• Πολιτισμός

    Ο Γιάννης Τσαρούχης στο Σικάγο: Η πρώτη του αναδρομική στο Wrightwood


    Ο Γιάννης Τσαρούχης (1910-1989) ταξιδεύει post mortem στην αναδρομική έκθεση Dancing in Real Life στο Ίδρυμα Wrightwood στο Σικάγο. Παρουσιάζονται περίπου διακόσια έργα του, λάδια και σχέδια σε χαρτί από διεθνείς, δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές.

    Εν συνόλω καλύπτουν την περιόδο 1930 ως 1989, που περιλαμβάνει και τη δεκατριάχρονη αυτοεξορία του στο Παρίσι. Σχεδόν εβδομήντα χρόνια ακάματου δημιουργικού οίστρου. Όλο το εύρος της δεινότητας με την οποία συνύφανε την πηγαία λαϊκή παράδοση με την υψιπετή τέχνη του λόγου (ποίησης και θεάτρου) και τα δυτικοευρωπαϊκά ρεύματα. Δημιούργησε το μοναδικό ιδίωμα Τσαρούχη.

    Αποκαλύπτει επισης τις επιρροές από τα Βυζαντινά μωσαϊκά, τις τοιχογραφίες, τη ζωγραφική ειδώλων, τον Καραγκιόζη, και τη μοντέρνα τέχνη. Κυρίως τον Κυβισμό, τον Φωβισμό, τον Υπερρεαλισμό.

    Για πρώτη φορά τιμάται με μεγάλη αναδρομική στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού. Ας σημειωθεί ότι το Ίδρυμα Wrightwood (Ράιτγουντ) εγκαινιάστηκε πρόσφατα από τον διάσημο ιάπωνα αρχιτέκτονα, τιιμημένο με το περίοπτο διεθνές βραβείο Pritzker αρχιτεκτονικής Ταντάο Άντο. Σχεδίασε το νέο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Φρανσουά Πινό στο Παρίσι.

    Όπως σημειώνουν και οι επιμελητές του ιδρύματος, τριάντα δύο χρόνια μετά το θάνατό του ο Γιάννης Τσαρούχης παραμένει άγνωστος στο ευρύ κοινό εκτός ελληνικών συνόρων. Στην Ελλάδα θεωρείται από τους πιο σημαντικούς δημιουργούς μοντέρνας τέχνης.

    Δύση και Ανατολή

    Ο Τσαρούχης γεννήθηκε στον Πειραιά, γεγονός που καθόρισε τον εκφραστικό του τρόπο. Πρόδηλες αναφορές στις ρίζες του, η εμμονή με την τραχιά ομορφιά που αποτύπωσε με ποιητικό τρόπο στους Ναύτες του.

    Στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών (ΑΣΚΤ) μαθήτευσε με τον Φώτη Κόντογλου, που τον επηρέασε δραματικά και στην ουσία δεν τον εγκατέλειψε πραγματικά ποτέ.

    Ο Κόντογλου ως γνωστόν μελέτησε τη Βυζαντινή τέχνη και τα πορτρέτα Φαγιούμ. Θεωρείται βασικός υποστηρικτής του αιτήματος της αυθεντικότητας στην ελληνική έκφραση. Συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση της νεότερης εκκλησιαστικής ζωγραφικής.

    Το 1932 με βοηθούς τον Τσαρούχη και τον Εγγονόπουλο, ζωγράφισε με την τεχνική της νωπογραφίας τις τοιχογραφίες του σπιτιού του που σήμερα βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη.

    Η μεταφυσικότητα της ζωγραφικής του μεταλαμπαδεύτηκε στον μαθητή του, βοηθώντας τον να συλλάβει την απροσδιοριστία της ελληνικής ψυχής στα τόσο έντονα πορτρέτα του.

    Ύστερα από την ΑΣΚΤ, τον απορρόφησαν οι περιπλανήσεις του στους δρόμους της πόλης, το θέατρο και τα ταξίδια όπου ανακάλυψε το ενδιαφέρον του για τη λαϊκή τέχνη.

