• Άρθρα

    Η επικίνδυνη περίοδος

    Στην κρίση, ηγεσία σημαίνει φυγή προς τα εμπρόςσύγκρουση ΕΚΤ- Επιτροπής και ΕΜΣ;

    Αντώνης Κεφαλάς-Αρθρογράφος


    Επιστροφή στην κανονικότητα είναι και η ακραία ρητορική που έχει υιοθετήσει ο ΣΥΡΙΖΑ τις τελευταίες ημέρες. Αντικατοπτρίζει την δημοσκοπική στασιμότητα του – οπότε ξαναγυρνά στην πάγια στρατηγική του της βίας επίθεσης κατά της κυβέρνησης.

    Τούτη τη φορά, όμως, δείγμα της πολιτικής απελπισίας στην οποία έχει περιέλθει, από τις ιδεολογικές καταβολές της αξιωματικής αντιπολίτευσης πηγάζει και μία άλλη επιστροφή στην δική της κανονικότητα: η επίθεση κατά των θεσμών της δημοκρατίας.

    Είναι η στιγμή όπου τα πράγματα πρέπει να λεχθούν με το όνομα τους και η κυβέρνηση είναι αυτή που οφείλει πρώτη να ακολουθήσει αυτήν την γραμμή. Ο ΣΥΡΙΖΑ -Προοδευτική Συμμαχία δεν έχει τίποτα το προοδευτικό: αντίθετα εκπροσωπεί ότι το πιο συντηρητικό, παλαιοκομματικό και ξεπερασμένο υπάρχει στην Ελλάδα του 21ου αιώνα.

    Ο ΣYΡΙΖΑ δεν είναι ένα δημοκρατικό κόμμα. Αντίθετα, είναι ένα βαθιά αντιδημοκρατικό κόμμα. Ισχυρά ψήγματα αυταρχικής νοοτροπίας έδειξε στην περίοδο της διακυβέρνησης του. Τότε, ως πρώτη φορά αριστερά προσπάθησε να μετριάσει τις εντυπώσεις και να επενδυθεί με μανδύα δημοκρατικότητας. Οι κινήσεις κατάλυσης της δημοκρατίας έγιναν παρασκηνιακά – Παππάς και Παπαγγελόπουλος μεταξύ άλλων. Τότε αντέδρασαν τα δημοκρατικά αντανακλαστικά της κοινωνίας και η ισχύς των δημοκρατικών θεσμών και η άτσαλη προσπάθεια της μονοπώλησης της εξουσίας απέτυχε.

    Σήμερα, η περίοδος είναι πιο επικίνδυνη. Αρκεί να τονιστεί ένα γεγονός στο οποίο δεν έχει αποδοθεί η πρέπουσα σημασία ως προς τον κίνδυνο που ενέχει: η πρόκληση του ΣΥΡΙΖΑ ότι θα αδιαφορήσει για την απόφαση  της Βουλής ως προς τα υγειονομικά πρωτόκολλα και το κόμμα να παρίσταται σύσσωμο στις συνεδριάσεις.

    Η πρόκληση είναι μεγάλη και καθαρά αντιδημοκρατική. Με αυτήν ο ΣΥΡΙΖΑ θέτει εαυτόν εκτός κοινοβουλευτικών και δημοκρατικών διαδικασιών, Ταυτόχρονα προκαλεί την κυβέρνηση είτε να αποδεχτεί την απόφαση είτε να την εμποδίσει με την βία. Σύμφωνα με την λογική του ΣΥΡΙΖΑ και στις δύο περιπτώσεις κερδίζει. Η σιωπή και αποδοχή σημαίνει και συγκατάβαση στην κατάλυση της δημοκρατίας, η αντιμετώπιση με άλλα μέσα συνεπάγεται διολίσθηση της δημοκρατίας προς την βία.

    Η χρονική επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι τυχαία. Πέρα από την ανάγκη να εξωθήσει τα πράγματα στα άκρα μήπως και μπορέσει να κερδίσει δημοσκοπικά, αντανακλά δύο άξονες σκέψης:

    -Την εκτίμηση ότι ο Πρωθυπουργός θα προχωρήσει είτε σε ανασχηματισμό είτε σε εκλογές, οπότε ο ΣΥΡΙΖΑ πιάνει από τώρα τα χαρακώματα, έτοιμος για αγώνα επιβίωσης. Διότι, γνωρίζει πολύ καλά ότι σε περίπτωση εκλογικής ήττας οι αναταράξεις στο κόμμα ενδέχεται να το οδηγήσουν σε διάσπαση και στην δια βίου θέση της αντιπολίτευσης. Αν δε γίνει, μόνο ανασχηματισμός τότε με ακραίες θέσεις θα τον χαρακτηρίσει ως απόδειξη αποτυχίας του Κυριάκου Μητσοτάκη.

