• Άρθρα

    Η ιστορία επαναλαμβάνεται και ως τραγωδία

    Στην κρίση, ηγεσία σημαίνει φυγή προς τα εμπρόςσύγκρουση ΕΚΤ- Επιτροπής και ΕΜΣ;

    Αντώνης Κεφαλάς-Αρθρογράφος


    Έχω αναφερθεί ξανά στο γεγονός ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιχειρεί να βάλει την χώρα σε δρόμο χωρίς ουσιαστική επιστροφή. Σ’ αυτό έχει βρει πρόθυμο σύμμαχο την Ε.Ε. και το Ταμείο Ανάκαμψης. Συζήτηση που διεξήχθη την Τετάρτη από τον Ινστιτούτο Bruegel με την συμμετοχή του Maarten Verwey, γενικού διευθυντή της EcFin και του διευθυντή του οικονομικού γραφείου του Πρωθυπουργού Αλεξ Πατέλη ανέδειξε με σαφή τρόπο πως αυτό γίνεται.

    Είναι ένα γεγονός που προκαλεί πανικό στην αντιπολίτευση και εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τόσο τις σπασμωδικές αντιδράσεις της όσο και την ακρότητα των θέσεων της και των λέξεων της.

    Για την Ελληνική πλευρά η συζήτηση έδειξε την εκτεταμένη αποδοχή που είχε το ελληνικό σχέδιο – Ελλάδα 2.0 — στις Βρυξέλλες, ως προς την έκταση της σύλληψης του, την ποιότητα των προτάσεων του και την συμμόρφωση του με τις κατευθυντήριες οδηγίες της Ένωσης. Ο Maarten δεν είχε να πει παρά καλά λόγια για την δουλειά που έκανε η κυβέρνηση και να εκφράσει την βεβαιότητα πως υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να πετύχει η υλοποίηση του σχεδίου.

    Δύο σημαντικά σημεία προέκυψαν για μία ακόμη φορά από την συζήτηση.

    Το πρώτο είναι ότι, για την Ελλάδα όπως και για πολλά άλλα κράτη-μέλη, το Ταμείο Ανάκαμψης παρέχει πόρους για να γίνουν οι αναγκαίες στην σύγχρονη εποχή μεταρρυθμίσεις. Η χώρα μας, για παράδειγμα, αντιμετωπίζει ένα μεγάλο επενδυτικό έλλειμμα –και μέχρι την πανδημία δεν υπήρχε ορατή έξοδος από το πρόβλημα.

    Οι πόροι που συγκεντρώθηκαν από την Ε.Ε. και το εξαιρετικά χαμηλό κόστος τους αντιμετωπίζει το συγκεκριμένο θέμα– που δεν είναι μόνο ελληνικό. Γι’ αυτό και συνέφερε την Ελλάδα να αντλήσει τα ποσά που της αναλογούσαν σε δάνεια – εξαντλώντας μάλιστα τα περιθώρια: είναι πόροι που διαφορετικά η χώρα μας δεν θα είχε και, επιπλέον, τους αποκτά με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους.

    Το δεύτερο σημείο ήταν ότι η επιτυχία του προγράμματος εξαρτάται και από την ιδιοκτησία του. Αν, δηλαδή, η κοινωνία το στηρίζει ή αν θα το πολεμήσει – όπως έγινε για παράδειγμα με τα μνημόνια.

    Για την κυβέρνηση, όπως εξήγησε ο Αλέξης Πατέλης, οι μεταρρυθμίσεις που ζητά η Ε.Ε. και οι κατευθύνσεις που δίνει στις επενδύσεις αποτελούσαν ήδη μέρος του προγράμματος με το οποίο η Ν.Δ. κέρδισε τις εκλογές. Κατά μία έννοια η πανδημία δεν είναι μόνο ατυχία. Είναι ταυτόχρονα και ευκαιρία, λύση εξόδου από την ελληνική κρίση που καθυστερεί τον εκσυγχρονισμό της χώρας εδώ και 30 χρόνια.

    Το πρόβλημα για την αντιπολίτευση έγκειται στο γεγονός ότι οι πόροι δίνονται για τα συγκεκριμένα έργα που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα. Η εκτέλεση τους παρακολουθείται στενά και τακτικά. Η χρηματοδότηση είναι σταδιακή. Αν κάποιο έργο δεν υλοποιείται η χρηματοδότηση σταματά. Αν στόχοι δεν επιτυγχάνονται η χρηματοδότηση σταματά. Αλλαγές δεν μπορούν να γίνουν.

