• Άρθρα

    Ευρωομόλογα, φόροι και τιμές στην ενέργεια: Δυσκολίες και σύγχυση

    Αντώνης Κεφαλάς

    Αντώνης Κεφαλάς


    Η είδηση ότι η Γερμανία τώρα πλέον συζητά  την έκδοση ευρωομολόγων για να απαλύνει το κόστος της ενεργειακής κρίσης για τα νοικοκυριά είναι ενθαρρυντική. Αυτή η στήλη το είχε υποστηρίξει, μεταξύ άλλων, και σε άρθρο της 31/8. Οφείλουμε, όμως, να παραδεχτούμε ότι αυτή δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι η μόνη λύση.

    Στην ουσία, η Ευρώπη πληρώνει σήμερα το κόστος της απόφασης που πήρε στον απόηχο των δύο πετρελαϊκών κρίσεων της δεκαετίας του 1970, να ανοίξει την αγορά στον ιδιωτικό ανταγωνισμό. Αυτό σημαίνει ότι εφόσον ο ηλεκτρισμός είναι ένα ομοιογενές προϊόν δεν μπορεί να πωλείται σε διαφορετικές τιμές. Αυτό σημαίνει ότι όποιος προμηθευτής κληθεί να παράγει και να πουλήσει ηλεκτρικό επειδή υπάρχει η ζήτηση, θα πληρωθεί τιμή που θα καλύπτει τουλάχιστον το μεταβλητό κόστος του—όσο υψηλό κι αν είναι. Αυτό σημαίνει ότι αυτήν την υψηλή τιμή θα την πληρωθούν όλοι οι προμηθευτές, άσχετα αν τα δικά τους κόστη είναι πολύ χαμηλότερα από αυτά του πιο ακριβού.

    Στην δεκαετία του 1970, το χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν είχε ακόμη αναπτύξει τα σημερινά εργαλεία που κυριαρχούν στην αγορά. Τα συμβόλαια μελλοντικής εκτέλεσης ήταν μεν γνωστά αλλά ο όγκος τους περιορισμένος και η διείσδυση τους στην αγορά επίσης. Σήμερα, το σύνολο των παραγώγων που διαπραγματεύονται κάθε ημέρα ανέρχεται σε εκατοντάδες τρισεκατομμύρια δολάρια, είναι δε στην ουσία μία ανεξέλεγκτη αγορά. Η άνοδος της Ολλανδικής πλατφόρμας ΤFF είναι ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα.

    Θεωρητικά, οι παραγωγοί που δεν χρησιμοποιούν φυσικό αέριο σήμερα απολαμβάνουν υπερβολικά κέρδη, καθώς η τιμή που πληρώνονται καλύπτει το μεταβλητό και το πάγιο κόστους τους. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η διαφορά αυτή θα όφειλε να πάει αποκλειστικά σε επενδύσεις – επιταχύνοντας έτσι την πράσινη μετάβαση και ενισχύοντας την γεωπολιτική σταθερότητα. Το πρόβλημα είναι ότι, σε πάρα πολλές περιπτώσεις,  οι εταιρείες διανομής δεν έχουν κάνει τις αντίστοιχες αναγκαίες επενδύσεις, οπότε τα υπάρχοντα δίκτυα δεν είναι πάντα ικανά να υποδεχτούν την πρόσθετη παραγωγή. Το πρόβλημα χειροτερεύει και από το γεγονός ότι η επένδυση στο δίκτυο απαιτεί μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από αυτήν, π.χ. σε φωτοβολταϊκά.

