• Πολιτισμός

    Μίκης Θεοδωράκης. Πρώτα απ΄όλα Έλληνας

    Μίκης Θεοδωράκης

    Μίκης Θεοδωράκης


    Πεθαίνουν οι μύθοι; Ή μήπως διασχίζουν το χρόνο σαν πυρακτωμένο βέλος που διαπερνά και τούτες και τις επόμενες γενιές φέρνοντας μαζί τους τη δύναμη, το πάθος και κυρίως την γενεσιουργό τους αιτία, που βρίσκεται στην αρχέγονη δημιουργία του σύμπαντος και του ανθρώπου;

    Ευτύχησε ο Θεοδωράκης να έχει γεννηθεί ΄Έλληνας, αντλώντας από τα βάθη της ιστορίας της αλλά και από τη δική του πορεία στη ζωή, μεγαλειώδη διδάγματα, υψηλά φρονήματα, απαράμιλλο ψυχικό σθένος και ανεπανάληπτη δημιουργική έμπνευση, ακόμη και πικρές αλήθειες.

    Αλλά ευτύχησε και η Ελλάδα να έχει έναν Θεοδωράκη για να ποτίζει με καθάριο νερό τις ψυχές των Ελλήνων, να ευφραίνει το νου και την καρδιά τους, να λειτουργεί ως φάρος στις κακοτοπιές και να μεταφέρει στην οικουμένη το μήνυμα ενός λαού _ παρ΄ότι διεθνιστής αυτός _ για την ελευθερία της σκέψης, την ανεξαρτησία, τους καλούς αγώνες.

    Γιατί πάνω και πέρα απ΄ όλα ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν Έλληνας.

    Μίκης Θεοδωράκης

    Στο αίμα που έρρεε στις φλέβες του και τον οδηγούσε να επαναστατεί σε κάθε απόπειρα προσβολής της πατρίδας, όπως κι αν λογιζόταν αυτή, απ΄ όπου κι αν προερχόταν, προτάσσοντας με τόλμη τα στήθη, αλλά και στα κατάβαθα της ψυχής του, που εμφορούνταν από μνήμες των προγόνων της βαθιάς ιστορίας, και τις δικές του τις προσωπικές από τις ρίζες των γονιών του στην λεβεντομάνα Κρήτη και στην πνευματική Μικρασία.

    «Θεωρώ τον εαυτό μου ΄Ελληνα ως προς την παιδεία κι αυτό πιστεύω, ότι με έφερε πολύ κοντά στην ουσία μύθων και προσώπων που εξακολουθούν να λειτουργούν μέσα μου ως αρχέτυπα, δηλαδή φάροι έμπνευσης και ζωής», όπως είχε πει άλλωστε ο ίδιος.

    Μύθος και σύμβολο ο Μίκης, πολύ πριν φύγει από τη ζωή σφράγισε ανεξίτηλα τον ελληνικό πολιτισμό μέσα από τη μουσική του, δίνοντας ώθηση στην καλλιτεχνική δημιουργία σε μια χώρα, που από τα τέλη δεκαετίας του ΄50 διεκδικούσε με πάθος όσα είχε στερηθεί για χρόνια.

    Ο ήχος του βαθιά ελληνικός και λαϊκός, χωρίς όμως να θυμίζει σε τίποτε, ό,τι ακουγόταν ως τότε.

    Κι ο στίχος, ποίηση: Ο «Επιτάφιος» του Γιάννη Ρίτσου πρώτα το 1960, τα «Επιφάνεια» του Γιώργου Σεφέρη μετά, και το «Αξιον εστί» του Οδυσσέα Ελύτη στη συνέχεια. Για ν΄ ακολουθήσουν φυσικά, η «Ρωμιοσύνη», οι « Μικρές Κυκλάδες», το «Χρυσοπράσινο Φύλλο», «Η Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν», «Ο ήλιος και ο χρόνος», «Τα τραγούδια του Αγώνα» και πολλά ακόμη.

    Ο δρόμος ανοίγει διάπλατα για μια νέα εποχή στην ελληνική μουσική, μ΄ ένα πάντρεμα, που ήταν σαν ο κόσμος να περίμενε από καιρό για να τον βγάλει από το τέλμα μιας αδιάφορης έκφρασης και να μιλήσει για τα δικά του φλέγοντα πάθη.