    Μικρό περιθώριο διαφυγής και διόρθωσης υπάρχει. Αν η Ε.Ε. κρίνει ότι ένα έργο δεν εκπληρώνει τους στόχους του και σταματήσει την ροή των πόρων, η χώρα έχει την δυνατότητα να κάνει διορθωτικές κινήσεις και να ζητήσει ξανά την χρηματοδότηση. Αν ένα έργο είναι πλήρης αποτυχία, η χώρα μπορεί να υποβάλει νέο σχέδιο  για το υπόλοιπο της χρηματοδότησης, αλλά κι αυτό θα πρέπει να είναι πλήρως εναρμονισμένο με τις οδηγίες της Ε.Ε. – π.χ. ως προς την κατανομή των πόρων στην πράσινη ανάπτυξη και στην ψηφιοποίηση, την μορφή των επενδύσεων (εξωστρέφεια, καινοτομία κλπ.)

    Επιπλέον, για να είναι όλα απλά και καθορισμένα, οι υποχρεώσεις που αναλαμβάνει μία χώρα με τα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης θεωρούνται νομικά δεσμευτικές – οπότε η παρέκκλιση χωρίς νομικές κυρώσεις είναι μάλλον δύσκολη.

    Για την αντιπολίτευση, το δίλημμα είναι «μπρος γκρεμνός και πίσω ρέμα»: ή θα πρέπει να αποδεχτεί το πρόγραμμα και στην συνέχεια να αναλωθεί σε κριτική ως προς την εφαρμογή του ή θα πρέπει να ξεκινήσει νέο αγώνα τύπου «αντί-μνημονίου» κατά του σχεδίου «Ελλάδα 2.0».  Στην πρώτη περίπτωση θα κινδυνεύει να γίνει ακόμη πιο γραφική απ’ ότι είναι σήμερα. Στην δεύτερη, να έρθει αντιμέτωπη με μία κοινωνία που στηρίζει το πρόγραμμα και να βρεθεί ακόμη πιο απομονωνόμενη στο περιθώριο.

    Το φιάσκο με τον εργατικό νόμο είναι η απόδειξη. Τα ίδια θα συμβούν με το ασφαλιστικό.

    Ακόμη κι αν η αντιπολίτευση έρθει στην εξουσία τα χέρια της θα είναι σχεδόν δεμένα. Στην επόμενη διετία μέχρι τις εκλογές τα έργα θα έχουν προχωρήσει τόσο πολύ ώστε η απένταξη τους θα είναι σχεδόν αδύνατη. Ή, αν γίνει, θα είναι με τεράστιο οικονομικό κόστος και αναπόφευκτες αρνητικές επιπτώσεις στην κοινωνική συνοχή.

    Εξάλλου, το πρόγραμμα έχει καταληκτική ημερομηνία τις 31 Δεκεμβρίου 2025 – με σιωπηρή ανοχή μέχρι τον Ιούνιο του 2026. Ότι χρήματα δεν έχουν απορροφηθεί μέχρι τότε απλά χάνονται.

    Με τι μούτρα, με τι εχέγγυα, με τι υποσχέσεις μπορεί η αντιπολίτευση να ξεφύγει από την «παγίδα»; Γι’ αυτό έχει πανικοβληθεί: αν έρθει στην εξουσία και να θέλει δεν θα μπορεί να εφαρμόσει το πρόγραμμα της παρά με τεράστιο κόστος. Όποια μπραβούρα και να έχει εκτοξεύσει θα υποχρεωθεί να την αναιρέσει και να συμμορφωθεί.

    Το 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετώπισε το ίδιο ακριβώς πρόβλημα—και υποχρεώθηκε να υποχωρήσει κατά κράτος. Τώρα, στην απίθανη περίπτωση που κερδίζει τις επόμενες εκλογές θα βρεθεί μπροστά στο ίδιο δίλημμα ακριβώς. Τούτη τη φορά, όμως, η υποχώρηση του δεν θα είναι φάρσα, θα είναι τραγωδία.



    ΣΧΟΛΙΑ