    -Τον υπολογισμό ότι, έτσι κι αλλιώς, τώρα θα φανούν τα αρνητικά αποτελέσματα της πανδημίας – οπότε τώρα θα εισπράξει και το «οφειλόμενο» (κατά την γνώμη του) πολιτικό όφελος.

    Η Ν.Δ. μπορεί εύκολα να αντικρούσει τις από το συρτάρι βγαλμένες κατηγορίες που θα εκτοξεύσει ο ΣΥΡΙΖΑ όταν γίνει ανασχηματισμός. Ως προς τις εκλογές, αυτές ανάγονται στην σφαίρα της φαντασίας του.

    Πιο επικίνδυνος για τη Ν.Δ. είναι ο δεύτερος άξονας σκέψης. Η λογική είναι απλή: ο ΣΥΡΙΖΑ επενδύει στην απελπισία των ανθρώπων. Και είναι σαφές ότι μετά την απόσυρση των μέτρων στήριξης, θα αναδειχθούν σημαντικά οικονομικά και επαγγελματικά προβλήματα. Είναι σαφές ότι σε ορισμένα στρώματα της κοινωνίας η αίσθηση του προσωπικού αδιεξόδου θα ενταθεί. Είναι σαφές, επίσης, ότι όσο και να προσπάθησε η κυβέρνηση η στόχευση των μέτρων δεν ήταν πάντα πετυχημένη –ούτε ως προς την θεωρητική οικονομική κάλυψη που παρείχαν ούτε ως προς την θεωρητική κοινωνική διείσδυση που επιδίωκαν.

    Το πρόβλημα δεν είναι ελληνικό αλλά ευρωπαϊκό και παγκόσμιο. Σε μία πρωτόγνωρη κρίση χρησιμοποιήθηκαν πρωτόγνωρα μέτρα και τα λάθη ήταν αναπόφευκτα. Για τον ΣΥΡΙΖΑ αυτό βέβαια δεν μετρά. Σημασία έχει να φέρει τι εξελίξεις στα άκρα και να εκμεταλλευτεί την κοινωνική και οικονομική αναταραχή που θα προκύψει κυρίως στο δεύτερο εξάμηνο του 2021.

    Για την κυβέρνηση η πρόκληση ανάγεται σε τρεις παράγοντες:

    1. Την διαχειριστική επάρκεια της σε λειτουργικό επίπεδο. Είναι αρκετά τα πρόσφατα λάθη, καθώς ο μηχανισμός έχει κουραστεί από τις αλλεπάλληλες κρίσεις και οι προσδοκίες ως προς ορισμένα πρόσωπα δεν επαληθεύτηκαν.
    2. Την «μαγκιά» της στον τρόπο και τον ρυθμό απόσυρσης των μέτρων στήριξης. Επειδή η ελληνική οικονομία υπέστη συγκριτικά με την Ευρώπη μεγαλύτερη ζημιά από την πανδημία (σε μεγάλο βαθμό απόρροια του στρεβλού μοντέλου ανάπτυξης με την μεγάλη έμφαση στον τουρισμό) υπάρχει η δικαιολογία για πιο σταδιακή, στοχευμένη και οικονομικά ανεκτική απόσυρση της στήριξης.
    3. Τα πολιτικά αντανακλαστικά της – όπου απαιτείται η επίτευξη μία λεπτής ισορροπίας ανάμεσα στην δημοκρατική ανοχή και την αυταρχική πρόκληση. Η προσήλωση στο γράμμα του νόμου και η πιστή εφαρμογή του είναι αυτή που θα προφυλάξει την κυβέρνηση από πολιτικά ολισθήματα. Αυτό σημαίνει δύο πράγματα ταυτόχρονα. Πρώτο, ότι θα πρέπει να επιδεικνύεται ελάχιστη ή μηδενική ανοχή στις παραβάσεις. Το πολιτικό κόστος της υποχώρησης θα είναι για τη Ν.Δ. μεγαλύτερο από το πολιτικό κόστος της εφαρμογής των νόμων. Και, δεύτερο, το ξεκίνημα μίας μεγάλης προσπάθειας να ενισχυθούν οι θεσμοί της δημοκρατίας – θεσμοί που υπέστησαν σκληρή επίθεση στην διάρκεια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – όχι κατά τα ελληνικά αλλά κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα.

    Πολύ απλά, προκειμένου να διαφυλάξει μακρόχρονα την δημοκρατία η κυβέρνηση οφείλει να δεχτεί περιορισμούς στην εκτελεστική εξουσία της με την έννοια της αυξημένης – ιδιαίτερα ποιοτικά – εποπτείας.



    ΣΧΟΛΙΑ