Κάθε καλοκαίρι αρμενίζει στις ελληνικές θάλασσες. Ο ουρανός και τα κύματα και όλα τα μπλε που μπορούν να υπάρξουν στο μεσογειακό φως, είναι τα μόνα που τη νοιάζουν τους θερινούς μήνες. Και παρά το «von» ή «φον» στα ελληνικά, το γερμανικό αριστοκρατικό πρόθεμα που δηλώνει τη παλαιά ευγενική καταγωγή, η Βελγίδα και φημισμένη σχεδιάστρια Νταϊάν φον Φίρστενμπεργκ, κρατά απ’ τη Θεσσαλονίκη και έμαθε να αγαπά και να «σέβεται» όπως λέει, την αλμύρα, τα κύματα, τον ήλιο, τους αιώνιους βράχους της Ελλάδας.

Πολύτροπη, ευέλικτη, πολυμήχανη, επινοητική, επίμονη, χαρισματική, πολυπρόσωπη, αυτή η γυναίκα Οδυσσέας της μόδας, που έφτιαξε τον κόσμο σε γυναικεία μέτρα με το wrap dress της, που μόνο μέσα στη δεκαετία του ’70, πούλησε 5 εκατομμύρια φορέματα, τα καλοκαίρια της βρίσκει την προσωπική της Ιθάκη στην απόλυτη ελευθερία του πελάγους.

1

Φέτος μέχρι αυτήν τη στιγμή την έχουν δει να απολαμβάνει τις αρχοντικές Σπέτσες, την μινιμαλιστική Σίφνο, την ηφαιστειακή Νίσυρο και τη δωρική Κω. Φωτογραφίζει στιγμές, φωτισμούς, σκιές, λεπτομέρειες απ’ τα Δωδεκάνησα, τις Κυκλάδες και τον Αργοσαρωνικό και τις μοιράζεται στο Instagram της, όσο να χαθεί ξανά στην απεραντοσύνη της θάλασσας με το superyacht της, των τριών ιστίων, το Eos, προς τιμήν της «ροδοδάκτυλης» θεάς της αυγής, της Εώς.

Μπάρι Ντίλερ και Νταϊάν Φον Φίρστενμπερ
Μπάρι Ντίλερ και Νταϊάν Φον Φίρστενμπερ

Στα χαρτιά το σκάφος είναι του Μπάρι Ντίλερ, του συζύγου της φον Φίρστενμπεργκ και υπήρξε μέχρι το 2017, το μεγαλύτερο ιστιοφόρο ιδιωτικό σκάφος στον κόσμο, περιλαμβάνοντας πολυτελείς ανέσεις, όπως γυάλινη σκάλα, τζακούζι στο κατάστρωμα, ένα εντυπωσιακών διαστάσεων γλυπτό της Αν Ντουόνγκ, που απεικονίζει την Νταϊάν και 7 καμπίνες για 14 επισκέπτες.

Μπάρι Ντίλερ και Νταϊάν Φον Φίρστενμπερ
Μπάρι Ντίλερ και Νταϊάν Φον Φίρστενμπερ

Μα δεν είναι η πολυτέλεια που κάνει εκείνη να αγαπά αυτό το σκάφος, ούτε το ότι αποτελεί status αναφοράς για μια ελίτ, που θεωρεί δεδομένα τα υλικά της απoκτήματα. Είναι η ελευθερία και η απατηλή βεβαιότητα της αρχής του ταξιδιού, πως αυτό το καλοκαίρι θα διαρκέσει πιο πολύ απ’ όλα τα άλλα…

Μεγαλώνοντας στη σκιά του Ολοκαυτώματος, αλλά και στα καλύτερα ιδιωτικά σχολεία

Πριν γίνει η Φον Φίρστενμπεργκ, ήταν η Νταϊάν Σιμόν Μισέλ Χάλφιν, γεννημένη το 1946 στο Βέλγιο. Ο πατέρας της, ο Λεόν Χάλφιν, ήταν Εβραίος από τη Μολδαβία και απ’ αυτούς που κατάφεραν και επέζησαν απ’ το Ολοκαύτωμα. Η μητέρα της, η Λίλυ Ναχμίας, ήταν επίσης Εβραία, από τη Θεσσαλονίκη, οργανώθηκε στη βελγική αντίσταση, την συνέλαβαν, την βασάνισαν την φυλάκισαν στο Άουσβιτς και στο Ράβενσμπρικ.

