• Πολιτισμός

    Ο ελληνικός μύθος υπό το βλέμμα του Πικάσο – Χιλιάδες επισκέπτες στο Κυκλαδικό

    • Της Κατερίνας Δαφέρμου


    «Δεν ψάχνω, μόνο βρίσκω» σημείωνε ο κορυφαίος δημιουργός Πάμπλο Πικάσο. Η έκθεση στο Κυκλαδικό Μουσείο «Πικάσο και Αρχαιότητα. Γραμμή και Πηλός», μέσα στους τρεις μήνες λειτουργίας της προσέλκυσε πάνω από είκοσι χιλιάδες επισκέπτες ρίχνοντας άπλετο φως στο πολυσχιδές έργο του απαράμιλλου δημιουργού και επιτρέποντας επίσης μία εκ νέου περιήγηση στον πλούτο της ελληνικής αρχαιότητας.

    Οι δύο διαφορετικές ταυτότητες διεισδύουν η μία στην άλλη, δημιουργώντας ένα εκρηκτικό κράμα σε επίπεδο αισθητικής αλλά και εννοιολογικής – φιλοσοφικής εμπειρίας.

    Η ιδέα για την έκθεση «Πικάσο και Αρχαιότητα. Γραμμή και Πηλός» γεννήθηκε πριν από σχεδόν δώδεκα χρόνια όταν η νέα πρόεδρος Σάντρα Μαρινοπούλου, στο πλαίσιο της αποστολής του Κυκλαδικού Μουσείου που συνδέεται με τη διάδοση του κυκλαδικού και αρχαίου ελληνικού πολιτισμού τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, δημιούργησε τις διαπολιτισμικές εκθέσεις «θεϊκοί διάλογοι» όπου σύγχρονοι καλλιτέχνες συνομιλούν ελεύθερα με τις μόνιμες συλλογές του Μουσείου.

    Η έκθεση “Πικάσο και Αρχαιότητα” συνδέεται και με την αγάπη της Μαρινοπούλου με την Κεραμεική Τέχνη εξού και ο Μπερνάρ και η Αλμίν Πικασό δέχτηκαν με ενθουσιασμό να επιτρέψουν το ταξίδι των έργων έως την Αθήνα, από το Μουσείο Πικασό στο Παρίσι μεταξύ άλλων ιδρυμάτων και ιδιωτικών συλλογών.

    Η έκθεση επίσης συμπίπτει με το πρόγραμμα Picasso Mediteranee (Πικάσο-Μεσόγειος), που στοχεύει στη δημιουργία διεθνούς δικτύου φορέων που σχετίζονται με το πικασικό σύμπαν (περισσότερα από εβδομήντα ιδρύματα σε δέκα χώρες θα δημιουργήσουν κοινό ιστότοπο, έκδοση και ταυτότητα ενώ ταυτόχρονα αυτή τη στιγμή περίπου σαράντα πέντε διεθνείς εκθέσεις προσεγγίζουν το έργο του Πικάσο υπό το πρίσμα της Μεσογείου).

    Συν-επιμελητής της έκθεσης στο Κυκλαδικό, μαζί με τον σπουδαίο καθηγητή Νικόλαο Σταμπολίδη, ο Ολιβιέ Μπεργκρουέν, ιστορικός τέχνης και επιμελητής, με αρκετά έργα Πικάσο στην προσωπική κατοχή του, από την πλευρά της οικογένειάς του.

    Τα έργα της αρχαιότητας προέρχονται από δέκα πέντε συνολικά ελληνικά μουσεία και συλλογές. Πρόκειται για γλυπτά, κεραμικά και χάλκινα που χρονολογούνται από τους προϊστορικούς χρόνους (περ. 3200 π.Χ. το παλαιότερο) έως και την Ύστερη Ρωμαϊκή περίοδο (μέσα 3ου αι. μ.Χ. το νεότερο).

    Η συγκριτική εικόνα που μοιραία δημιουργείται στην έκθεση ανάμεσα στα έργα του Πικάσο από τη μία και τα αντίστοιχα της αρχαιότητας, προσφέρει τη μοναδική δυνατότητα να μελετηθεί το έργο του με νέο φως εικονογραφικά, τυπολογικά, συμβολικά, τεχνοτροπικά. Παράλληλα προσδίδει σύγχρονο ύφος στην ούτως ή άλλως διαχρονική αισθητική των αρχαίων δημιουργιών.