    Η μεγάλη πορεία αρχίζει ουσιαστικά μετά την επιστροφή του από το Παρίσι, όπου είχε πάει για σπουδές μουσικής, κουβαλώντας όμως μαζί του την Εθνική Αντίσταση, τον Εμφύλιο, τις εξορίες στη Μακρόνησο και στον Αη Στράτη…

    Ο κόσμος που θα συναντήσει εκεί, αλλιώτικος και οι τάσεις της μουσικής πρωτοπορίας που κυριαρχούν, δεν θα τον αγγίξουν.

    Όπως είχε πει «Το Παρίσι και ιδιαίτερα η τάξη του Ολιβιέ Μεσιάν όπου κι εγώ εσύχναζα, ήταν ένα από τα διεθνή κέντρα. Εγώ δεν μπορούσα να συνταυτιστώ απολύτως με αυτές τις αντιλήψεις, γιατί απλούστατα ήμουν ΄Ελληνας με την ουσιαστική σημασία του όρου αυτού. Με είχαν διαπλάσει άλλες εμπειρίες, είχα διαφορετικές ρίζες που τις ένιωθα ζωντανές μέσα μου, είχα μια εντελώς διαφορετική αντίληψη της πραγματικότητας. Με λίγα λόγια διαπίστωσα, ότι με χώριζε από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους χάος».

    Μίκης Θεοδωράκης

    Ήταν άλλωστε μια πραγματικότητα που δεν αφορούσε μόνον το ίδιο αλλά και τους Έλληνες της εποχής, που υποδέχονται τα τραγούδια του σαν ένα πολύτιμο δώρο, σαν ένα ξέσπασμα συναισθημάτων βαθιά κρυμμένων, ταλαιπωρημένων και βουβών.

    Η μουσική και τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη έκτοτε θα συνοδέψουν όλα τα μεγάλα γεγονότα στη χώρα, θα απαγορευτούν στην δικτατορία, θα παιχτούν από τα μεγάφωνα στο Πολυτεχνείο ώσπου να τα σιγήσουν τα τανκς, θα παίζονται σε εκλογικά κέντρα, θα τραγουδιούνται σταθερά ως εμβατήρια σε διαδηλώσεις, ακόμη και ως σήμερα.

    Αλλά κυρίως θα τραγουδιούνται στις παρέες, αυθόρμητα κι από καρδιάς, θα τα σιγοψιθυρίζουν οι άνθρωποι στα ξαφνικά, όπως όταν έρχεται στο μυαλό μια συγκινητική μνήμη, που διεγείρει το συναίσθημα πατώντας στις ευαίσθητες χορδές της καρδιάς ή όταν ακούγεται από κάπου η μοναδική φωνή της Μαρίας Φαραντούρη, ιδανική ερμηνεύτρια έργων του.

    Γιατί ναι, επική η μουσική του Μίκη, όμως άλλο είναι το πρωτεύον στοιχείο της: «Θεωρώ ότι το κύριο στοιχείο στα τραγούδια μου είναι ο λυρισμός.

    Το επικό στοιχείο είναι δευτερεύον», έλεγε ο ίδιος αλλά ο κόσμος δύσκολα μπορούσε να διαχωρίσει τον αγωνιστή Μίκη από το έργο του.

    Κι εκείνος όμως έχει δηλώσει πως «Ολόκληρη η ζωή και το έργο μου μπορούν να ερμηνευτούν και κατανοηθούν μόνο κάτω από το πρίσμα των τριών λέξεων που με γαλούχησαν: Ελλάδα, Πατρίδα, Ελευθερία».

    Μίκης Θεοδωράκης

    Η Ρωμιοσύνη

    «Η Ρωμιοσύνη του Θεοδωράκη είναι ένα έξοχο, ένα μεγάλο έργο, με εντελώς ιδιαίτερη σημασία για το μουσικό μας βίο και για ολόκληρο το νεοελληνικό μας πολιτισμό», είπε πει ο Γιάννης Ρίτσος ενθουσιασμένος από την μεγαλειώδη μουσική που είχε συνθέσει ο Μίκης πάνω στο έργο του.

    «Ένιωσα πως η εξαίσια αυτή, στην αίσθησή μου, μουσική του, όχι μόνο ανακάλυψε στο βάθος, υπογράμμιζε, αναδείκνυε την όποια σημασία αυτού του ποιήματος, μα πήγαινε πιο πέρα από το ποίημα, αγκαλιάζοντας όλη την Ελλάδα», πρόσθετε.

