• Άρθρα

    Ο Keynes, οι ραντιέρηδες, τα εργοστάσια σοκολάτας και η κρίση του COVID-19

    • Του Mark Hornshaw
    John Maynard Keynes Τζων Μέυναρντ Κέυνς

    John Maynard Keynes (1883–1946) (Τζων Μέυναρντ Κέυνς)


    “Θα είναι εξάλλου ένα μεγάλο πλεονέκτημα για την τάξη πραγμάτων που υποστηρίζω το γεγονός ότι η ευθανασία του ρεντιέρη, ή του επενδυτή χωρίς λειτουργία, δεν θα συμβεί ξαφνικά, αλλά θα είναι απλώς μια σταδιακή μακροχρόνια συνέχιση όσων είδαμε πρόσφατα στη Μεγάλη Βρετανία και δεν θα χρειαστεί γι’ αυτό επανάσταση”.

    Αυτά είναι τα λόγια του Τζων Μέυναρντ Κέυνς στη Γενική του Θεωρία του 1936. Αυτό που η Βρετανία είχε “πρόσφατα δει” εκείνη την εποχή ήταν η Μεγάλη Ύφεση.

    Ο Κέυνς χρησιμοποιεί τη γαλλική λέξη rentier ως υποτιμητικό χαρακτηρισμό για εκείνο το πρόσωπο που ο Χένρι Χάζλιτ περιγράφει ως “τον απαίσιο εκείνον τύπο που εξοικονομεί λίγα χρήματα και τα τοποθετεί σε μια αποταμιευτική τράπεζα, ή αγοράζει ένα ομόλογο της United States Steel”. To έργο του Χάζλιτ The Failure of the New Economics είναι η καλύτερη πηγή μπορείτε να βρείτε αν θέλετε πραγματικά να κατανοήσετε τον Κέυνς.

    Ενώ ο Κέυνς δανείζεται από τα γαλλικά όπου τον εξυπηρετεί, υπάρχει μια άλλη γαλλική λέξη που δεν θα βρείτε στη “Γενική” του Θεωρία: την entrepreneur (επιχειρηματίας). Ο Κέυνς αντιλαμβάνεται τη λέξη αυτή με όρους σωρευτικών μικρομεγεθών. Στο μοντέλο του, το “κεφάλαιο” είναι ομογενές και το “ποσό” στο οποίο υπάρχει την εκάστοτε στιγμή θεωρείται δεδομένο. Και το ίδιο ισχύει και για την “εργασία”.

    Στο κεϋνσιανό μοντέλο δεν υπάρχει κάποια διαδικασία μέσα στον χρόνο για τον υπολογισμό, την επιλογή και την παραγωγή των συγκεκριμένων μορφών του κεφαλαιακού εξοπλισμού που επιτρέπουν την παραγωγή συγκεκριμένων αγαθών και υπηρεσιών που εξυπηρετούν τους καταναλωτές. Αν δεν υπάρχει ποικιλομορφία στα κεφαλαιακά αγαθά, δομή παραγωγής, προσανατολισμός για το μέλλον και επιλογή, τότε δεν υπάρχει και ανάγκη για επιχειρηματίες.

    Έτσι, όταν ο Κέυνς βλέπει ανθρώπους στον πραγματικό κόσμο που δεν έχουν κάποιον ρόλο στο φαντασιακό του μοντέλο (όπως τους επιχειρηματίες), τους παρουσιάζει ως άχρηστα βάρη για την κοινωνία και προτείνει πολιτικές που έχουν ως στόχο την εξόντωσή τους (και ως Πρόεδρος της Βρετανικής Εταιρείας Ευγονικής, δεν περιόριζε την εξόντωση των ανεπιθύμητων στην οικονομική μόνο σφαίρα). Ξανά ο Κευνς:

    “Η ευθανασία του ρεντιέρη θα σημάνει την ευθανασία της σωρρευτικής καταπιεστικής ισχύος του καπιταλιστή να εκμεταλλεύεται την σπάνια αξία του κεφαλαίου. Σήμερα ο τόκος δεν επιβραβεύει κάποια γνήσια θυσία περισσότερο απ’ ό,τι η ενοικίαση γης.