    Η κλασική παράδοση και η μυθολογία, αποτέλεσαν διαχρονική πηγή έμπνευσης για τον μέγιστο δημιουργό που ως γνωστόν επεξεργαζόταν με τη δική του γλώσσα και ανασύστανε εκ νέου έργα από την παγκόσμια πολιτισμική κληρονομιά.

    «Δεν μπορείς να είσαι μοντέρνος αν δεν έχεις πρώτα δαμάσει τους κλασικούς», σημείωνε ο Έλιοτ. Έτσι και ο Πικάσο, παίρνει την απόλυτη σαφήνεια των κλασικών γραμμών της αρχαιότητας και διαταράσσει τη δομή τους.

    Από αυτόν τον σπινθήρα ανάμεσά τους παράγεται νέο αισθητικό και εννοιολογικό περιεχόμενο. Τα 68 γραμμικά και κεραμικά έργα του Πικάσο χωρίστηκαν σε ομάδες: ψάρια, πτηνά, ζώα, ανθρώπινες μορφές, γυναικείες και ανδρικές, μειξογενή όντα (Κένταυρος – Μινώταυρος), μύθοι.

    Στις αρχές της δεκαετίας του 1920, ταξιδεύοντας με την τότε γυναίκα του Όλγα Κόκλοβα στη νότια Γαλλία, συνθέτει μία σειρά από σχέδια που απεικονίζουν λουόμενους, χορευτές, γυναικείες μορφές τυλιγμένες με ιμάτια που θυμίζουν το αρχαίο θέατρο. Στις αρχές του 1930 δημιουργεί την εικονογράφηση για γαλλική έκδοση της Λυσιστράτης του Αριστοφάνη, όπου οι πρώτες λιτές αισθησιακές γραμμές του Πικάσο γίνονται σταδιακά πιο ταραχώδεις, εκφράζοντας ίσως και το προοίμιο του ολέθρου που θα έπνιγε την Ευρώπη.

    Τη δεκαετία του 1940 ο Πικάσο επανέρχεται με πιο συστηματικό τρόπο στην αρχαία Ελλάδα, τα μοτίβα και την εικονογραφία της. Αλλά αυτή τη φορά, σε αντίθεση με τα πρώιμα έργα του όπου παραμένει πιστός στην κλασική μυθολογία, επινοεί ένα δικό του φανταστικό σύμπαν καταφεύγοντας στη μνήμη και το υποσυνείδητό του, απελευθερώνοντας τα ένστικτά του.

    Τη δεκαετία του 1950, στο χωριό Βαλορί δημιουργεί σημαντικό έργο κεραμικών και γλυπτών από φαύνους, μουσικούς, γυναίκες και πουλιά που ουσιαστικά εν χορώ δημιουργούν τη δική μυθολογική εκδοχή μίας ειρηνικής, ιδεαλιστικής Αρκαδίας.

    Αγαπημένη ενασχόληση του Πικάσο αποτελεί η αρχέγονη τέχνη του χορού από την πρώιμη Ιστορία, που έχει αποτυπωθεί και σε διάσημους πίνακές τους όπως οι “Τρεις χορεύτριες” (1925), στην Tate Gallery του Λονδίνου.

    Στην έκθεση διακρίνεται το έργο “Αυλητής και χορεύτρια” (1947) καθώς και το πινάκιο με τον Σάτυρο αυλητή και τη γυναίκα του (Μαινάδα) η οποία χορεύει (1947-48), που αντίστοιχά του υπάρχουν σε πλειονότητα στην αρχαιότητα.

    Στα μετέπειτα κεραμεικά έργα του Πικάσο ο χορός εμφανίζεται κυκλικός (1950-1960). Τα πουλιά επίσης επανέρχονται σε διάφορες μορφές.

    Δεσπόζει η κουκουβάγια ως πτηνό σύμβολο της σοφίας, η γλαύκα που εμφανίζεται στα κεραμικά της αρχαϊκής τέχνης και σε αγγεία, γλυπτά και ασημένια νομίσματα της κλασικής Αθήνας του 5ου αιώνα π.Χ. ως σύμβολα της ίδιας της θεάς Αθηνάς.

