• Άρθρα

    Το «μη χείρον βέλτιστον» αποτελεί σαθρή βάση εξουσίας

    Αντώνης Κεφαλάς

    Αντώνης Κεφαλάς


    Αν υπάρχει ένα αποτέλεσμα της δημοσκόπησης της MRB στο οποίο θα όφειλε να επικεντρωθεί η κυβέρνηση είναι ότι το 65% των πολιτών αξιολογεί αρνητικά το έργο της κυβέρνησης.

    Όλα τα υπόλοιπα ήταν σχεδόν απόλυτα αναμενόμενα: το μεγάλο προβάδισμα Μητσοτάκη, ο καταποντισμός του ΣΥΡΙΖΑ όπου ο Κασσελάκης δεν φαίνεται να κάνει καμία διαφορά και, το χειρότερο, η αδυναμία του ΠΑΣΟΚ να καλύψει το κενό που αφήνει η αξιωματική αντιπολίτευση.

    Ουσιαστικά, μία σκληρή ανάγνωση των αποτελεσμάτων καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο κόσμος λειτουργεί στην βάση «το μη χείρον, βέλτιστον». Τι σημαίνει αυτό; Αν μεθαύριο εμφανιστεί ένας νέος Τσίπρας – λαοπλάνος αλλά χωρίς το διαρκές «κατηγορώ» και τα χοντρά ψέματα, ένας ικανός και όχι ερσατζ Κασσελάκης, ένα δυναμικός και όχι εγκλωβισμένος στα προσωπικά Ανδρουλάκης, τότε τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων να μην φέρουν τόσο πολλά χαμόγελα όσο σήμερα στη Ν.Δ.

    Πως ερμηνεύεται, λοιπόν, το αρνητικό 65%; Θεωρητικά τα αίτια είναι πολλά: υπερβολικές προσδοκίες που δεν εκπληρώνονται, ανυπομονησία των πολιτών, αποκήρυξη της αλαζονεία της εξουσίας, ευθύνες για τις φυσικές καταστροφές, αποτυχίες υπουργών, κυβερνητικές αστοχίες, αίσθηση ότι δίνεται μεγαλύτερη προσοχή στα θέματα εξωτερικής πολιτικής παρά στην καθημερινότητα του πολίτη, αίσθημα ανασφάλειας – ο κατάλογος είναι μακρής.

    Δεν είμαι ειδικός στις βαθύτερες αναλύσεις των δημοσκοπικών ευρημάτων. Θα υποστήριζα, όμως, ότι ο πολίτης θέλει να δει αποτελέσματα άμεσα. Είναι σαν να λέγει στην κυβέρνηση «είσαι παντοδύναμη, τι κάθεσαι; Πράξε!»

    Θεωρώ, και το έχω γράψει πολλές φορές, ότι μετά την περιπέτεια της δεκαετίας 2010-2019, ο Έλληνας πολίτης έχει αποκτήσει έναν εκπληκτικό βαθμό ώριμου ρεαλισμού, μια βαθιά αλλά αντικειμενική κριτική διάθεση, μία διάθεση να μην ανέχεται άλλο τις λεκτικές μπούρδες και τα κίβδηλα οράματα που κατά κανόνα του σερβίριζε μέχρι πρόσφατα ο πολιτικός κόσμος.

    Ο Κυριάκος Μητσοτάκης το συνειδητοποίησε—γι’ αυτό κέρδισε τις εκλογές του 2019. Αναπόφευκτα, προς το τέλος της τετραετίας άρχισαν τα παρατράγουδα. Η αντιπολίτευση δεν έπεισε, όμως, και η εντολή ανανεώθηκε –με το παραπάνω μάλιστα.

    Έγκαιρα, ο πρωθυπουργός συνειδητοποίησε το πρόβλημα  του «παραπάνω» και προειδοποίησε για τον κίνδυνο της αλαζονείας και του εφησυχασμού. Η προειδοποίηση έμεινε στον αέρα. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, το κυβερνητικό σχήμα δεν μετουσίωσε τα λόγια σε πράξη .

    Κατά μία έννοια, θα έλεγα ότι η κυβέρνηση έχει χρόνο: και τι πειράζει δηλαδή αν το 65% κρίνει το έργο  της  αρνητικά; Είναι κι αυτό μία άποψη. Πιστεύω, εξάλλου, ότι υπάρχει προοπτική διόρθωσης. Θα διαφωνήσω, όμως, ότι υπάρχει χρόνος. Αυτή η κοινωνία δεν είναι διατεθειμένη να συγχωρήσει καθυστερήσεις, λάθη, αβελτηρίες, όταν αυτή η κυβέρνηση είναι παντοδύναμη.

    Αυτό είναι το μήνυμα του 65% . Η κυβέρνηση μπορεί να το αγνοήσει αλλά με τεράστιο κόστος – για την ίδια και, στο τέλος-τέλος, για το ίδιο το κράτος και την κοινωνία.

    Μπορεί να είναι υπερβολική η κρίση, αλλά θα υποστήριζα πως αν η συγκεκριμένη κυβέρνηση  που λειτουργεί μέσα στο συγκεκριμένο και σχεδόν πρωτόγνωρο για την Ελλάδα πολιτικό σκηνικό, δεν δώσει μέσα στους επόμενους έξη μήνες δείγματα γραφής ανάλογα με αυτά που έδωσε όταν ξέσπασε η πανδημία του κορονοϊού, τότε θα μπει στην αρχή ενός ολισθηρού κατήφορου από τον οποίο δύσκολα θα ξεφύγει.

    Διαβάστε επίσης

    Γιατί δεν υπάρχει βιώσιμο οικονομικό μέλλον χωρίς αύξηση της παραγωγικότητας



    ΣΧΟΛΙΑ