• Πολιτισμός

    Αντώνης Κεφαλάς, η ελληνική ιδιομορφία στις “Πτυχές εκβιομηχάνισης 1945-2010”

    • της Κατερίνας Δαφέρμου

    Αντώνης Κεφαλάς-Οικονομικός αναλυτης, Αρθρογράφος


    Η ελληνική βιομηχανία φυλλορροεί. Στην ενδελεχή μελέτη “Πτυχές εκβιομηχάνισης 1945-2010: Μια ιστορία” (εκδ. Σιδέρη) του Αντώνη Κεφαλά, χαράσσονται ανάγλυφα οι κύριες παράμετροι που έπνιξαν τον βιομηχανικό τομέα στην Ελλάδα αντί να τον ενισχύσουν.

    Ο ευρυμαθής οικονομολόγος φαίνεται να πορεύεται κατά μόνας. Ουδείς άλλος έχει αναδείξει το πολύπτυχο αυτό φαινόμενο που ορίζεται ως ελληνική αποβιομηχάνιση σε τέτοιο βάθος και έκταση.

    Αλλά η ιστορική αυτή αναδρομή δεν καθηλώνει τόσο για το εύρος των πληροφοριών με τις οποίες συνθέτει το ψηφιδωτό της «ισχυρής» Ελλάδας, έτσι όπως επηρέασε ή όχι τον ρου της Ιστορίας.

    Ενδιαφέρει κυρίως για τη νεωτερική ματιά και θεωρητική θέση από την οποία μοιάζει να εκπορεύεται απαρασάλευτα ο Αντώνης Κεφαλάς.

    Αντί να επιχειρηματολογεί υπέρ ενός άναρχου laissez faire, εκείνος μάλλον μοιάζει να διερευνά τις αιτίες του χαμένου παραδείσου.

    Την απώλεια μίας δημιουργικής συνέργειας ανάμεσα στο βιομηχανικό κράτος και την πολιτεία.

    Τυπικό παράδειγμα οι ΗΠΑ με το γνωστό industrial policy.

    Η κυβέρνηση δεν σηκώνει τα χέρια ψηλά, συνεργάζεται και εποπτεύει.

    Στην Ελλάδα δεν ωρίμασε ποτέ ανάλογη κεντρική κουλτούρα (central planning).

    Στην παρουσίαση του βιβλίου

    Ελληνική ιδιαιτερότητα μακροσκοπικά και μικροσκοπικά

    «Η βιομηχανία ποτέ δεν αρνήθηκε ότι το κράτος έχει έναν σημαντικό ρόλο να διαδραματίσει και ποτέ δεν απέρριψε τη συνεργασία με το κράτος», σημειώνει ο Αντώνης Κεφαλάς.

    «Αντίθετα, στην κατεστραμμένη το 1945 Ελλάδα το κράτος όφειλε να έχει ρόλο. Το ερώτημα για τη βιομηχανία ήταν ποια μορφή παίρνει η κρατική παρέμβαση και με ποιον σκοπό;»

    Υπάρχει άραγε ελληνική ιδιαιτερότητα;

    Στο κατώφλι της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης με τον Έλον Τασκ να προμηνύει αποίκηση στον Άρη και ελαχιστοποίηση του κόστους τοποθέτησης δορυφόρων σε τροχιά, το ερώτημα αποδεικνύεται καίριο.

    Η ιστορική μελέτη του ξεκινάει με τη μακροσκοπική, θεωρητική τοποθέτησή του.

    Εχθροί, συνεργάτες ή διαπλεκόμενοι; Περισσότερο το πρώτο. Η κρατική μηχανή λειτούργησε διαχρονικά ως χαίνουσα πληγή της εγχώριας βιομηχανίας.

    Ύστερα ακολουθεί η μικροσκοπική βυθομέτρηση:

    Αναλύει δεκαεννιά χαρακτηριστικά παραδείγματα (από την ΑΓΕΤ-Ηρακλής και την MYTILINEOS έως την Πειραϊκή Πατραϊκή και την ΙΖΟΛΑ), που φωτίζουν το κεντρικό του επιχείρημα από διαφορετικές οπτικές γωνίες.

    Έτσι στήνει ένα συναρπαστικό «δράμα» με μπόλικο παρασκήνιο που για πρώτη φορά λειτουργεί ως αφήγημα της Ελλάδας από την πλευρά των αθέατων ηγετών της.