Η μητέρα της, Λίλυ Ναχμίας
Η μητέρα της, Λίλυ Ναχμίας

Απελευθερώθηκε, ζυγίζοντας, μόλις 29 κιλά, 18 μήνες πριν γεννήσει την Νταϊάν. Μάλιστα στο πρόσφατο ντοκιμαντέρ «Diane von Furstenberg: Woman in Charge», η υπεύθυνη γυναίκα, σα να λέμε, ή ίσως αυτή που έχει τον έλεγχο του 2024, η ίδια αφηγείται τη σωτηρία της μητέρας της από το Ολοκαύτωμα, την αντίσταση στον Ναζισμό, και την επίδραση της Ιστορίας της ίδιας και την θέλησης της μάνας της, στη δική της πορεία.

Στο παλιότερο αυτοβιογραφικό της βιβλίο, The Woman I Wanted to Be ή Η γυναίκα που ήθελα να γίνω, στα δικά μας, αναφέρει πως η μητέρα της ήταν «δύσκολη και απαιτητική», και δεν της επέτρεπε να νιώθει θύμα, αντίθετα την εκπαίδευσε, ώστε να είναι υπεύθυνη και ανεξάρτητη. Ο φόβος για εκείνη δεν ήταν ποτέ πιθανότητα. «Όταν ήμουν μικρό παιδί, η μητέρα μου μου δίδαξε αυτό με αρκετά σκληρό τρόπο» γράφει και συνεχίζει τονίζοντας πως «με έκλεινε στην ντουλάπα και περίμενε μέχρι να σταματήσω να φοβάμαι».

Όπως και να ‘χει και οι δυο γονείς, ήταν αποφασισμένοι, περισσότερο από οτιδήποτε στον κόσμο, επιμονή να της προσφέρουν μόρφωση, ασφάλεια και ελευθερία. Την μεγάλωσαν να μη κατηγορεί τους άλλους, αλλά να εμπιστεύεται μόνο τον εαυτό της και να είναι υπεύθυνη για τη ζωή της. Στα 12 της, την στέλνουν σε οικοτροφείο στην Ελβετία, στο Pensionnat Cuche στη Λωζάνη και λίγο αργότερα, στα 15 της, συνεχίζει τη φοίτησή της, πάντα εσωτερική, όπως άρμοζε στις κόρες των καλών οικογενειών της Ευρώπης, σε σχολείο θηλέων στο Oxfordshire της Αγγλίας.

«Ήμουν πολύ διαφορετική από τις άλλες» γράφει «επειδή είχα μαύρα, σγουρά μαλλιά και όλες οι κοπέλες ήταν ξανθές». Ξεχωρίζει και κάνει τη διαφορά της πλεονέκτημα. Είναι αυτή, που όλοι προσέχουν και εκείνη φροντίζει να μην ξεχνάνε. Εκεί, όπως έχει πει η ίδια, ανακάλυψε τα όρια της προσωπικής της ελευθερίας, την αρμονία γύρω της αλλά και την γυναικεία της φύση. «Ήταν στο Οξφορντσάιρ που ανακάλυψα τη φύση… και επίσης όπου έχασα την παρθενιά μου. Έχω πολλές όμορφες αναμνήσεις», σημειώνει. Τα καλοκαίρια και για τελειοποιήσει και τα Ισπανικά της, την έστελναν εσωτερική και σε σχολείο στην Ισπανία.

Νταϊάν Φον Φίρστενμπεργκ
Νταϊάν Φον Φίρστενμπεργκ

Μεγαλώνοντας εξελίσσονταν σε μια καλλονή που ναι, μεν είχε αποκτήσει ραφινάτους τρόπους, αλλά δεν την ένοιαζαν ως οι τύποι μιας περιφερόμενης πλήξης και μιας προδιαγεγραμμένης πορείας ζωής. Μαθαίνει να διαβάζει και να καταβροχθίζει γυναίκες συγγραφείς. Τη σημαδεύουν βαθιά οι Σιμόν Βέιγ, Σιμόν ντε Μποβουάρ, Γκλόρια Στάινεμ, Ρέιτσελ Μάντοου. Βρίσκει τις ίδιες αξίες που θέλει να ορίσουν την δική της ζωή, όπως ελευθερία, αυτογνωσία, γυναικεία δύναμη και αντίσταση στην κάθε αδικία. Σε συνέντευξή της στο Vanity Fair, ανέφερε ως αγαπημένους της λογοτέχνες και διανοητές τους Μανουέλ Πουίγκ, Γκύντερ Γκρας, Τόμας Μαν, με αγαπημένο της φανταστικό ήρωα τον Δον Κιχώτης και πραγματική της ηρωίδα πάντα τη μητέρα της.