    Και λίγοι ίσως γνωρίζουν, ότι η «Ρωμιοσύνη», το τρίτο ποίημα του Ρίτσου που μελοποίησε ο Θεοδωράκης ήταν ένα έργο, που δημιουργήθηκε κάτω από δραματικές συνθήκες, όταν αιμόφυρτος επέστρεψε στο σπίτι του, ανήμερα των Φώτων του 1966 αφού είχε χτυπηθεί από την Αστυνομία.

    Μπροστά του είχε στους στίχους «Αυτά τα δέντρα δεν βολεύονται με λιγότερο ουρανό…», και το χέρι του άρχισε αμέσως να γράφει, τα δάκτυλά του κινήθηκαν μόνα τους στο πιάνο για να παίξουν την μελωδία.

    Μίκης Θεοδωράκης

    «Ήταν αυτό που ήθελα να εκφράσω εκείνη τη στιγμή σαν άνθρωπος και σαν καλλιτέχνης. Αμέσως τα ξέχασα όλα. Κάθομαι στο πιάνο και δεν προφθάνω να διαβάζω. Διάβαζα κι έγραφα. Διάβαζα κι έγραφα. Και για να μην το ξεχνάω κάθε τέσσερις στίχους το έγραφα», είχε πει σε συνέντευξή του.

    Συνοδοιπόροι στους αγώνες, αγαπημένοι φίλοι ήταν με τον Γιάννη Ρίτσο, έχοντας ζήσει παράλληλες δύσκολες εποχές, ειδικά στην διάρκεια της δικτατορίας για να συναντηθούν όμως στους δρόμους της τέχνης και θα δώσουν αριστουργήματα.

    Είναι η περίοδος, που η Ελλάδα ευτυχεί να διαθέτει μεγάλα κεφάλαια της διανόησης και της τέχνης, μια «άνοιξη» που παρ΄ότι διακόπηκε βίαια κάποια στιγμή, έπιασε στη συνέχεια το νήμα και πάλι από την αρχή.

    «Μονάχα η μουσική έχει τη δύναμη να εκφράζει ψυχικές καταστάσεις, συναισθήματα και ιδέες που αδυνατεί να διατυπώσει ο λόγος, του οποίου τα όρια ταυτίζονται με τα όρια του επιστητού, της λογικής» έχει πει ο ίδιος.

    «Ας σκεφτούμε μόνο, ότι ο Ανθρωπος είναι μονάχα κατά ένα 30- 40% «Λογικός» ενώ κατά το υπόλοιπο είναι «Υπερλογικός».

    «Είναι ένστικτο και φαντάσματα φτιαγμένα από τις χιλιάδες ερεθίσματα- πληγές που δέχτηκε στην ψυχή του από τότε που ήταν ακόμα έμβρυο… Και που ζουν αυτοτελώς μέσα του χωρίς να το ξέρει και που όμως έχουν κι αυτά ανάγκη από τη δική τους τροφή. Να λοιπόν πώς γεννιούνται οι Μύθοι και τα Τραγούδια…».

    Ο Ελύτης

    «Το ”Αξιον Εστί” του Ελύτη αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, ένα μνημείο της σύγχρονης ελληνικής τέχνης. Το έργο διατρέχει ολόκληρη την ιστορική περίοδο του ελληνικού έθνους. […]Το ποιητικό κείμενο κυκλοφορεί στις φλέβες αυτού του λαού, γιατί είναι βγαλμένο μέσα απ’ αυτές τις ίδιες φλέβες. Είναι ακόμα ο καθρέφτης που ο λαός μας βλέπει μέσα του το ιστορικό του πρόσωπο, κι αυτό αποτελεί το πρώτο βασικό γνώρισμα για κάθε ζωντανή και επομένως αληθινή και μεγάλη τέχνη», έχει γράψει ο Θεοδωράκης για το έργο του Ελύτη, που θεωρείται κορυφαίο και για τη δική του δημιουργία, καθώς είναι αυτό, που άλλαξε ριζικά την έντεχνη λαϊκή μουσική στην Ελλάδα.