    Άλλες βιομηχανίες εν ζωή και άλλες ως φαντάσματα της ιστορίας συνθέτουν πάντως εν χορώ την εικόνα μιας χώρας που κινήθηκε με ασυνέχειες.

    ‘Όχι με ευελιξία και τις εναλλαγές που περιγράφει ο κλασικός οικονομολόγος Μάικλ Πόρτερ.

    Ο γίγαντας με τα πήλινα πόδια

    Εξ απαλών ονύχων εδραιώνεται η αμοιβαία καχυποψία που θρέφει η ελληνική κοινωνία και οι πολιτικοί της.

    Ένας χοντρός κύριος με πούρο και ύφος εκατό καρδιναλίων.

    Ετσι σκιαγραφεί τον Έλληνα βιομήχανο ο σκιτσογράφος Φωκίωνας Δημητριάδης στην εφημερίδα Αθηναϊκή όπου εργάζεται στα χρόνια της δεκαετίας 1955-1965, αντανακλώντας το λαϊκό θυμικό.

    Μια πρόδηλη καχυποψία απέναντι στους κρατούντες το χρήμα που βρίσκονται δίπλα στα κέντρα εξουσίας επηρεάζοντας τις εξελίξεις ερήμην του λαού.

    Ανάλογα προσεγγίζουν και οι ακαδημαϊκοί την ελληνική βιομηχανία (άλλωστε και εκείνοι προέρχονται από την ίδια κοινωνία).

    Ότι δεν επιτέλεσε έργο συσσώρευσης κεφαλαίου αλλά εστίασε στη δημιουργία προνομιακών σχέσεων με το κράτος ώστε να υψώσει τείχη προστατευτισμού.

    Οι κρατικοί παράγοντες με τη δράση τους επισφραγίζουν αυτό το δυσμενές κλίμα μιας καταδίκης en masse.

    Επί παραδείγματι: Η Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Καραμανλή «επέδειξε τα πλέον ακραία για θεωρητικά φιλελεύθερο κόμμα φαινόμενα κρατισμού».

    Παρέδωσε 119 επιχειρήσεις, οργανισμούς, τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρίες στο ΠΑΣΟΚ, πολλές από τις οποίες είχαν ιδρυθεί ή κρατικοποιηθεί το διάστημα 1975 με 1981.

    Ιστορική η φράση του Γεράσιμου Αρσένη όταν το 1981 απαντά στον ΣΕΒ «γιατί δεν κακαρίζετε αφού δεν κάνετε αβγά;».

    Η πολιτεία δεν υιοθέτησε ποτέ σταθερή θέση, δεν χάραξε ποτέ μακρόπνοη πολιτική. Όπως ίσως επιχειρήθηκε στη γεωργική πολιτική.

    Αλλά ούτε και επιχείρησε ποτέ να εκμεταλλευτεί το βιομηχανικό μπλοκ ως αντίβαρο στις επιμέρους συμπληγάδες που δημιουργούσε η γεωργική οικονομία όπως επιτάσσουν διεθνείς οικονομολόγοι.

    Οι πολιτικοί ενδιαφέρονταν και παρενέβαιναν αποσπασματικά, στο μέτρο που θα τους επέτρεπε να αυξήσουν τη φορολογία και αντιστοίχως να τονώσουν την απασχόληση.

    Οι εργασιακές σχέσεις και το τραπεζικό σύστημα (αναλύονται ξεχωριστά σε δύο αντίστοιχα κεφάλαια), συντείνουν στο σταδιακό μαρασμό της βιομηχανίας από πολύ νωρίς.

    Latecomer

    Η Ελλάδα βαλτώνει εμπλεκόμενη (και πάλι χωρίς προσανατολισμό, ως έρμαιο) στα γεωπολιτικά συμφέροντα και τις εσωτερικές της αγκυλώσεις.

    «Η ευρωπαϊκή βιομηχανική παράδοση (…) δημιουργείται μέσω μιας διαδικασίας συνεχούς αλλαγής 200 ετών. Στην Ελλάδα, στην καλύτερη περίπτωση, αυτή η παράδοση (αν υπήρχε) προέρχεται από διαδικασία 10-20 ετών και επανέρχεται (όσο επανέρχεται) μετά από διάλειμμα σχεδόν δεκαπενταετίας», σημειώνει ο Αντώνης Κεφαλάς.