Και να την λοιπόν, ωραία και δυνατή να ετοιμάζεται να κατακτήσει τον κόσμο, έχοντας τελειώσει με τη κανονιστική γνώση και τα σχολεία. «Δεν ήξερα πραγματικά τι ήθελα να κάνω» λέει «αλλά ήξερα, ακριβώς ποια γυναίκα ήθελα να γίνω».

Η καλά δουλεμένη μαθητεία της Νταϊάν

Πίστευε βαθιά, πάντα αυτό που έλεγε ο Κοκτώ πως «οι πολύ έξυπνοι άνθρωποι δεν μιλούν για τον εαυτό τους… τον φτιάχνουν!». Και η Νταϊάν νωρίς στη ζωή της, ξέρει πως δεν θέλει τίποτα προκαθορισμένο και όρια που θα της επιβάλουν άλλοι.

Σπουδάζει, για λίγο, στο Πανεπιστήμιο της στη Μαδρίτης, Ισπανικά και κυρίως ανακαλύπτει νέες κουλτούρες και ανθρώπους. Με στόχο και διάθεση για γνώσεις, θα συνεχίσει στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης, όπου φεύγει απ’ τη φιλολογία και τις γλώσσες και σπουδάζει οικονομικά.

Οι φοιτητές εκείνα τα χρόνια βουτάνε σε πολιτικές θεωρίες, ονειρεύονται μεγάλες αλλαγές στον κόσμο, αμφισβητούν, είναι αντικομφορμιστές, απελευθερωτικά ζωντανοί, ακούνε Ροκ μουσική, κάνουν, συχνά ριζοσπαστικό ακτιβισμό, επιχειρούν εναλλακτικούς τρόπους ζωής, μάχονται το φυλετικό αποκλεισμό, τη σεξουαλική υποτέλεια, τον εθνικισμό.

Η ίδια παρατηρεί τα πάντα, αλλά θα προτιμήσει απ’ την πολιτική, το ένστικτο της, με γνωριμίες, ταξίδια, δοκιμές. Με το πτυχίο των Οικονομικών στις αποσκευές της, η Νταϊάν φτάνει στο Παρίσι των χρωμάτων, της τέχνης, των περιοδικών, των café de flore και των πρώτων επαφών με έναν κόσμο που μιλούσε μόδα όχι σαν πολυτέλεια, αλλά σαν κάτι ζωτικό για την ίδια την ζωή. Εκεί είναι που εργάζεται δίπλα στον Αλμπέρ Κόσκι, έναν επιδραστικό, επαναστατικό μάνατζερ φωτογράφων μόδας.

Ο χώρος των πρακτορείων, οι δοκιμές, τα ραντεβού, τα concept, οι φωτισμοί και οι επαφές με ανθρώπους που βλέπουν το στυλ ως μέσο έκφρασης, της αποκαλύπτουν έναν κόσμο μαγικό, δημιουργικό, πολύχρωμο, όλο ζωντάνια, που δε κοιμάται ποτέ. Έχει τις γλώσσες, τον κοσμοπολιτισμό της, τα οικονομικά, την εμφάνιση και προώθηση της μόδας, μα θέλει να ξέρει, κι άλλα, όσο περισσότερα γίνεται για τα ρούχα και τη βιομηχανία τους.

Μετακομίζει στη βιομηχανική πόλη της μόδας στην Ιταλία, στη Φεράρα, όπου γίνεται μαθήτρια στο εργοστάσιο υφασμάτων του Άντζελο Φερέτι. Οι τεράστιοι προβολείς στα λουσάτα Παρισινά φωτογραφικά πλατό, είναι πίσω της. Τώρα, βουτάει στους χώρους παραγωγής, ανάμεσα σε ραπτομηχανές, δείγματα και υλικά, γνώσεις και συζητήσεις για πλέξεις, κουμπιά, ραφές και βαφές. Κατακτά το τι σημαίνει ύφασμα, όχι ως επιφάνεια, αλλά ως δομή και ως δυνατότητα.

