από τον γονιό, η πρώτη ερώτηση είναι «τι τα θέλεις;». Αυτήν την ερώτηση οι ελληνικές τράπεζες τείνουν να ξεχάσουν. Η νέα παγκόσμια πρακτική, όμως, είναι να ξεκινά η διερεύνηση αιτήματος για δάνειο με αυτήν την ερώτηση – σε πιο σοβαρό επίπεδο βέβαια. Διερευνάται, δηλαδή, πρώτα ποιος είναι ο σκοπός του δανείου; Ποιος είναι ο ρόλος και ο στόχος του δανειολήπτη; Τι προσθέτει η επένδυση στην κοινωνία; Πόσο οι αξίες που ενσωματώνονται στην επένδυση συμβαδίζουν με τις αξίες της τράπεζας; Και αφού απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα, τότε εξετάζεται η βιωσιμότητα της επένδυσης, η δυνατότητα αποπληρωμής, η εγγύηση του δίνεται.

    Έχουν διορίσει όλες οι ελληνικές τράπεζες επικεφαλής βιώσιμης ανάπτυξης (sustainability officer); Τον έχουν εφοδιάσει με το κατάλληλο προσωπικό και τους ικανούς πόρους; Έχουν διαχωρίσει τη φιλανθρωπία από την βιωσιμότητα; Υπάρχει συνεκτικό, στιβαρό και μακρόχρονο σχέδιο συνεισφοράς στην κοινωνία με αναφορά στο περιβάλλον και την ανισότητα; Έχουν εκπαιδευτεί ο εκτιμητές κινδύνων (risk assessment officers) σε νέα κριτήρια για την αποτίμηση πρώτα της επιθυμίας να γίνει η επένδυση διότι αυτό χρειάζεται η κοινωνία και η οικονομία και μετά την οικονομική βιωσιμότητα;

    Το θέμα δεν είναι τυπικό. Ούτε πρέπει να καλυφθεί πίσω από τον μανδύα όπου δήθεν κάνουμε κάτι για την κοινωνία αλλά στην πραγματικότητα μας ενδιαφέρουν μόνο τα άμεσα κέρδη. Ούτε είναι ανεκτή η κάλυψη πίσω από το λεγόμενο greenwashing – όπου από την μία μεριά επιδεικνύεται εταιρική υπευθυνότητα και από την άλλη γίνεται ακριβώς το αντίθετο.

    Οι ελληνικές τράπεζες έχουν υποφέρει τα πάνδεινα – με και χωρίς δική τους ευθύνη. Πέρασαν από το ένα στάδιο ανάπτυξης στο άλλο με μεγάλη ταχύτητα και με την ίδια ταχύτητα επανήλθαν σε καθεστώς όπου ισορροπούν στην κόψη του ξυραφιού. Τώρα είναι η ευκαιρία όχι μόνο να κτίσουν για την εξυγίανση των ισολογισμών αλλά και να προετοιμαστούν για τη νέα εποχή που ανατέλλει – όπου τα κοινωνικά κριτήρια θα είναι τα πρώτα που θα εξετάζονται: αν η πρόταση για δάνειο περάσει το τεστ, τότε θα αξιολογείται η οικονομική της πλευρά.

    Το επόμενο βήμα εκσυγχρονισμού για τις τράπεζες είναι σαφές. Απλά, δεν φτάνει ούτε η πώληση των δανείων ούτε η απόσχιση δραστηριοτήτων, ούτε η δημιουργία νέου επιχειρηματικού σχήματος. Απαιτούνται όλα αυτά και η εφαρμογή ενός νέου συστήματος αξιών.



    ΣΧΟΛΙΑ