    Τη δεκαετία του 1930 πήγε στην Κωνσταντινούπολη για να παραστεί στα αποκαλυπτήρια των συντηρημένων μωσαϊκών της Αγίας Σοφίας και στο Φεστιβάλ Μεσογειακών πολιτισμών.

    Πάνω στο καράβι από το Ισμίρ ως την Πόλη, για πρώτη φορά έγινε θεατής της παλλόμενης, στακάτο μουσικής του Ζεϊμπέκικου που εκτελούσε ένας αυθόρμητος χορευτής.

    Αυτή η στιγμή απελευθέρωσης, η βραχύβια υπέρβαση των φραγμών ανάμεσα στην ψυχή και στο σώμα, ανάμεσα στον πνευματικό στοχασμό και στην αυθόρμητη και γεμάτη χαρά συγκίνηση, που συμβολίζει ο συγκεκριμένος χορός, τον συνόδευσε δια βίου.

    Θα φωτογράφιζε χορευτές και θα τους ζωγράφιζε μέχρι τέλους. Με το βλέμμα του ηδονοβλεψία εμπλούτιζε τα πορτρέτα του με απαράμιλλο ερωτισμό.

    Το 1935 όμως με ένα σύντομο ταξίδι του στο Παρίσι συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν στο μεταίχμιο ανάμεσα σε δύο ζωντανούς κόσμους, τη Δύση και την Ανατολή. Αντί να απορρίψει τις ρίζες του, τις άφησε ελεύθερα να αναμειχθούν με τη διεθνή γλώσσα και τις φιλοδοξίες του δυτικού αβαν γκαρντ που τον συνεπήρε.

    Η χρήση φωτός, χρώματος και φόρμας πάνω στην επιφάνεια εφαρμόστηκε τόσο για ρεαλιστική παραστατική τέχνη όσο και για πιο αφηρημένες συνθέσεις. Γνώρισε τον Πικάσο, τον Έρνστ, τον Ενρί Ματίς και τον Αλμπέρτο Τζακομέτι.

    Συμπύκνωσε τη χάρη του Γάλλου ποδηλάτη με τη ρωμαλέα δύναμη των Ευζώνων. Εκεί εκ νέου εξύμνησε το κάλλος της αθλητικής ανδρικής μορφής κατά τα πρότυπα του κλασικισμού. Αισθησιακή αλλά και αυτοκαταστροφική ομορφιά.

    Βαθμιαία δημιουργήθηκε το ιδιότυπο κράμα της ζωγραφικής του, με ορθόδοξη καταγωγή και δυτικότροπη επιρροή, που διατηρήθηκε μέχρι και την τελευταία δεκαετία της ζωής του. Το 1938 στην Αθήνα σε ηλικία 28 ετών πραγματοποίησε την πρώτη του έκθεση. Ύστερα υπηρέτησε στο Αλβανικό Μέτωπο (όπως και ο Ελύτης).

    Ο αισθησιασμός

    Εως το 1940 είχε καθιερώσει το στιλ του με τα πρωτοποριακά, τολμηρά γυμνά και τα καθηλωτικά ανδρικά πορτρέτα του μέσα σε εσωτερικούς χώρους.

    Αυτή η επαναστατική γκάμα έργων (1934-40) γκρέμισε κάθε γέφυρα με το παρελθόν και την ακαδημαϊκή ή συντηρητική τέχνη. Παραμένει επίκαιρη και στη σημερινή εποχή με την ρευστότητα των φύλων και την απόλυτη αδιαφορία της για κάθε μορφή ιεραρχίας. Το λαϊκό εξυψώνεται ως αγγελικό και αρχοντικό.

    Ο Τσαρούχης όμως πάντα αδιαφορούσε για τη μόδα της εποχής του. Μάλιστα απέφευγε και τη μεγάλη συναστροφή με το συνάφι του -ίσως ακολουθώντας και τις προσταγές του αγαπημένου του ποιητή Καβάφη: Τη ζωή όσο μπορείς μην την εξευτελίζεις μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου «ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική».

    Προτιμούσε και ο ίδιος να συνθέτει έναν κόσμο φανταστικό, ιδεατό. Μια εικονοποιία μοναδικά δική του αλλά εγκεφαλική και ουτοπική. Είχε μάλλον συναίσθηση ότι το εργο του θα απολάμβανε μεγαλύτερη αποδοχή μετά θάνατον εφόσον εκείνος θεμελίωνε αισθητικές τάσεις avant la lettre.