Μαθαίνει την αφή του ζέρσεϊ, τις τεχνικές κοπής, την ελαστικότητα, το πως πέφτει στα σώματα. Αρχίζει να πειραματίζεται με συνδυασμούς υφασμάτων, με σχήματα που έχουν κίνηση, προσαρμόζονται και αναδεικνύουν τα σχήματα των σωμάτων, που όλα είναι όμορφα και όλα πρέπει να ντυθούν ωραία, με τρόπο φυσικό, σχεδόν χωρίς κόπο. Τα κατακτά όλα.

Γιατί δεν ξυπνάς ένα πρωί «αυτοκράτειρα της Ευρωπαϊκής μόδας», γιατί έτυχε. Θέλει κόπο, προσπάθεια, ανησυχία, κούραση, ξενύχτι και στην περίπτωση της Νταϊάν και πολύ μυαλό, που καταλάβαινε πόσο σοβαρή επιχειρηματική δουλειά είναι η μόδα.

Είναι εκεί, στη Φεράρα, που σχεδιάζει το πρώτο προσχέδιο του φορέματος που θα την κάνει παγκοσμίως γνωστή, αγαπημένη των γυναικών και πάρα πολύ πλούσια και δεν είναι άλλο από το wrap dress ή το φόρεμα – φάκελο! Μια ιδέα απλή, σχεδόν αυτονόητη, αλλά ιδιοφυή σε λειτουργικότητα. Μα θα περιμένει, λίγο, ακόμα πριν κατακτήσει τον πλανήτη. Η ωραία μικρή μας, Νταϊάν Σιμόν Μισέλ Χάλφιν, πρέπει πρώτα να ερωτευτεί και να συναντήσει το πεπρωμένο της…

Ο πρίγκιπας και η ωραία Εβραιοπούλα

Μα η ζωή της παίρνει σχήμα, όταν σε αυτήν θα εισβάλει ο πρίγκιπας σε όνομα και χάρη, τίτλο και ζωή, Έγκον φον Φίρστενμπεργκ. Ο ψηλός, μελαχρινός, με ακαδημαϊκή παιδεία και καλλιτεχνική αύρα νέος ήταν μέρος μια εποχής και μιας μικρής κοινωνικής ομάδας, που «εκτιμούσε πάνω από όλα την ευπρέπεια και όπου η φτώχεια ήταν τόσο αηδιαστική που αντιμετωπιζόταν σα να μην υπήρχε», όπως έγραφε η Έντιθ Γουόρτον.

Μόνο που εκείνος, ο γιος της Κλάρα Αγκνιέλι, της κόρης του περιβόητου Εντοάρντο Αγκνιέλι, μέλος της θρυλικής, όχι αριστοκρατικής, αλλά αυτοκινητοβιομηχανικής δυναστείας FIAT στην Ιταλία και του κανονικού πρίγκιπα Τάσελο φον Φίρστενμπεργκ, διέφερε. Ο Έγκον είχε γεννηθεί μέσα σε τίτλους, αλλά έδειχνε σα να του προκαλούσε το γεγονός σαρκαστική ευθυμία.

Ανήκε στην οικογένεια Φίρστενμπεργκ, ένα από τα παλαιότερα ονόματα της γερμανικής αριστοκρατίας, με ιστορία που έφτανε στον Μεσαίωνα, σε εκείνα τα σκοτεινά κάστρα, τις αιμοσταγείς βαρονίες, τις σχεδόν παραμυθένιες παραδόσεις, τα τάχα στοιχειωμένα πολύτιμα κειμήλια και με αναφορές των προγονικών ηρώων σε όλους τους χοντρούς τόμους της δυτικοευρωπαϊκής Ιστορίας.