    Ο ιδιοκτήτης κεφαλαίου μπορεί να εισπράττει τόκους επειδή το κεφάλαιο είναι σπάνιο, όπως ακριβώς ο ιδιοκτήτης γης μπορεί να εισπράξει ενοίκια επειδή η γη είναι σπάνια. Ενώ όμως μπορεί να υπάρχουν εγγενείς λόγους για τη σπανιότητα της γης, δεν υπάρχουν εγγενείς λόγοι για την σπανιότητα του κεφαλαίου…”

    Ο κεφαλαιακός εξοπλισμός συνεπάγεται την παραγωγή αγαθών – εργοστασίων, αεροπλάνων, φορτηγών, υπολογιστών, κατσαβιδιών, μηχανών εσπρέσσο και ούτω καθεξής. Μερικές φορές, η λέξη κεφάλαιο χρησιμοποιείται κατά τρόπο ώστε να περιλαμβάνει και το χρήμα που υπάρχει έτοιμο προς την αγορά παραγωγικών αγαθών.

    Αν πάρουμε τη δεύτερη, ευρύτερη έννοια, το κεφάλαιο φαίνεται να είναι μη σπάνιο, καθώς το παραστατικό χρήμα μπορεί να επεκταθεί από τους κεντρικούς τραπεζίτες κατά βούληση. Όμως τα πραγματικά απτά κεφαλαιακά αγαθά που απαιτούνται για την παραγωγή των πραγματικών καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών προφανώς είναι σπάνια. Και δεν μπορεί κανείς να τα παραγάγει αυτά αυτομάτως πατώντας ένα κουμπί. Και το είδος των κεφαλαιακών αγαθών που έχουμε στη διάθεσή μας έχει σαφώς σημασία – θα προτιμούσατε ένα εργοστάσιο κατασκευής γραφομηχανών ή μικροτσίπ;

    Αφού επιλέξετε το είδος των κεφαλαιακών αγαθών που προτιμάτε, απαιτείται στη συνέχεια μια διαδικασία μέσα στο χρόνο. Κατά τον χρόνο που θα αφιερώσετε για την παραγωγή αυτών των κεφαλαιακών αγαθών, απαιτείται κάποια θυσία – θα πρέπει να θυσιάσετε την ικανότητά σας να καταναλώσετε στο παρόν, προκειμένου να επικεντρωθείτε στην παραγωγή των μηχανών που με τη σειρά τους θα παράγουν στο μακρινό μέλλον καταναλωτικά προϊόντα.

    Σκεφτείτε τον Ροβινσώνα Κρούσο ναυαγό σε κάποιο νησί. Μπορεί να ονειρεύεται να κατασκευάσει ένα φρούριο, ένα κανό, ένα δίχτυ, ένα χωράφι με στάρι και πολλά άλλα μακροχρόνια εγχειρήματα – κεφαλαιακά εγχειρήματα. Πριν μπορέσει να ξεκινήσει αυτά τα εγχειρήματα θα πρέπει πρώτα να κατασκευάσει ένα τσεκούρι, ένα φτυάρι και ούτω καθεξής σε μια μακρά σειρά παραγωγής. Αυτά όμως τα μακροπρόθεσμα εγχειρήματα απαιτούν χρόνο, και αυτός πεινά, διψά και κρυώνει καθώς και είναι έκθετος στα στοιχεία αυτή την στιγμή. Κάθε προσπάθεια που κατευθύνεται προς αυτούς τους μακροπρόθεσμους στόχους γίνεται εις βάρος προσπαθειών να ικανοποιήσει τις άμεσες καταναλωτικές του ανάγκες. Σε αντίθεση προς τον ισχυρισμό του Κέυνς, το κεφάλαιο είναι γνησίως σπάνιο, και όντως απαιτεί γνήσιες θυσίες.

    Σε μια πιο περίπλοκη κοινωνία όπως η δική μας, μπορούμε να επωφελούμαστε από τον καταμερισμό της εργασίας. Αυτό δεν μας απαλλάσσει από την σπανιότητα των κεφαλαιακών αγαθών ή την ανάγκη να θυσιάζουμε τη σημερινή κατανάλωση προκειμένου να τα παραγάγουμε. Σημαίνει όμως ότι κάποιοι άνθρωποι μπορούν οικειοθελώς να επωμιστούν αυτή τη θυσία, επιτρέποντας σε άλλους να την αποφύγουν.

    Οι περισσότεροι εργαζόμενοι θέλουν να πληρώνονται αμέσως, πριν τα τελικά προϊόντα είναι έτοιμα προς πώληση και ανεξάρτητα από το αν αυτά εντέλει θα πωληθούν με κέρδος. Αντίθετα, οι επιχειρηματίες είναι άνθρωποι που έχουν αποταμιεύσει πόρους τους οποίους είναι πρόθυμοι να μην καταναλώσουν, αλλά να τους χρησιμοποιήσουν για να πληρώσουν εργαζόμενους με την ελπίδα μελλοντικών κερδών. Αυτή η διαρρύθμιση επωφελεί και τα δύο μέρη αναλόγως των προτιμήσεών τους. Όπως επεσήμανε ο Τζων Στούαρτ Μιλλ το 1848:

    “Κάποιος που αγοράζει αγαθά και τα καταναλώνει ο ίδιος, δεν ωφελεί τις εργατικές τάξης. Μόνο με όσα δεν καταναλώνει και τα δαπανά σε άμεσες πληρωμές σε εργαζόμενους σε ανταλλαγή για την εργασία τους ωφελεί τις εργατικές τάξεις και προσθέτει κάτι στο ποσό της εργασίας τους”.

    Οι επιχειρηματίες επωμίζονται την αβεβαιότητα της αγοράς έχοντας εμπιστοσύνη στην προορατικότητά τους και κατευθύνουν πόρους σε συγκεκριμένες δραστηριότητες για τις οποίες αναμένουν ζήτηση.

    Τι σημαίνει όμως αν κάποιος έχει αυτή την επιχειρηματική προορατικότητα αλλά όχι πόρους που έχουν αποταμιευθεί; Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο υπάρχει ο τόκος.

    Ο τόκος επιτρέπει σε ένα άτομο να κάνει την αποταμίευση και σε κάποιο άλλο να έχει πρόσβαση σε αυτά τα αποταμιευμένα ποσά ώστε να τα επενδύσει σε επικερδείς επιχειρηματικές δράσεις. Το επιτόκιο, όταν δεν χειραγωγείται από κεντρικούς τραπεζίτες, είναι ο τρόπος που διαθέτει η κοινωνία να τιμολογεί τη θυσία της αναμονής.

    Όπως εξηγεί ο Μίζες στο Human Action, αυτό το “αρχικό επιτόκιο” ποτέ δεν μπορεί να εξαλειφθεί. Ένα αρχικό επιτόκιο της τάξης του μηδέν σημαίνει ότι οι άνθρωποι είναι εξίσου πρόθυμοι να πληρωθούν τώρα ή σε ένα εκατομμύριο χρόνια. Εφόσον όμως όλοι μας είμαστε όντα με χρονικούς περιορισμούς, αυτή η κατάσταση είναι αδιανόητη στον κόσμο μας.

    Τι σημαίνει λοιπόν όταν ένας κεντρικός τραπεζίτης λέει πως “μειώνουμε τα επιτόκια στο μηδέν”; Ο κεντρικός τραπεζίτης δεν διαθέτει κάποιον μαγικό μοχλό ώστε να κάνει ουδέτες τις αξιολογήσεις των ανθρώπων ως προς τη σημερινή ικανοποίηση έναντι της ικανοποίησης στο μέλλον.

    Μπορεί όμως να χειραγωγήσει τεχνητώς τα επιτόκια στην αγορά όντας έτοιμος να σπρώξει το απαιτούμενο επιπρόσθετο χρήμα και πίστωση στην “οικονομία” (διά των ευνοούμενών του φυσικά) ώστε να ικανοποιηθεί η ζήτηση για δανεισμό στο εκάστοτε επιτόκιο. Εφόσον μπορεί να το κάνει αυτό με ποσά που δημιουργεί εκείνη την στιγμή, δεν χρειάζεται κάποιο κίνητρο ώστε οι αποταμιευτές να ικανοποιήσουν αυτή τη ζήτηση με χρήματα που έχουν αποταμιεύσει. Οι δανειστές μπορούν να δανείζονται κάτι που κανείς δεν έχει εξοικονομήσει.

    Ο “ρεντιέρης” υφίσταται “ευθανασία”.

    Πού λοιπόν βρίσκεται το πρόβλημα; Το πρόβλημα είναι ότι ο Κρούσος δεν χρειάζεται απλώς μια “αναπαράσταση” του κεφαλαιακού εξοπλισμού, χρειάζεται ένα πραγματικό κανό. Οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να ξεγελάσουν τους ανθρώπους να “δαπανήσουν” σε επενδυτικά σχέδια χωρίς να υπάρχουν πραγματικοί εξοικονομημένοι πόροι, αλλά δεν μπορούν να δημιουργήσουν εκ του μηδενός αυτούς τους πραγματικούς εξοικονομημένους πόρους. Ο Κέυνς το ήξερε αυτό, αλλά αδιαφορούσε:

    “Η ανεργία συμβαίνει, μπορούμε να πούμε, επειδή οι άνθρωποι θέλουν το φεγγάρι. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να απασχοληθούν όταν το αντικείμενο του πόθου (δηλαδή τα χρήματα) είναι κάτι που δεν μπορεί να παραχθεί και η ζήτηση γι’ αυτό δεν μπορεί εύκολα να περιοριστεί. Δεν υπάρχει καμία θεραπεία από το πεισθεί το γενικό κοινό ότι το άγουρο τυρί είναι τό ίδιο πράγμα με το φεγγάρι και να υπάρχει ένα εργοστάσιο άγουρου τυριού (δηλαδή, μια κεντρική τράπεζα) υπό δημόσιο έλεγχο”.

    Η ερμηνεία του Χάζλιτ:

    “Η θεωρία που εκφράζεται σ’ αυτή την παράγραφο είναι ότι το κοινό είναι παράλογο, ότι μπορεί εύκολα να ξεγελαστεί, και ότι σκοπός του κράτους είναι να αποτελεί το βασικό μέρος αυτής της απάτης”.

    Όσο όμως εύπιστους κι αν μας θεωρεί το κράτος και όσο περίτεχνα και αν μας εξαπατά, το άγουρο τυρί του Κέυνς (τα τυπωμένα χρήματα) δεν είναι το ίδιο πράγμα με τους πραγματικούς πόρους που ζητούν οι άνθρωποι και για τους οποίους εργάζονται σκληρά. Η απάτη οδηγεί σε μια τεχνητά προκληθείσα έκρηξη της δαπάνης και το συνεπακόλουθο σκάσιμο της φούσκας, ενώ κατά τη διαδικασία αυτή καταναλώνεται και σπαταλάται το κεφάλαιο.

    Το χρήμα είναι μια αξίωση σε πραγματικούς πόρους. Έτσι η τύπωσή του μεταφέρει ένα μέρος αυτών των αξιώσεων στους παραλήπτες αυτού του νέου χρήματος, εις βάρος εκείνων που εργάστηκαν σκληρά για τη συγκέντρωση αυτών των πόρων. Κατά τα λόγια ενός οξύνοα σχολιαστή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: “δουλεύεις σαν το σκυλί όλο το χρόνο για 30.000 δολάρια, κι έρχεται μετά ένας κεντρικός τραπεζίτης, πατά ένα κουμπί και δημιουργεί 2.000.000.000.000”. Καθένα από αυτά τα δολάρια που δημιουργούνται με ένα κλικ χωρίς θυσία, έχει την ίδια αγοραστική δύναμη με τα δολάρια για τα οποία εσείς εργαστήκατε σκληρά. Γιατί λοιπόν να εργάζεστε σκληρά;

    Ο Λούντβιχ φον Μίζες συνόψισε τον Κέυνς ως εξής:

    “Και τότε, πολύ αργά, ακόμη και οι απλοί άνθρωποι θα ανακαλύψουν ότι ο Κέυνς δεν μας δίδαξε πώς να μεταμορφώνουμε εκ θαύματος τις πέτρες σε ψωμί, αλλά την καθόλου θαυμάσια διαδικασία του να τρώμε τους σπόρους που έχουμε για σπορά”.

    Σε ένα περιβάλλον όπου τα επιτόκια χειραγωγούνται, αντί να εξοικονομούνται και να σωρεύονται πόροι, όλοι θέλουν να βρίσκονται στην πλευρά του παραλήπτη της απλοχεριάς του κράτους και της κεντρικής τράπεζας, να τρώνε τους σπόρους του γείτονα μη τυχόν ο γείτονας τους προλάβει και φάει τους δικούς τους πρώτος.

    Το 2020, ο κόσμος μπήκε σε ένα κλείσιμο της οικονομία που επιβλήθηκε από το κράτος και θα βυθίσει τις επιμέρους οικονομίες σε βαθιά ύφεση. Η κατάσταση αυτή επιδεινώνεται πολύ περισσότερο από τις δεκαετίες της κεϋνσιανής οικονομικής πολιτικής που προηγήθηκαν.

    Αυτή η κρίση στην πλευρά της προσφοράς ήρθε σε μια στιγμή που τα επιτόκια ήδη είχαν με τεχνητό τρόπο οδηγηθεί κοντά στο μηδέν εδώ και μια δεκαετία, ή και παραπάνω σε πολλές χώρες.

    Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, πρέπει να είναι τρελός κάποιος για να θέλει να αποταμιεύσει, και όλοι – νοικοκυριά, επιχειρήσεις και κυβερνήσεις – δανείστηκαν όσο περισσότερο μπορούσαν, όσο η πίστωση ήταν φθηνή και άφθονη.

    Έτσι, ο κόσμος εισήλθε στο κλείσιμο του κορονοϊού χωρίς σχεδόν κανένα φράγμα αποταμιεύσεων, με τις εταιρίες και τους εργαζόμενους να ζουν από μισθό σε μισθό, φορτωμένοι ένα βουνό χρέους.

    Μια τέτοια οικονομία δεν είναι ανθεκτική σε οποιοδήποτε σοκ. Οι χρεοκοπημένες εταιρίες δεν μπορούν να πληρώνουν μισθούς, κι έτσι οι χρεοκοπημένοι ενοικιαστές δεν μπορούν να πληρώσουν το νοίκι, οι χρεοκοπημένοι ιδιοκτήτες δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους, και οι χρεοκοπημένες τράπεζες δεν μπορούν να έχουν ρευστότητα, εκτός αν τις διασώσει το κράτος – αλλά τι θα συμβεί αν χρεοκοπήσει και το κράτος;

    Οι κυβερνήσεις προσπαθούν να διαβεβαιώσουν τους ψηφοφόρους ότι κανείς δεν θα μείνει χωρίς διάσωση. Μην ανησυχείτε, αγαπητοί ψηφοφόροι, ο πόνος θα μεταφερθεί κάπου αλλού και όχι σε σας. Αλλά ποιος είναι αυτός ο άλλος; Δεν έχει μείνει κανείς άλλος να κάνει τη διάσωση. Μπήκαμε στο κλείσιμο του κορονοϊού σε μια οικονομική συνθήκη όπου ο ρεντιέρης ήδη είχε υποστεί ευθανασία και οι σπόροι έχουν ήδη φαγωθεί.

    Το μόνο “ιδιοκτησιακό στοιχείο” που απομένει στην κοινωνία και μπορεί να υποθηκευτεί είναι οι αξιώσεις επί των μελλοντικών φορολογικών εσόδων των κρατών. Αυτές όμως οι αξιώσεις έχουν πωληθεί σε εκατομμύρια μικρά κομματάκια (τα κρατικά ομόλογα) και τα υπερχρεωμένα κράτη τρώγονται να πουλήσουν ακόμη περισσότερα. Ποιος μπορεί να αγοράσει αυτά τα ομόλογα όταν κανείς δεν έχει πια αποταμιεύσεις;

    Το μόνο πράγμα που απομένει είναι η κυβέρνηση να προσποιηθεί ότι αγοράζει τα δικά της ομόλογα τυπώνοντας ολοένα και περισσότερα χρήματα για λογαριασμό της. Αλλά όσο περισσότερο η κυβέρνηση παίρνει αυτό τον φαινομενικά εύκολο δρόμο, τόσο λιγότερα κίνητρα έχουν όλοι οι υπόλοιποι να εργαστούν για τα προς το ζην.

    Αν οι άνθρωποι δεν παράγουν πραγματικά αγαθά και υπηρεσίες για να αγοράσει η κυβέρνηση, τότε το παραστατικό της χρήμα είναι άχρηστο. Όλοι θα έχουν ένα χρυσό εισιτήριο, αλλά δεν θα υπάρχουν εργοστάσια σοκολάτας.

    Αυτός είναι ο κόσμος που ήθελε ο Κέυνς, και αυτόν τον κόσμο μας προσέφεραν αφειδώς οι προστατευόμενοί του κεντρικοί σχεδιαστές. Συγχαρητήρια κ. Κέυνς.

    Ο Mark Hornshaw είναι λέκτορας Οικονομικών, Επιχειρηματικότητας και Διοίκησης Επιχειρήσεων, στο πανεπιστήμιο Notre Dame της Αυστραλίας.

    Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 24 Απριλίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ – Μάρκος Δραγούμης.



    ΣΧΟΛΙΑ