    Τα κεραμικά του περιστέρια συνδέονται ίσως με το κίνημα για την Ειρήνη αλλά και με τον πρώιμο πλην όμως διάσημο πίνακα του εικοσάχρονου Πικάσο “Το παιδί και το περιστέρι” (1901), ένα ποίημα για την αθωότητα. Όλα αποτελούν εκφάνσεις της αέναης προσπάθειας του Πικάσο να εξυμνήσει τη χαρά στη φύση και στη ζωή, τα γενετήσια ένστικτα.

    Το απολλώνιο και το διονυσιακό πνεύμα, ο ανταγωνισμός μεταξύ τους στην ανθρώπινη ύπαρξη, αποτελούν κεντρική φλέβα στο έργο του Πικάσο. Το απολλώνιο φως με τη ζωογόνα του δύναμη αιχμαλωτίζεται σε πολλαπλά έργα απαστράπτουσας καθαρότητας και ομορφιάς, που δημιουργεί στην Αντίμπ κατά την περίοδο 1947-1960.

    Τυπικό παράδειγμα η Ταναγραία με σπείρα που απαντάται αντίστοιχα σε προϊστορικές μορφές και νεολιθικά ειδώλια από τον Μαραθώνα ή η “Γυναίκα με ιμάτια” (1951) με τη γυμνότητα του στήθους να παραπέμπει σε μινωϊκά αγαλμάτια. Εννοείται ότι στο αρκαδικό ιδεώδες του γαλήνιου ποιμενικού βίου και του Πανός εντάσσονται και οι γυναικείες ημίγυμνες μορφές με το πάλλευκο της σάρκας τους να μισοφαίνεται.

    Από την άλλη, το διονυσιακό σκοτάδι παράλληλα με την ελευθερία που χαρίζει στην ανθρώπινη βούληση και το ζωώδες ένστικτο, φέρνει και την τραγωδία.

    Προς το τέλος της δεκαετίας του 1920 στα έργα του Πικάσο εμφανίζονται οι φαύνοι, οι κένταυροι και οι Μινώταυροι. Όπως και οι ταύροι αφού στην περίπτωσή τους η ελληνική παράδοση και το ισπανικό του αίμα συγκλίνουν στη μυστικιστική τους εμμονή με το θάνατο.

    Ο Μινώταυρος, μισός άνθρωπος και μισός ζώο, αντιστοιχεί στις σκοτεινότερες πτυχές της ανθρώπινης οντότητας ενώ στο πικασικό σύμπαν συμβολίζει επιπλέον και τον παραλογισμό του πολέμου.

    Οι αντιφατικές δυνάμεις του σκότους και του φωτός συμπλέουν και στην ψυχή του Πικάσο ενώ η σύζευξη ανάμεσά τους κινητοποιεί τη δημιουργία του. Όπως εξηγεί ο ίδιος: “Αν κάποιος σημείωνε πάνω σε έναν χάρτη όλες τις διαδρομές που διήνυσα και τις ένωνε μεταξύ τους με μία γραμμή, θα σχεδίαζε ενδεχομένως έναν Μινώταυρο”.

    Κατά κάποιο τρόπο αυτά τα μικρότερης κλίμακας έργα του βρίσκονται στον πυρήνα του καλλιτεχνικού δυναμικού του αφού ο μύθος και το όνειρο αποτελούσαν πάντα δεξαμενή της έμπνευσής του. Συνοψίζουν και συμπυκνώνουν την ιδιοφυία του.

    Την εμμονή του με το άφατο της ανθρώπινης ύπαρξης, την απροσδιοριστία της ανθρώπινης ψυχής, τα βάθη του ερωτισμού, που συνορεύει με το θάνατο (φρουδικά) και τον εφιάλτη, αλλα και τα πιο μπανάλ ένστικτα, τον πόλεμο, τη μέθη, τον αισθησιασμό.

    Η έκθεση στο Κυκλαδικό αποτελεί ένα ταξίδι ενατένισης στο χώρο και το χρόνο.

    Η έκθεση “Πικάσο και Αρχαιότητα. Γραμμή και Πηλός” στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης θα διαρκέσει έως τις 20 Οκτωβρίου.

    Σάντρα Μαρινοπούλου. Πρόεδρος Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης
    Σάντρα Μαρινοπούλου. Πρόεδρος Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης



    ΣΧΟΛΙΑ