Αναζητώντας λύση στο πρόβλημα του ενεργειακού κόστους για τη βιομηχανία, που αποτελεί τροχοπέδη στην ανταγωνιστικότητά της, κοντά στην υιοθέτησή της, από την ελληνική κυβέρνηση, είναι η λύση του ιταλικού μοντέλου που εξασφαλίζει σταθερή τιμή ενέργειας για τη βιομηχανία για τρία χρόνια.

Τι θέμα θα συζητηθεί σήμερα σε Διυπουργική Επιτροπή υπό την προεδρία του αντιπροέδρου της Κυβέρνησης Κωστής Χατζηδάκη και τη συμμετοχή των υπουργών, Εθνικής Οικονομίας Κυριάκο Πιερρακάκης, Ανάπτυξης Τάκης Θεοδωρικάκος και Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Σταύρος Παπασταύρου.

1

Το ιταλικό μοντέλο, σύμφωνα με όσους το υποστηρίζουν, είναι ιδανικό για την ελληνική αγορά και εξασφαλίζει σταθερό ενεργειακό κόστος, χωρίς επιδότηση και κρατική ενίσχυση, και δεν εμπίπτει στο καθεστώς των κρατικών ενισχύσεων και είναι εύκολο να εγκριθεί από την Κομισιόν αφού έχει ήδη εφαρμοστεί σε ευρωπαϊκή χώρα. Αξιοποιεί το εργαλείο των Συμβολαίων Διαφοράς (Contracts for Difference – CfDs) που έχει προτείνει η Κομισιόν, η ελληνική βιομηχανία έχει δίνει στην ελληνική βιομηχανία μια μεγάλη ευκαιρία να αντιμετωπίσει το χρόνιο πρόβλημα του ενεργειακού κόστους, που τη βάζει σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με τους Ευρωπαίους ανταγωνιστές της.

Ο νέος μηχανισμός στήριξης του ενεργειακού κόστους για τη βιομηχανία, με βάση το μοντέλο που έχει ήδη εφαρμοστεί στην Ιταλία, υπόσχεται ανταγωνιστική τιμή ενέργειας και επιστροφή του οφέλους αυτού από τη βιομηχανία, σε βάθος 20ετίας. Το κόστος για την πρώτη τριετία υπολογίζεται έως τα 250 εκατ. ευρώ ετησίως, ποσό που κρίνεται διαχειρίσιμο σε σχέση με τα πολλαπλά οφέλη για την οικονομία και τη βιομηχανία.

Στο σχήμα αναμένεται να ενταχθούν περίπου 7,4 TWh ενεργοβόρων καταναλωτών (κατ’ εκτίμηση 60 καταναλωτές) Υψηλής και Μέσης Τάσης, εφαρμόζοντας οριζόντια κριτήρια που ήδη ισχύουν στην ελληνική νομοθεσία.

Η ελληνική βιομηχανία,  βρέθηκε αντιμέτωπη τα τελευταία χρόνια με εκρηκτικές διακυμάνσεις στις τιμές της χονδρεμπορικής αγοράς και ακόμη και σήμερα το ενεργειακό κόστος της εξαρτάται από την τιμή της χονδρεμπορικής στο Χρηματιστήριο Ενέργειας.  Η σταθερότητα στην τιμή της ενέργειας που καλείται να καταβάλει για να λειτουργεί  αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητάς της. Ιδίως οι κλάδοι υψηλής κατανάλωσης – μεταλλουργία, χημικά, τσιμέντο, χαλυβουργία – έχουν επισημάνει επανειλημμένα ότι χωρίς σταθερά ενεργειακά συμβόλαια, το κόστος παραγωγής τους καθιστά ασύμφορη τη λειτουργία στην Ελλάδα σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ.

Στην Ελλάδα οι τιμές ενέργειας είναι διπλάσιες ή και τριπλάσιες από τις τιμές άλλων χωρών της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης, πλήττοντας άμεσα την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών  βιομηχανιών που εξάγουν σε αυτές τις αγορές. “Ειδικά στα βιομηχανικά προϊόντα που τα περιθώρια κέρδους είναι πολύ μικρά, το ενεργειακό κόστος εκτοπίζει τις ελληνικές βιομηχανίες από την ευρωπαϊκή αγορά”, σημειώνει εκπρόσωπος μεγάλης ελληνικής εξαγωγικής βιομηχανίας. Κι αυτό γιατί  πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν ήδη λάβει μέτρα στήριξης των ενεργοβόρων επιχειρήσεων τους, εκτός από την Ιταλία και  η Γερμανία, η Ισπανία,  η Γαλλία αλλά και η γειτονική Βουλγαρία.  Ταυτόχρονα, οι ελληνικές επιχειρήσεις δέχονται πίεση και από τους ανταγωνιστές τους στην Τουρκία, όπου οι τιμές της χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας για το 2025 κυμάνθηκαν κυρίως στα 60–70 ευρώ/MWh, με μηδενικές τιμές σε ώρες αιχμής, προσφέροντας στη βιομηχανία σημαντικά χαμηλότερο ενεργειακό κόστος.