    Η επιβολή φόρου στα υπέρ-κέρδη ενέχει διάφορα προβλήματα. Για παράδειγμα, πολλοί παραγωγοί είναι ταυτόχρονα και ιδιο-καταναλωτές, οπότε υπάρχει το πρόβλημα του διαχωρισμού. Πολλοί παραγωγοί έχουν πληθώρα δραστηριοτήτων – οπότε πάλι προκύπτει το θέμα του διαχωρισμού της πηγής των κερδών σε σχέση με την συγκεκριμένη χρήση ενέργειας. Επίσης, επειδή λειτουργεί η αγορά συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης, ο προμηθευτής που πούλησε πριν από δύο χρόνια σε χαμηλή τιμή, πάντως δεν απολαμβάνει υπέρ-κέρδη.

    Αν η επιβολή φόρου στο υπέρ-κέρδος έχει ως στόχο να χρηματοδοτήσει τα νοικοκυριά, τότε ελλοχεύει ο κίνδυνος να μην έχει ο καταναλωτής το κίνητρο εξοικονόμησης ενέργειας και να δημιουργηθεί πίεση στις τιμές αντί για συγκράτηση.

    Θα πρέπει, λοιπόν, να υπάρξει μία μεγαλύτερη σαφήνεια ως προς τους στόχους και τα μέσα της ενεργειακής πολιτικής – ιδιαίτερα δε να υπάρξει μία μεθοδευμένη και επιστημονική εκλαΐκευση του θέματος, διαφορετικά ανοίγει διάπλατα ο δρόμος για τον ανεύθυνο λαϊκισμό.

    Η έκδοση ευρωομολόγων είναι απαραίτητη (ή η χρήση χρηματικών πόρων που παραμένουν ανεκμετάλλευτοι, όπως από το next Generation EU) προκειμένου να αντιμετωπιστεί το δημοσιονομικό πρόβλημα. Ουσιαστικά, η σχέση με την τιμή  της ενέργειας είναι έμμεση. Το ευρωομόλογο αποφεύγει την δημιουργία προβλημάτων όσον αφορά το χρέος των μελών-κρατών.

    Η φορολογία μπορεί να  επιβληθεί στα υπέρ-κέρδη αλλά με ιδιαίτερη προσοχή. Είναι εύκολη η εμφάνιση μαύρης αγοράς, αν θιχθεί η αγορά των παραγώγων. Είναι εύκολο να δημιουργηθούν προβλήματα στους λιγότερο ανταγωνιστικούς προμηθευτές και να προκύψουν θέματα επάρκειας. Ουσιαστικά, θα πρέπει να είναι ένας φόρος που δεν θα μειώσει την παραγωγή, δεν θα   ενθαρρύνει την κατανάλωση και δεν θα ανατρέψει την αποτελεσματικότητα της αγοράς. Μία δύσκολη αλλά όχι χωρίς λύση εξίσωση.

    Κατ’ ελάχιστο, επίσης, οφείλει να είναι ένας παν-ευρωπαϊκός φόρος, που θα καλύπτει υποχρεωτικά όλα τα κράτη-μέλη.

    Όλα αυτά επειδή παραδόθηκε η αγορά για ένα αγαθό πρώτης ανάγκης στην ελεύθερη αγορά. Η τιμή του πετρελαίου δεν μειώθηκε μετά το 1979 επειδή η Δύση ανέπτυξε τις ιδιωτικές αγορές-πλατφόρμες αλλά επειδή οι πετρελαιοπαραγωγοί ήθελαν χρήματα για να βελτιώσουν το επίπεδο ζωής τους, να εκσυγχρονίσουν τα  κράτη τους, να εκτελέσουν μεγαλεπήβολα σχέδια.

    Σήμερα, όπου η Ρωσία έχει ξεκινήσει τον πρώτο υβριδικό πόλεμο στην παγκόσμια ιστορία, το μοντέλο του 1980 φαίνεται ξεφτισμένο, λειτουργεί ανεξέλεγκτα και αποδεικνύεται επικίνδυνο για την κοινωνία.

    Διαβάστε επίσης

    Ακόμη μεγαλύτερη ανεργία από πριν το κόστος για πληθωρισμό 2%



    ΣΧΟΛΙΑ