• Άρθρα

    Μπορεί και το 11% να είναι αισιόδοξο

    Αντώνης Κεφαλάς

    Αντώνης Κεφαλάς


    Πρόβλεψε 11% πληθωρισμό και ράγισαν οι καρδιές. Η αναφορά είναι, βέβαια, στο δυσμενές σενάριο. Να εύχονται οι πολίτες να είναι πράγματι αυτό το δυσμενές σενάριο που θα προκύψει. Κατά την προσωπική μου γνώμη μάλλον τείνει προς το αισιόδοξο. Αλλά, αυτή δεν μετρά: κατά κανόνα βλέπω το ποτήρι μισοάδειο και όχι μισογεμάτο.

    Η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής που υπογράφουν η Επιστημονική Επιτροπή και ο συντονιστής Φραγκίσκος Κουτεντάκης, αφορά τυπικά το 4ο τρίμηνο του 2021, αλλά ουσιαστικά και αναπόφευκτα αναφέρεται στο 2022 και στις προοπτικές του.

    Σε γενικές γραμμές μπορεί να χαρακτηριστεί ως μία επιχείρηση ρεαλισμού. Προσπάθησε να λάβει υπόψη της τους βασικούς αρνητικούς παράγοντες που θα επηρεάσουν την οικονομία και παρουσιάζει – όπως είναι ο άγραφος διεθνής κανόνας – τρία σενάρια: το αισιόδοξο, το βασικό (που θεωρητικά είναι το πιο πιθανό) και το δυσμενές.

    Πολύ απλά, όπως γράφτηκε, ο ρυθμός ανάπτυξης θα μειωθεί από το 3,6% είτε στο 2,75% είτε στο 2,21%. Και ο πληθωρισμός θα αυξηθεί από την αρχική εκτίμηση του 6,99% είτε στο 7,43% είτε στο 11,01%.

    Οι αρνητικοί παράγοντες είναι η αύξηση των επιτοκίων (ιδιωτικά και σε κρατικά ομόλογα), το κόστος αντιμετώπισης προσφυγικού κύματος, η αύξηση των δημόσιων δαπανών (άμυνα κλπ.) η μείωση του όγκου του εμπορίου (που επηρεάζει τις εξαγωγές), η αναταραχή στις παγκόσμιες συναλλαγματικές ισοτιμίες και η άνοδος του κόστους της ενέργειας και των τιμών των τροφίμων.

    Ρεαλιστικά σενάρια, αλλά ίσως και συντηρητικά. Πολλά θα εξαρτηθούν από την πορεία και την έκβαση της εισβολής στην Ουκρανία.

    Για πολλούς το 11% ακούγεται υπερβολικό. Ορισμένοι θεωρούν πως δίνει αβάντα στον ΣΥΡΙΖΑ, που έχει κάνει το θέμα της ακρίβειας σημαία.

    Η απάντηση είναι απλή: κανείς δεν γνωρίζει. Όσο ρεαλισμό και να επιδιώκουν οι συντάκτες της έκθεσης, όση αντιπολιτευτική πίεση και να ανεβάζει ο ΣΥΡΙΖΑ, όση απελπισία κι αν αισθάνονται οι πολίτες, κανένας δεν μπορεί να πει με κάποια σιγουριά τι θα συμβεί.

    Παλαιότερα είχα γράψει ότι οι οικονομολόγοι έχουν μετατραπεί σε σεναριογράφους. Οι εξελίξεις αυτό υποστηρίζουν.

    Ίσως, τελικά, θα μάθουμε ξανά να ζούμε με υψηλό πληθωρισμό. Επειδή οι μνήμες είναι κοντές θα υπενθυμίσω ότι η περίοδο 1960-1973 είχε πληθωρισμό στο 2%-3%, το 1973 και 1974 με την 1η πετρελαϊκή κρίση εκτινάχτηκε στο 15,5% και στο 26,9% αντίστοιχα για να περιοριστεί στο μέσο επίπεδο του 13% μέχρι το 1979 όπου η 2η πετρελαϊκή κρίση τον έφερε στο 19% και την επόμενη χρονιά, το 1980, στο 24,9%. Η δεκαετία γνώρισε πληθωρισμό της τάξης του 17% κατά μέσο όρο που συνεχίστηκε και στο πρώτο μέρος της δεκαετίας του 1990, για ξεκινήσει μία καθοδική πορεία προς το 3% στην περίοδο 1994- 2000.

    Πως αντιμετωπίστηκε ο πληθωρισμός τότε;

    Όσο οι αυξήσεις τιμών συνοδεύονταν από αυξήσεις μισθών, ο πληθωρισμός είτε αυξανόταν είτε παρέμενε υψηλός. Η λιτότητα τον μείωσε – με Σημίτη στη θέση του Αρσένη ως υπουργός οικονομίας και πάλι με Σημίτη πρωθυπουργό και Παπαντωνίου υπουργό οικονομίας, στη δεύτερη φάση – η οποία όμως «πάτησε» πάνω στις πολιτικές της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Μητσοτάκη με υπουργό οικονομίας Στέφανο Μάνο.

    Η λιτότητα σήμερα δεν συζητείται. Η στοχευμένη παρέμβαση μετρά. Το πρόβλημα είναι ότι με εξαίρεση ένα περίπου 1%-2% του πληθυσμού, όλοι οι άλλοι είναι ευάλωτοι στα επίπεδα που έφτασε η ακρίβεια στην ενέργεια: ιδιώτες, νοικοκυριά, επιχειρήσεις.

    Ας το πάρουμε απόφαση: ζούμε στην εποχή της νέας αβεβαιότητας και με αυτήν θα πρέπει να πορευτούμε. Στις ηγεσίες εναπόκειται να βρουν καινοτόμους μεθόδους αντιμετώπισης των κρίσεων. Όσο, όμως, ακούω για πρωτογενή πλεονάσματα, δημοσιονομική πειθαρχία και κόστος εξυπηρέτησης αναρωτιέμαι αν στο προσκήνιο είναι οι Rip van Winkle που τώρα ξύπνησαν και μάλιστα με την πάροδο όχι 20 αλλά 40 ετών.

     Διαβάστε επίσης

    Οι νομοτελειακές επιπτώσεις της ουκρανικής εισβολής



    ΣΧΟΛΙΑ