Σταθερό κόστος ενέργειας για τριετία

Με βάση το ιταλικό παράδειγμα, οι ενεργοβόρες βιομηχανίες αποκτούν πρόσβαση σε ηλεκτρική ενέργεια σε σταθερή τιμή της τάξης των 55 €/MWh, για μία τριετία. Η ενέργεια παρέχεται μέσω του ΔΑΠΕΕΠ, ο οποίος στην Ελλάδα διαχειρίζεται περίπου 18 TWh από ΑΠΕ σε ετήσια βάση, επαρκείς για να καλύψουν τη συνολική κατανάλωση των ενεργοβόρων καταναλωτών (περίπου 7 TWh). Έτσι, εξασφαλίζεται όχι μόνο σταθερό και χαμηλό ενεργειακό κόστος, αλλά και ασφάλεια προμήθειας με προφίλ βασικού φορτίου (baseload).

Επιστροφή μέσω ΑΠΕ σε βάθος 20ετίας

Το όφελος που λαμβάνουν οι βιομηχανίες την πρώτη τριετία δεν παραμένει «δώρο». Επιστρέφεται σε βάθος 20 ετών μέσω της ανάπτυξης νέων έργων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Συγκεκριμένα, οι βιομηχανίες θα πρέπει είτε να κατασκευάσουν είτε να χρηματοδοτήσουν έργα ΑΠΕ, σε συνεργασία ή όχι με παραγωγούς, ώστε να αποδώσουν την ενέργεια που έλαβαν σε χαμηλή τιμή.

Για το ήμισυ της παραγόμενης ισχύος από τα νέα έργα προβλέπεται εφαρμογή Συμβολαίου Διαφοράς με μια σταθερή τιμή, ώστε η αξία της ενέργειας να «επιστραφεί» στο σύστημα. Το υπόλοιπο μπορεί να ενταχθεί σε μακροχρόνια PPAs, ενισχύοντας την ευελιξία και τη χρηματοδοτική σταθερότητα των επιχειρήσεων.

Με αυτόν τον τρόπο, ο μηχανισμός συνδέει τη στήριξη της βιομηχανίας με την επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης, δημιουργώντας ισχυρό επενδυτικό κίνητρο για νέα έργα ΑΠΕ.

Το ιταλικό προηγούμενο και η στάση της Κομισιόν

Η Ιταλία προχώρησε στην εφαρμογή του μέτρου τον Ιούλιο του 2024 χωρίς να ζητήσει εκ των προτέρων έγκριση από την Κομισιόν. Ωστόσο, η κίνηση αυτή προκάλεσε έντονες συζητήσεις στις Βρυξέλλες, με Ευρωβουλευτές και βιομηχανικούς συνδέσμους να ζητούν διευκρινίσεις. Η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού απέστειλε επιστολή διερεύνησης τον Σεπτέμβριο του 2024, και μετά από πολύμηνες διαβουλεύσεις, η ιταλική πλευρά παρείχε οικονομικά στοιχεία που αποδείκνυαν ότι η «επιδότηση» της πρώτης τριετίας αντισταθμίζεται πλήρως από την επιστροφή ενέργειας σε βάθος 20ετίας.

Στις 27 Ιουνίου 2025, η Κομισιόν εξέδωσε comfort letter, κρίνοντας το μέτρο συμβατό με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων. Η εξέλιξη αυτή θεωρείται κομβική και για την Ελλάδα, καθώς προσφέρει ένα νομικά ασφαλές προηγούμενο για την εφαρμογή αντίστοιχου σχήματος.

Το ελληνικό σχέδιο

Τα υπουργεία Ανάπτυξης και Ενέργειας που εμπλέκονται στο Σχέδιο, εξετάζουν  να ακολουθήσουν την ίδια στρατηγική: πρώτα εφαρμογή του μέτρου με εθνική νομοθέτηση και, αν χρειαστεί, παροχή εκ των υστέρων διευκρινίσεων στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Η εφαρμογή του μηχανισμού θα υλοποιηθεί μέσα από νέες επενδύσεις σε ΑΠΕ, οι οποίες θα λάβουν άδεια λειτουργίας μετά την έναρξη ισχύος του μέτρου, και θα συνδεθούν με PPAs που θα συνάψουν οι βιομηχανίες. Με αυτόν τον τρόπο, η στήριξη δεν θα περιοριστεί μόνο στη μείωση του κόστους, αλλά θα τροφοδοτήσει ένα νέο κύμα πράσινων επενδύσεων στη χώρα.

Η πρωτοβουλία εντάσσεται στη στρατηγική της κυβέρνησης να δώσει απαντήσεις στο διαχρονικό αίτημα της βιομηχανίας για φθηνότερο ρεύμα, ενώ παράλληλα να αποδείξει στην ΕΕ ότι η πράσινη μετάβαση μπορεί να συμβαδίσει με την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας.