• Άρθρα

    Πού θα κριθούν κυβερνήσεις και επιχειρήσεις

    Στην κρίση, ηγεσία σημαίνει φυγή προς τα εμπρόςσύγκρουση ΕΚΤ- Επιτροπής και ΕΜΣ;

    Αντώνης Κεφαλάς-Αρθρογράφος


    Μόλις προχθές το τέρας της σκληρής δημοσιονομικής πειθαρχίας σήκωσε το κεφάλι του. Ενώ η πανδημία εξακολουθεί να θερίζει ζωές και να υπονομεύει κοινωνικές δομές και οικονομίες, ο νυν πρόεδρος της Γερμανικής Βουλής και πρώην παντοδύναμος υπουργός οικονομικών Wolfgang Schäuble με έμφαση τάχθηκε υπέρ της της επιστροφής στους αυστηρούς κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας που είχε επιβάλλει στην Ευρώπη η Γερμανική έκδοση του νεοφιλελευθερισμού.

    Το γεγονός ήταν αναμενόμενο. Από τα τέλη του 1980 είχε αρχίσει να απλώνεται στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ μία μορφή πνευματικής δικτατορίας. Ενώ μέχρι τότε το θέμα της ανισότητας αποτελούσε κεντρικό σημείο αναφοράς στις κυβερνητικές πολιτικές, στα 30 χρόνια που ακολούθησαν οι όροι «αναδιανομή εισοδήματος», «έλεγχος αγορών», «αύξηση δημόσιων δαπανών» έγιναν περίπου ταμπού.

    Το αποτέλεσμα ήταν ότι ατόνησαν τα ίδια τα εργαλεία που είχαν χρησιμοποιηθεί στην περίοδο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο για την καταπολέμηση της ανισότητας. Η ταχύτητα με την οποία εγκαταλείφθηκαν οι ιδέες και νόρμες προηγούμενων δεκαετιών, η ισχύς της νέας δοξασίας και η γεωγραφική διείσδυσή της, οφείλουν κάποια στιγμή να αναλυθούν ως ένα παράδοξο κοινωνικό και οικονομικό φαινόμενο.

    Όπως παρατηρεί στο βιβλίο της Regimes of Inequality η καθηγήτρια του πανεπιστημίου της Pennsylvania, Julia Lynch, το παράδοξο εστιάζεται στο γεγονός ότι ενώ στην πλειοψηφία τους οι κοινωνίες συμφωνούσαν πως οι ανισότητες όφειλαν να αντιμετωπιστούν, οι πολιτικοί δεν συμβάδισαν.

    Μία εξήγηση είναι πως η δομή της οικονομίας, με τις υψηλές αποδόσεις που επιφυλάσσει στο κεφάλαιο, αποτελεί εμπόδιο. Μία άλλη είναι ότι ακόμη και οι κεντροαριστεροί πολιτικοί φοβούνται την αντίδραση της μεσαίας τάξης – κάτι που μπορεί να επιβεβαιώσει ο ΣΥΡΙΖΑ, με τις πράξεις του στην περίοδο της διακυβέρνησης του και με τα ενοχικά του λόγια αφού έχασε τις εκλογές.

    Αυτές οι ερμηνείες δεν δικαιολογούν την ισχύ του πνευματικού μονοπωλίου που επικράτησε. Άλλαξε ακόμη και ο πολιτικός λόγος. Η δεξιά μιλούσε έμμεσα για την ανισότητα με τον όρο «επενδύσεις που έχουν κοινωνική επίπτωση» και ο επιχειρηματικός κόσμος εφησύχασε την συνείδηση του ασπάζοντάς τον με θέρμη. Η αριστερά καλύφθηκε πολεμώντας τις ιδιωτικοποιήσεις.

    Για την ταμπακέρα δεν μιλούσε κανείς.

    Η πανδημία έφερε το θέμα στο προσκήνιο –και δύσκολα θα αποχωρήσει πλέον. Με την επίθεση κατά του μονεταρισμού ήρθε και η απελευθέρωση του όρου ανισότητα. Οι ανισότητες – φύλου, φυλής, εισοδήματος, εκπαίδευσης, υγείας – αποτελούν πλέον και θα αποτελούν στο μέλλον κεντρικό θέμα της πολιτικής, της οικονομίας και της κοινωνίας.

    Στην Ελλάδα, το πρόβλημα είχε συγκαλυφθεί από την κοινωνική κινητικότητα που έφερε το ΠΑΣΟΚ σε συνδυασμό με την ελλειμματική δημοσιονομική διαχείριση της περιόδου 1980-2010 – με μοναδική εξαίρεση την τριετία 1990-1993.

    Η κρίση του 2010 και η χαμένη δεκαετία που ακολούθησε ανέδειξε τα σαθρά θεμέλια πάνω στα οποία είχε οικοδομηθεί η ελληνική έκδοση της ισότητας. Σήμερα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει μπροστά της μία οικονομικά διχασμένη κοινωνία –με την  πανδημία να ενισχύει τις ανισότητες. Στην χώρα μας, ένα μέρος της οικονομίας λειτουργεί με τις νόρμες του νεοφιλελευθερισμού, εντείνοντας έτσι την κατά παράδοση ελληνική ανισότητα.

    Αντίθετα με τις ΗΠΑ και αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, η ανισότητα στην Ελλάδα «ενοχλεί» κυρίως με αναφορά στο εισόδημα και στην υγεία. Στους δύο αυτούς τομείς θα κριθεί τελικά τόσο η κυβέρνηση όσο και ο επιχειρηματικός κόσμος. Διότι, το πρόβλημα δεν μπορεί να το αντιμετωπίσει μόνο του το κράτος. Και οι φιλανθρωπίες, αν και καλοδεχούμενες, δεν αντικαθιστούν μία συγκροτημένη πολιτική συνεργασίας του ιδιωτικού με τον δημόσιο τομέα που θα αποβλέπει στην μείωση των συγκεκριμένων ανισοτήτων.

    Η χώρα μας οφείλει να πρωτοστατήσει στην μάχη κατά της επιστροφής στους δημοσιονομικούς κανόνες που ίσχυαν πριν την πανδημία. Να πιέσει να μην προσμετράται ο Προϋπολογισμός Δημοσίων Επενδύσεων στο χρέος. Και να δημιουργήσει σε συνεργασία με επαγγελματικούς και εργοδοτικούς φορείς νέο πλαίσιο εταιρικής κοινωνικής ευθύνης, που να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες προκλήσεις—όχι φερετζέ κάλυψης της αποποίησης ευθύνης.

    Οι πλούσιες δημοκρατίες της Δύσης αντιμετωπίζουν τον κοινό εχθρό της ανισότητας. Από την ανταπόκριση τους θα κριθεί η κοινωνική συνοχή τους, η πολιτική τους σταθερότητα, το οικονομικό ήθος τους. Η χώρα μας δεν αποτελεί εξαίρεση. Η σημερινή κυβέρνηση εκεί τελικά θα κριθεί. Μαζί της και ο επιχειρηματικός κόσμος.



    ΣΧΟΛΙΑ