Έγκον φον Φίρστενμπεργκ και Νταϊάν Φον Φίρστενμπεργκ
Έγκον φον Φίρστενμπεργκ και Νταϊάν Φον Φίρστενμπεργκ

Και αν ο Τζον Κητς γράφει πως οι αριστοκράτες λιώνουν μέσα στην ίδια τη βαριεστημάρα και την αδράνεια, λέγοντας πως είναι εκεί «καθισμένοι τάχα σκεπτικοί, και αργοκυλούν τα ληθαργικά βλέμματά τους», ο Έγκον φον Φίρστενμπεργκ ήταν κάθε τι παρά βαρετός, παραδοσιακός ή νωθρός. Είχε σπουδάσει οικονομικά και κοινωνιολογία, είχε άποψη για την πολιτική και το μέλλον, μιλούσε πολλές γλώσσες, και κυρίως; Είχε μοναδικό και εντελώς προσωπικό στιλ!

Μιλάμε για αυτή την εξεζητημένη εμφάνιση, που δεν απολογείται και που φέρει τη σιγουριά ότι δεν έχει να αποδείξει τίποτα. Αγαπούσε τη μόδα, όχι σαν επιδερμική, ματαιόδοξη αναφορά, αλλά ως ουσιαστική, δομική του πνευματική ελευθερία. Ήταν ο πρώτος άντρας που της είπε πως μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Και το εννοούσε! Η Νταϊάν ήταν 21 ετών, εκείνος 28! Γνωρίστηκαν σε ένα από τα κοσμικά δείπνα της Γενεύης, ένα dîner en ville, όχι ιδιαίτερα επίσημο, ούτε και πολύ ενδιαφέρον, αλλά με εκείνο το κράμα αβρότητας και χαλαρότητας, ελαφριάς διεκπεραίωσης και ευχαρίστησης για την έλλειψη υπερβολικού ζήλου, που συνήθως γεννά αναπάντεχα. Με τη τεράστια επιτυχία της εποχής -και όχι μόνο- «Je t’aime… moi non plus» να αιωρείται στον χώρο, οι δυο τους γοητεύτηκαν, ταίριαξαν, αγαπήθηκαν!

Ένας iconic γάμος και καλεσμένοι τα φαντάσματα του σκοτεινού παρελθόντος

Μέσα σε λίγους μήνες κι ενώ η Νταϊάν ήταν, ήδη, έγκυος παντρεύτηκαν, το 1969, στο Montfort-l’Amaury, κοντά στο Παρίσι, έχοντας καλεσμένη την αφρόκρεμα της υψηλής κοινωνίας, των επιχειρήσεων και των ευρωπαϊκών σαλονιών.

Η δεξίωση είχε 500 προσκεκλημένους και έγινε στο εστιατόριο Auberge de la Moutière του θρυλικού Maxim’s, ενώ τη μουσική είχε αναλάβει η ρωσική μπάντα του περιβόητου night‑club Rasputin.

Το νυφικό εκείνης είχε σχεδιαστεί από τον ίδιο τον Μαρκ Μποάν, τον μακροβιότερο καλλιτεχνικό διευθυντή του οίκου Dior, φημισμένου για τη ραφινάτη, διακριτική κομψότητα που χαρακτήριζε τις δημιουργίες του, αλλά και το ότι έντυσε με χάρη την ευρωπαϊκή αριστοκρατία, πρώτες κυρίες και style icons της εποχής.

Ήταν ένα νυφικό φόρεμα που ακόμη και σήμερα θεωρείται σημείο αναφοράς, iconic για τον διεθνή Τύπο — πολύχρωμο, βαμβακερό, λεπτοκεντημένο, με πολλά στρώματα φούστας σε έντονα χρώματα. Ζωνάρι από πολύχρωμες κορδέλες στη μέση, ένα μεγάλο λευκό καπέλο στολισμένο με φυσικά λουλούδια στο κεφάλι και στα χέρια της μια ανθοδέσμη από κατακίτρινους νάρκισσους.

Μα ο γάμος της Νταϊάν με τον πρίγκιπα Έγκον, είχε μια μεγάλη σκιά, που κουβαλούσε όλο εκείνο το παρελθόν του σκοταδιού του κόσμου.

Ο πατέρας του αριστοκράτη γαμπρού, ο Τάσσιλο φον Φίρστεμπεργκ μποϊκοτάρισε τη γαμήλια γιορτή, εκφράζοντας, ηχηρά, αντιρρήσεις στο ότι η Νταϊάν ήταν Εβραία και μάλιστα, όπως είπε «η πρώτη φορά σε εννέα αιώνες, που στην οικογένεια των Φίρστερμπεργκ υπάρχει Εβραϊκό αίμα»!

Η μητέρα του Έγκον, η Κλάρα, που κάποτε είχε συνδέσει την αριστοκρατία της MittelEuropa και τη βιομηχανική υπερδύναμη της Ιταλίας υπήρξε υποστηρικτική και μάλιστα, η ίδια η Νταϊάν έχει πει σε συνεντεύξεις πως η πεθερά της δεν ασχολήθηκε ποτέ με ζητήματα καταγωγής ή θρησκείας και τη δέχτηκε με σεβασμό. Όσο για την μητέρα της νύφης, την δυνατή Σεφαραδίτισσα από την Θεσσαλονίκη, που επιβίωσε στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, πολύ απλά, δεν έδωσε καμία απολύτως σημασία Τάσσιλο φον Φίρστερμπεργκ, σα να υπήρχε στη θέση του, μπροστά της, ένα κενό από αέρα. Μετά τον γάμο, εγκαταστάθηκε σε νέα γη, ήπειρο και πόλη. Στη Νέα Υόρκη!

Υψώθηκαν, χρυσά παιδιά του Μεγάλου Μήλου, που δε κοιμάται ποτέ, σε ένα μεγάλο διαμέρισμα στην Park Avenue στη κορυφή ενός ουρανοξύστη και έγιναν το νέο It‑couple της πόλης. Η Νταϊάν θυμάται πως «κάθε βράδυ ξεκινούσε με τουλάχιστον τέσσερις‑πέντε προσκλήσεις για cocktail parties, openings, δείπνα, ντισκοτέκ και ήταν συνηθισμένο να κάνουμε πέντε, διαφορετικές εμφανίσεις μέσα σε μια νύχτα».

«Η πιο εμπορική γυναίκα της μόδας μετά την Κοκό Σανέλ» και ένα διαζύγιο εσωτερικών αναμετρήσεων

Λίγους μόλις μήνες μετά τη γέννηση του πρώτου της παιδιού, του Αλεξάντρ Εγκόν, το 1970, η Νταϊάν φον Φίρστενμπεργκ πλέον, έκανε το βήμα που θα άλλαζε τη ζωή της και το γυναικείο ντύσιμο για πάντα. Κατάφερε να εξασφαλίσει μια πολυπόθητη συνάντηση με τη θρυλική Νταϊάνα Βρίλαντ, τότε παντοδύναμη fashion editor της Vogue, η οποία μόλις είδε τα πρώτα σχέδιά της, ενθουσιάστηκε.

Της είπε πως οι δημιουργίες της «θα έδιναν εξουσία στις γυναίκες, χωρίς να τις βαραίνουν» και τόνισε ότι έπρεπε να αρχίσει παραγωγή αμέσως. Με σύσταση της Βρίλαντ, η Νταϊάν παρουσιάζει την πρώτη της συλλογή στο New York Fashion Week του 1970, ενώ παράλληλα ιδρύει την εταιρεία DVF Studio. Η ανταπόκριση είναι παραπάνω από εντυπωσιακή, με τα σχέδιά της, λιτά αλλά ευφυή, μοντέρνα αλλά πρακτικά, να ταιριάζουν στην εποχή που οι γυναίκες διεκδικούσαν δύναμη, ορατότητα, ισότητα. Η ίδια λέει πως «δεν ήθελα απλώς να φτιάχνω ρούχα, αλλά ήθελα να βοηθάω τον κόσμο να δέχεται γυναίκες, που αισθάνονται καλά με τον εαυτό τους».

Στο μεταξύ, και ο Έγκον φον Φίρστενμπεργκ, με δική του κομψότητα και την αίσθηση του πιο εξαντρίκ στυλ δοκίμασε να δραστηριοποιηθεί στον χώρο της μόδας και της διακόσμησης εσωτερικών χώρων. Είχε καλλιτεχνικές τάσεις, έντονη προσωπικότητα και συμμετείχε σε εκδηλώσεις μόδας και κοινωνικά happenings, κυρίως στην Ευρώπη. Ωστόσο, όσο η Νταϊάν εξελισσόταν σε επώνυμο brand, εκείνος επέλεξε να αποσυρθεί από το προσκήνιο και να κρατήσει χαμηλό επαγγελματικό προφίλ, κάτι που, με τον καιρό δημιούργησε ανισορροπίες μέσα στον γάμο. Μετά τον Αλεξάντρ το ζευγάρι απέκτησε και την η Τατιάνα το 1971.

