
Οι αλλαγές που φέρνει το νέο εργασιακό νομοσχέδιο δεν είναι απλώς τεχνικές λεπτομέρειες για το ωράριο, τις υπερωρίες ή τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας. Αγγίζουν την ίδια την ουσία της σχέσης εργοδότη – εργαζόμενου και μετατοπίζουν το βάρος από το συλλογικό στο ατομικό. Κι αυτό γιατί οι μισθοί για την πλειοψηφία των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, παρά τις αυξήσεις τα τελευταία χρόνια μόνο σε όσους αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, παραμένουν σε πολύ χαμηλό επίπεδο με αποτέλεσμα να απασχολούνται σε δυο εργοδότες για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους.
Εκατοντάδες εργαζόμενοι με πολυετή εξειδίκευση που καλύπτονταν από κλαδική σύμβαση το 2012 δεν έχουν λάβει αύξηση στο εισόδημά τους από τότε, 13 ολόκληρα χρόνια, γιατί οι εκπρόσωποι τους δεν υπέγραψαν νέα. Μάλιστα, η εμπειρία τους συνεχίζει να μην προσμετράται μισθολογικά καθώς δεν λαμβάνουν ούτε την προσαύξηση των τριετιών, που ξεπάγωσε το 2024. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να οδηγούνται μοιραία στην υπογραφή ατομικών συμβάσεων εργασίας με όρους δυσχερέστερους για να εξασφαλίσουν καλύτερες αποδοχές.
Με τις ρυθμίσεις που εισάγονται, ο πυρήνας των νέων κανόνων είναι η ατομική διαπραγμάτευση για όποιον εργαζόμενο θέλει να εξασφαλίσει υψηλότερο εισόδημα. Ο εργαζόμενος καλείται να συζητήσει πρόσωπο με πρόσωπο με τον εργοδότη του για το αν θα δεχθεί το 13ωρο, το δεκάωρο στις περιόδους αιχμής, την εκ περιτροπής εργασία ή την ευέλικτη άδεια. Τυπικά, έχει το δικαίωμα να αρνηθεί. Στην πράξη όμως, πόσο εύκολα μπορεί να πει «όχι» όταν ξέρει ότι η άρνηση μπορεί να τον βάλει στο στόχαστρο;
Η ανισορροπία στη σχέση ισχύος
Η αλήθεια είναι απλή: η διαπραγματευτική δύναμη ενός εργαζόμενου είναι περιορισμένη, ιδίως όταν μιλάμε για μισθωτούς στον ιδιωτικό τομέα, όπου ο φόβος της απόλυσης ή η ανάγκη για εισόδημα υπαγορεύουν τις αποφάσεις. Όταν η νομοθεσία δίνει τόσο μεγάλη έμφαση στις ατομικές συμφωνίες, δημιουργεί ένα πλαίσιο ανισορροπίας. Ο εργαζόμενος μένει εκτεθειμένος, ακόμη και αν οι προθέσεις του εργοδότη είναι καλοπροαίρετες.
Και το πρόβλημα δεν σταματά εκεί. Ακόμη και στο εσωτερικό μιας επιχείρησης, η διαφορετική στάση των εργαζομένων μπορεί να δημιουργήσει εντάσεις. Τι θα γίνει αν ένας αποδεχθεί να δουλέψει 13 ώρες και ο συνάδελφός του αρνηθεί; Ο πρώτος θα θεωρείται «πιο συνεργάσιμος» και ο δεύτερος «δύσκολος»; Έτσι, οι ισορροπίες διαταράσσονται, το κλίμα δηλητηριάζεται και η συλλογικότητα υπονομεύεται.
«Βεβαίως, η Πολιτεία οφείλει να στηρίζει επιχειρήσεις που, λόγω της φύσης τους, έχουν εποχιακές ή περιοδικές αυξήσεις της δραστηριότητάς τους – όπως ο τουρισμός, η εστίαση ή η αγροδιατροφική παραγωγή. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η ευελιξία είναι αναγκαία για να ανταποκριθούν στις ανάγκες της αγοράς και να διατηρηθούν οι θέσεις εργασίας. Όμως αυτό δεν μπορεί να μετατραπεί σε γενικευμένο καθεστώς όπου η ατομική διαπραγμάτευση υπερισχύει των συλλογικών συμφωνιών, διότι τότε διακυβεύεται η ίδια η ισορροπία ανάμεσα στον εργαζόμενο και τον εργοδότη.