    Ήταν μια συνεργασία που αντιμετώπισε πολλά έξωθεν εμπόδια για ολοκληρωθεί τελικά τέσσερα χρόνια αργότερα με την κυκλοφορία του δίσκου.

    Μίκης Θεοδωράκης-Αξιον Εστί

    Η συνάντηση των δύο ανδρών είχε γίνει στου Λουμίδη με τον Ελύτη να εκφράζει την εκτίμησή του για τον «Επιτάφιο» που είχε ήδη κυκλοφορήσει και να υπόσχεται, ότι θα του στείλει στο Παρίσι ένα δικό του έργο, που το θεωρεί «έργο ζωής».

    ΄Ετσι κι έγινε αλλά παρ΄ότι ο Θεοδωράκης συνέθεσε τη μουσική μέσα σε ελάχιστο χρόνο, ακολούθησαν τρία χρόνια ώσπου να ολοκληρωθεί και να κυκλοφορήσει σε δίσκο.

    Οι ενδοιασμοί του ίδιου κατ΄αρχάς, για την ενορχήστρωση του έργου, οι αντιδράσεις της δισκογραφικής εταιρείας «Κολούμπια» για το κόστος της ηχογράφησης, που θα ήταν υπέρογκο όπως την είχε εμπνευστεί ο συνθέτης, η αναζήτηση του κύριου ερμηνευτή, καθώς ο Στέλιος Καζαντζίδης είχε αρνηθεί την πρόταση για τον «ρόλο» του ψάλτη ήταν μερικές από τις αιτίες.

    Αλλά κι όταν κυκλοφόρησε τελικά το δείγμα του δίσκου και πέρασε από την «κρίση» της κλειστής ομάδας των φίλων του Ελύτη μόνον αρνητικά σχόλια είχε συγκεντρώσει.

    Μίκης Θεοδωράκης

    Κάτι ωστόσο, που είχε συναντήσει και ίδιος ο Ελύτης με την έκδοση του «Άξιον Εστί» το 1960.

    «Θα έπρεπε να κρατώ ημερολόγιο για να βλέπανε κάποτε οι άνθρωποι -αν τα πράγματα αλλάξουν- τι τραβούσε ένας ποιητής το 1960, όταν έβγαζε κάτι που δεν έμοιαζε με τα άλλα, σε τι ηλιθιότητες ήταν υποχρεωμένος να προσκρούσει!», είχε γράψει σε επιστολή του στον Νάνο Βαλαωρίτη την ίδια χρονιά.

    Αντιδράσεις όμως από τον Τύπο αλλά και διάφορους «αρμόδιους» υπήρξαν και για τον ερμηνευτή του έργου Γρηγόρη Μπιθικώτση και έτσι η πρόταση για να παρουσιαστεί στο Ηρώδειο στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών το καλοκαίρι του 1964 ναυάγησε.

    Για να εκτελεστεί τελικά για πρώτη φορά τον Οκτώβρη εκείνης της χρονιάς από τη σκηνή του «Ρεξ».

    Με τον Μάνο

    Σχέση βαθιάς φιλίας αλληλοεκτίμησης και θαυμασμού του ενός για τον άλλον συνέδεε τον Μίκη με τον Μάνο.

    Η γνωριμία τους είχε γίνει από το 1945 στα παρασκήνια του θεάτρου Βρετάνια και η σχέση τους κράτησε μια ζωή. Το πρώτο πράγμα που είχαν συμφωνήσει ήταν η μεγάλη τους αγάπη στη συμφωνική μουσική και το δεύτερο, ότι για την χώρα θα έρχονταν μεγάλες συμφορές στο μέλλον…

    Μίκης Θεοδωράκης- Μαρία Φαραντούρη

    Όπως είχε πει ο Μίκης «Η διαφορά μας τότε ήταν, ότι εγώ ήμουν οργανωμένος και γι’ αυτό θα έλεγα φανατισμένος. Δεν ήθελα να δω την πραγματικότητα που μου ανέλυε με την τετράγωνη λογική του ο Μάνος, όμως αυτές οι διαφωνίες μας, αντί να μας απομακρύνουν, μας έφερναν πιο κοντά: Εγώ τον εκτιμούσα ακόμα πιο πολύ, γιατί συμφωνούσα στο βάθος με την ορθότητα και την εντιμότητα της σκέψης του. Εκείνος πάλι έβλεπε, ότι ήμουν πιασμένος στο δόκανο ενός «πρέπει», που με οδηγούσε πέρα από τη λογική […] ΄Όταν βρέθηκα στα 1947 εξόριστος στην Ικαρία, μου έγραψε: ”Εχω τύψεις που εσύ είσαι εκεί κι εγώ έμεινα εδώ”…».