    Αλλά η ήσυχη αντίδρασή του απέναντι στον συντηρητισμό είχε καλλιεργηθεί νωρίτερα, όταν σύχναζε στην όπερα και στο θέατρο μεγαλώνοντας σε μια μεσοαστική πειραιώτικη οικογένεια. Και ως νέος εξάλλου, η πρώτη του δουλειά ήταν στο θέατρο. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 δημιούργησε τα πρώτα του κοστούμια και πολύ σύντομα τις πρώτες του σκηνοθεσίες.

    Κορυφαία στιγμή αυτής της διαχρονικής αγάπης, όταν σχεδίασε τα κοστούμια για τον αλησμόνητο ρόλο της Μαρίας Κάλλας στη Μήδεια της Όπερας του Ντάλλας το 1958 σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή.

    Χαρακτηριστική η φράση του: Αγαπώ την Κάλλας και την Μπέλλου. Και δεν αισθάνομαι διχασμένος.

    Αφησαν εποχή και σχέδια για παραστάσεις σε εντελώς διαφορετικό ύφος, βασισμένες σε έργα του Μπέκετ στο Παρίσι και στη Θεσσαλονίκη. Ο Τσαρούχης πραγματικά υπήρξε ένας αναγεννησιακός, διεθνής, πολυσχιδής καλλιτέχνης.

    Κατά τη διάρκεια της Χούντας (1967-1974) αυτοεξορίστηκε στο Παρίσι (μετά τη Δικτατορία επέστρεψε στην Αθήνα αλλά ταξίδευε έκτοτε τακτικά στην Πόλη του Φωτός).

    Το 1966 με κάποιας μορφής οραματική διαίσθηση είχε παραστήσει τη μορφή του στρατιωτικού αστυνόμου να αιχμαλωτίζει τον Έρωτα. Αλληγορία της δικής του φυλακισμένης ομοφυλοφιλίας, ίσως, αλλά και οξυδερκές πολιτικό σχόλιο.

    Η έκθεση Yannis Tsarouchis: Dancing in Real Life ήτοι Γιάννης Τσαρούχης: Χορεύοντας στην πραγματική ζωή, διαπερνά όλες τις κορυφογραμμές της τέχνης του μέσα από τις εξής ενότητες: Το θέατρο ως δημιουργία προσωπείων, ο χορός ως έκφραση της πραγματικότητας, η σκηνοθεσία του Άλλου Εαυτού στις προσωπογραφίες, η επινόηση νέων αλληγοριών, η τοπιογραφία ως άλλη εσωτερικότητα…

    Ο Τσαρούχης διύλισε την ομορφιά μέσα από την τραχύτητα και την ποίηση μέσα από το μπανάλ της καθημερινότητας. Διέκρινε το κοινό στοιχείο ανάμεσα στην εργατική τάξη και την ανώτερη κοινωνία. Συμφιλίωσε με τη μειλίχια, μακροσκοπική ματιά του το πάθος της Ανατολής με τον πραγματισμό της Δύσης. Και έφερε στην επιφάνεια την πιο γνήσια μορφή ελληνικότητας που γνώρισε ποτέ η πεφωτισμένη ελληνική τέχνη.

    Πληροφορίες:

    Η έκθεση Yannis Tsarouchis: Dancing in Real Life στο Wrightwood659 οργανώθηκε σε συνεργασία με το Ίδρυμα Τσαρούχη και την Ανδρονίκη Γρυπάρη σε συνεργασία με τον πρώην καλλιτεχνικό διευθυντή της Documenta14 Αθήνα – Κάσσελ (2013-2017) Άνταμ Σίμτσικ (Adam Szymczyk). Η έκθεση πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη του Ιδρύματος Alphawood Foundation Chicago στο Σικάγο.

    Διάρκεια:

    7 Μαΐου ως 31 Ιουλίου 2021
    Παρασκευή και Σάββατο
    Παρασκευή 12–19:30
    Σάββατο 10-17:30



    ΣΧΟΛΙΑ