Από το συλλογικό στο ατομικό
Η ουσία είναι ότι η συλλογική διαπραγμάτευση παραμένει αποδυναμωμένη. Οι κλαδικές συμφωνίες, που εξασφάλιζαν ενιαίους κανόνες και έδιναν στους εργαζόμενους κοινό έδαφος, υποχωρούν μπροστά στις εξατομικευμένες συμφωνίες. Αυτό όμως έχει διπλή συνέπεια:
- Ο εργαζόμενος χάνει τη διαπραγματευτική προστασία που του παρείχε το σύνολο.
- Το επίπεδο των μισθών παραμένει χαμηλό, αφού χωρίς συλλογικές διεκδικήσεις δεν υπάρχουν πραγματικά κίνητρα για αυξήσεις.
Αν κάτι χρειάζεται σήμερα η αγορά εργασίας, αυτό είναι ισχυρές κλαδικές συμβάσεις που να καλύπτουν όσο το δυνατόν περισσότερους εργαζόμενους. Με υψηλότερους μισθούς ως βάση, πάνω στους οποίους θα «τρέχουν» οι υπερωρίες, ο εργαζόμενος θα είχε πραγματικό όφελος.
Ο ρόλος των συνδικάτων
Και εδώ έρχεται η ευθύνη των συνδικάτων. Για πολλά χρόνια περιορίστηκαν σε αντιδράσεις και καταγγελίες. Σήμερα, που το βάρος πέφτει ολοένα και περισσότερο στον εργαζόμενο μόνο του, η ανάγκη για ισχυρή συλλογική εκπροσώπηση είναι πιο επείγουσα από ποτέ.
Τα συνδικάτα δεν αρκεί να λένε «όχι» σε κάθε αλλαγή. Οφείλουν να περάσουν στην επίθεση:
- Να διεκδικήσουν νέες κλαδικές συμβάσεις που θα καλύπτουν όσο το δυνατόν περισσότερους εργαζόμενους.
- Να απαιτήσουν ουσιαστικές αυξήσεις μισθών.
- Να επαναφέρουν την έννοια της συλλογικής προστασίας, που είναι το μόνο πραγματικό αντίβαρο στην ανισορροπία εργοδότη – εργαζόμενου.
Το κρίσιμο διακύβευμα
Το ζητούμενο δεν είναι να διευκολυνθούν μόνο οι επιχειρήσεις. Το ζητούμενο είναι να διασφαλιστεί ότι η ανάπτυξη θα πηγαίνει χέρι-χέρι με την προστασία και την αξιοπρέπεια των εργαζομένων. Και αυτό δεν μπορεί να γίνει με ατομικές συμφωνίες πίσω από κλειστές πόρτες, αλλά με συλλογικούς κανόνες που θα καλύπτουν όλους.
Η μπάλα λοιπόν βρίσκεται στο γήπεδο των συνδικάτων. Αν δεν οργανωθούν, αν δεν προχωρήσουν σε νέες κλαδικές συμβάσεις, αν δεν ξαναβάλουν τους μισθούς στο επίκεντρο, τότε οι εργαζόμενοι θα συνεχίσουν να παίζουν μόνοι τους σε ένα παιχνίδι που είναι στημένο εξαρχής.
Διαβάστε επίσης:
Τι θα γινόταν άραγε αν ο Γιάννης Αντετοκούνμπο ζούσε στην Ελλάδα του Πλεύρη;
1002 επιστήμονες και μια κυβέρνηση σιωπηλή
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Γουόρεν Μπάφετ: Το μυστικό της μακροζωίας του θρυλικού επενδυτή
- Γιατί το πρώτο sell-off του φθινοπώρου δεν ανησυχεί τους αναλυτές
- Σωκράτης Κόκκαλης: Γατί και πόσο είναι το εξτρά μπόνους που δίνει στους ομολογιούχους της Intralot
- Ο άγνωστος εφοπλιστής Μιχάλης Παπαϊωάννου της Helikon Shipping που ναυπηγεί 9 πλοία και διαχειρίζεται άλλα 40