    «Στον οικονομικό τομέα, η πολιτική αστάθεια (μεταξύ άλλων) δεν επέτρεψε την επιστροφή στην πλήρη ομαλότητα, παρά μόνο, ουσιαστικά, με τη διορατική υποτίμηση που έκανε ο Σπύρος Μαρκεζίνης τον Απρίλιο του 1953».

    Χρυσή εποχή θεωρείται η εικοσαετία 1953-1973 όπου επικρατεί αρμονία στις σχέσεις τους. Η χαμένη δεκαετία, το 1980 με 1990.

    Έκτοτε καταγράφεται το φαινόμενο που συμπυκνώνεται στη φράση «too little, too late», δηλαδή πολύ λίγα, πολύ αργά.

    «Η εκάστοτε κυβέρνηση, χωρίς πρόγραμμα, αντιδρούσε στα επείγοντα και όχι στα σημαντικά. Καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα δεν έχει ανάλογη ιστορία με τόσες αλλαγές  στο προφίλ το τραπεζικού τομέα», διαπιστώνει και ο Κωνσταντίνος Στρογγυλός.

    Συμβάλλει στον τόμο (μεταξύ άλλων) με το κεφάλαιο «Θεσμική ανεπάρκεια, βιομηχανία και τράπεζες».

    Η ιστορία της Intracom αποτελεί τυπικό παράδειγμα πολέμου στην εκβιομηχάνιση.

    Μικροπολιτικές παρεμβάσεις, χρονοβόρες δικαστικές εμπλοκές με αφορμή κατηγορίες που δεν σχηματοποιήθηκαν ποτέ (βλέπε: σκευωρίες), προσωπικές εμπάθειες και έξωθεν απόπειρες χειραγώγησης.

    Ως latecomer  στον τομέα των τηλεπικοινωνιών η Ελλάδα επηρεάστηκε από τις διεθνείς εξελίξεις. Το μοντέλο ανάπτυξης που ακολούθησε η εταιρεία στηρίχθηκε στη συσσώρευση κεφαλαίου με πάγια και τεχνολογία.

    Η ιστορική αναδρομή εδώ χρησιμεύει για τρεις λόγους.

    Ώστε να αποδείξει ότι ο όρος «εθνικός προμηθευτής» του ΟΤΕ άδικα απέκτησε αρνητική χροιά εφόσον τηρήθηκαν διεθνώς αποδεκτά πρότυπα ανάπτυξης.

    Δεύτερον για να αναδείξει την εισαγωγή τεχνολογίας αιχμής.

    Τρίτον για να αναφέρει τις δικαστικές εμπλοκές και τον κρατικό παρεμβατισμό που άδικα ταλάνισε την επιχειρηματική της δράση.

    Ένας αστός συγγραφέας

    Ο Αντώνης Κεφαλάς δεν εμφανίζεται ως απολογητής της ελληνικής βιομηχανίας.

    Το κείμενό του διαπνέεται από το φλεγματικό πνεύμα που ίσως υιοθέτησε ως φοιτητής και μετέπειτα καθηγητής οικονομικών σε επιφανή πανεπιστήμια του Λονδίνου και της Αμερικής.

    Οικοδομεί πυραμιδικά τα επιχειρήματά του με τον ουδέτερο τρόπο του ερευνητή (με πλούσιο πρωτότυπο υλικό, πρωτογενείς πηγές και μαρτυρίες).

    Ιδιότητα που καλλιεργήθηκε περαιτέρω από τη δημοσιογραφική του θητεία σε έντυπα επιρροής.

    Από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο (μέσω του οποίου απέκτησε ευρύτερη φήμη) έως το περιοδικό «Αγορά» όπου διετέλεσε διευθυντής.

    Συνεργάστηκε με το Κέρδος, το Πρώτο Θέμα, την Ημερησία, το Έθνος, το Newsweek ενώ συνεργάστηκε και με το Intelligence Unit του Economist.

    Αναντίρρητα διακρίνεται για την προσωπική παιδεία του. Η ευρύτερη παιδεία υποστηρίζει ότι πρέπει να συνδεθεί άμεσα με την αγορά.

    Απόφοιτος της σχολής Μωραϊτη, μετοίκησε στην Αγγλία για σπουδές όπου απέκτησε και την οικογένειά του.

    Η καταγωγή του από αστική οικογένεια του Ψυχικού, χρησιμεύει ίσως για να απολέσει αυτήν την ιστορική προκατάληψη.

    Από εκεί και πέρα παρατηρεί τα πράγματα με αντικειμενική απόσταση και χειρουργική ακρίβεια.