    Όμως, όπως ο ίδιος πίστευε «σε αντίθεση με τις πολεμικές και πολιτικές συγκρούσεις, στην τέχνη, καθώς και σε κάθε δημιουργία, κυριαρχεί η αγάπη, που είναι _σε αντίθεση με την άρνηση_ η θέση».

    Χρειάστηκε ωστόσο μεγάλο ψυχικό σθένος για να αντέξει τα βασανιστήρια, σωματικά και ψυχολογικά, που υπέστη στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Πολλαπλά κατάγματα σε όλο το σώμα από το ξύλο, σπασμένα πλευρά, κατεστραμμένο τον μισό πνεύμονα και προβλήματα στο ένα μάτι.

    Τίποτε από αυτά δεν ξεχάστηκε φυσικά και έγινε έργο. παρ΄ότι πολλοί θέλησαν να το αποσιωπήσουν.

    Μίκης Θεοδωράκης- Γιώργος Νταλάρας- Γιάννης Ρίτσος

    «Μην ξεχνάτε, ότι την εποχή εκείνη δέσποζε η δύναμη του ΄΄σοσιαλιστικού ρεαλισμού΄΄ που τα ήθελε όλα ηρωικά, θετικά, υπεράνθρωπα. ΄Ενας κομμουνιστής δεν μπορούσε να είναι ένας απλός κοινός άνθρωπος… Ακόμα και στη Μακρόνησο έπρεπε να δείχνει την υπεροχή του απέναντι στους βασανιστές με τρόπο σχεδόν… θεατρικό. Μονάχα που η πραγματικότητα δεν ήταν έτσι. Απόδειξη, ότι ελάχιστοι αποφάσισαν να μιλήσουν. Γιατί στη Μακρόνησο υπήρχαν καταστάσεις που πλήγωναν το σώμα σου και άλλες που βούλιαζαν την ψυχή σου. Ειδικά αυτές τις δεύτερες είναι που οι Μακρονησιώτες δεν θέλουν να θυμούνται…».

    Πρώτα η Ελλάδα

    Από την άλλη όμως ο ίδιος ήταν πάντα αισιόδοξος για την πατρίδα του: «Η Ελλάδα σε κάθε περίπτωση συνδέεται με τις ακμαίες της δυνάμεις, που πάντα βρίσκουν τον τρόπο να λειτουργούν και να διαφυλάσσουν το απόσταγμα της ελληνικότητας που έως σήμερα- δόξα τω θεώ- είναι συνεχές και αναλλοίωτο στην πεμπτουσία του», όπως έχει πει.

    Μίκης Θεοδωράκης

    Κι όσο για τον ίδιο, που πριν λίγες ώρες συνάντησε εκεί στα μαρμαρένια αλώνια το Θάνατο για να δώσει μαζί του την τελευταία προδιαγεγραμμένη μάχη, κατέβηκε και πάλι ατρόμητος: «Τον έβλεπα σα μια μονομαχία στην οποία ήθελα να είμαι ισότιμος με τον αντίπαλο απέναντί μου».

    «Κι έγινα τόσο δυνατός σ’ αυτό, ώστε καλώ και σήμερα το Χάρο να έρθει να χορέψουμε μαζί έναν χορό» έχει πει.

    Μίκης Θεοδωράκης

    «΄Ετσι τον είχα φανταστεί κάποτε. Σαν έναν βρακοφόρο Κρητικό λεβέντη, καβάλα σ’ ένα ωραίο λευκό άλογο, που ήρθε να με πάρει, εκτός αν μπορούσα να τού γλυκάνω την καρδιά, εκτός αν του έπαιζα μια μουσική για να χορέψει. Γιατί, βλέπεις, δεν ακούει συχνά μουσική για χορούς. Και τότε κάλεσα τους μουσικούς μου και του παίξαμε τα «Περιβόλια» . Και φαίνεται τον άγγιξε ο δεύτερος στίχος και άρχισε να χορεύει».



    ΣΧΟΛΙΑ