    Για παράδειγμα, το μοναχικό μονοπάτι της ΤΙΤΑΝ:

    Ταλανίστηκε με την απορρύθμιση των σχέσεων τη δεκαετία του 1980 αλλά την ξεπέρασε.

    Συνέδεσε τον αέναο εκσυγχρονισμό (αποτυπώνοντας δυτικές συνήθειες) με απαρέγκλιτη προστασία του ανθρώπινου δυναμικού της.

    Επιτυγχάνει έτσι τη συνοχή (integration) οικονομικής και κοινωνικής δράσης.

    Παρόμοια κουλτούρα στην 3E, η ελληνική πολυεθνική.

    Η οικογένεια Λεβέντη εισέρχεται στο προσκήνιο το 1981. Εξαγοράζει από την The Coca Cola Company (TCCC) την 3Ε και στην Ελλάδα όπως το είχε επιτύχει στη Νιγηρία και στην Ιρλανδία και έτσι δημιουργείται μια ελληνική περιφερειακή πολυεθνική.

    Είκοσι χρόνια αργότερα με την επωνυμία πλέον Coca Cola Company απλώνεται σε 28 χώρες με 75 εργοστάσια, 30 χιλιάδες εργαζομένους και πωλήσεις της τάξεως των 6,5 δις ευρώ.

    Το 2000 ο Δαυίδ αλλάζει τη μορφή της 3Ε εξαγοράζοντας την Coca Cola Beverages και δημιουργεί την Coca Cola 3E, τον μεγαλύτερο εμφιαλωτή της TCCC στον κόσμο.

    Μέσος όρος ηλικίας 37/38 έτη, μέση διάρκεια παραμονής 9-10 χρόνια.

    Και τώρα τι;

    Ο συγγραφέας συντάσσεται με την άποψη του φιλόσοφου Κωστή Αξελού ότι η Ελλάδα της Επανάστασης του 1821 (ιδιαιτέρως επίκαιρη φέτος), δεν απέκτησε ποτέ «το ενιαίο του λόγου που γονιμοποιεί το γίγνεσθαι».

    Προς επίρρωσιν του βασικού επιχειρήματος της Ντίντρι Μακλόσκι:

    «Οι υλιστικές δυνάμεις δεν μπορούν να εξηγήσουν το πώς και το γιατί της επανάστασης. Το πώς και το γιατί, όμως εξηγούνται με αναφορά στις ιδέες και στις ηθικές αξίες που έδωσαν αξιοπρέπεια στην μπουρζουαζία».

    Εφόσον λοιπόν οι ιδέες μετουσιώνονται σε οικονομικές αποφάσεις και δίνουν ώθηση στην οικονομία (ή την πνίγουν κάτω από τη μπότα τους), «αν υπάρχει ένας τομέας που έχει σχεδόν διαχρονικά αποτελέσει το “κλοτσοσκούφι” της ελληνικής κοινωνίας αυτός είναι η βιομηχανία» παρατηρεί ο συγγραφέας.

    Η Ελλάδα εισχώρησε ετεροχρονισμένα και άτακτα στο άρμα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας. Ύστερα η ελληνική κοινωνία και κατά προέκταση η Πολιτεία, δεν αποφάσισε ποτέ αν θα συμπλεύσει ή όχι με την ελληνική βιομηχανία. Ποτέ δεν απέκτησε βιομηχανική πολιτική για αυτό δεν απέκτησε βιομηχανία. Οι σχέσεις διαρρηγνύονται.

    Έτσι παγιώνονται τα κύρια χαρακτηριστικά της ελληνικής ιδιομορφίας.

    Αν ακολουθήσουμε το μίτο της σκέψης σε αυτήν την μελέτη του Αντώνη Κεφαλά, η Ελλάδα δεν θα προλάβει το τρένο της Ευρώπης.

    Εκείνη στοχεύει ως το 2020 το 20% του ΑΕΠ να προέρχεται από τη Βιομηχανία.

    Στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή η συμμετοχή της βιομηχανίας στο ΑΕΠ βρίσκεται κάτω από το μισό του στόχου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    Συνελόντι ειπείν, στην αυγή της τέταρτης επανάστασης κινδυνεύουμε να υποβιβαστούμε όπως παρατηρεί ο Αξελός «σε φτωχούς συγγενείς που έρχονται να επισκεφτούν οι πλούσιοι συγγενείς για να γευτούν τη χάρη της γραφικής τους ζωής».

     



    ΣΧΟΛΙΑ