Ήταν μια περίοδος επιτυχίας, έντονων ρυθμών, δημιουργικότητας, αναγνώρισης αλλά και εξουθένωσης.

Νταϊάν Φον Φίρστενμπερ
Νταϊάν Φον Φίρστενμπερ

Η Νταϊάν ταξίδευε, εργαζόταν ακατάπαυστα, έχτιζε μια αυτοκρατορία. Ο Έγκον μάθαινε να ζει στη σκιά της επιτυχίας της και δεν ήταν μαθημένος σε τίποτα λιγότερο από πρωταγωνιστής με το όνομα του πρώτο στους τίτλους. Απομακρύνθηκαν. Εκείνη θα γράψει χρόνια αργότερα, πως «η δύναμή μου μεγάλωνε και ο εγωισμός του τον έκλεινε σε μια προσωπική απομόνωση».

Ήδη, από το 1973 ζουν χωριστά αν και τυπικά παρέμειναν παντρεμένοι, άλλα δέκα χρόνια, ως το 1983. Μα, το 1974 το wrap dress κυκλοφορεί μαζικά και γίνεται παγκόσμιο φαινόμενο με 25.000 φορέματα να πωλούνται την εβδομάδα και πάνω από 1 εκατομμύριο σε πωλήσεις μέχρι το 1976. Η Νταϊάν γίνεται εξώφυλλο στο Newsweek ως «η πιο εμπορική γυναίκα μετά την Coco Chanel».

Έχει πια μετακομίσει, χωρίς τον Έγκον, σε νέο διαμέρισμα στο Μανχάταν και ζούσε ως single working mother, με επιτυχία, έμπνευση, γεμάτη ιδέες και με έναν κόσμο νεανικό και δημιουργικό συγκεντρωμένο γύρω της. Η κατάρρευση του γάμου της, ως προσωπική της αδυναμία, της προκαλούσε σφοδρές εσωτερικές αναμετρήσεις. Για τα δυο του παιδιά, διατήρησαν πάντα μια αξιοσημείωτη σχέση αμοιβαίου σεβασμού και γονεϊκής συνεργασίας και φρόντισαν, όπως λέει η ίδια, «να μείνουν ενωμένοι εκεί που έπρεπε: στα παιδιά μας».

Η αυτοκράτειρα της μόδας

Η Νταϊάν φον Φίρστενμπεργκ δεν υπήρξε ποτέ προβλέψιμη, δεδομένη, ή βολεμένη στα όσα είχε κατακτήσει. Και φυσικά, από όταν μικρό κοριτσάκι κλειδωμένο σε μια ντουλάπα, έμαθε να μη φοβάται. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, όταν η επιτυχία του wrap dress είχε φτάσει στο απόγειο και η εταιρεία της είχε πάρει τεράστιες διαστάσεις, βρέθηκε μπροστά σε σοβαρές αδιέξοδα. Η υπερέκθεση, οι λανθασμένες στρατηγικές και η κούραση από την πίεση της συνεχούς παραγωγής, την οδήγησαν σε ένα πρώτο τέλος.

Το brand της διαλύθηκε, το επιχειρηματικό της πλάνο κατέρρευσε και η ίδια αποσύρθηκε για ένα διάστημα από τη βιομηχανία. Όπως έχει πει αργότερα, «ήμουν ελεύθερη, αλλά για λίγο έχασα τον έλεγχο. Και η ελευθερία χωρίς έλεγχο δεν είναι απελευθέρωση, αλλά χάος». Εκείνη, όμως, δεν ήταν ποτέ γυναίκα που εγκαταλείπει.

Τη δεκαετία του ’90, με άλλη εμπειρία, καθαρό βλέμμα και βαθιά γνώση της αγοράς, αποφάσισε να επιστρέψει. Ανασυγκρότησε την εταιρεία της, την ξεκίνησε από την αρχή και γρήγορα ανέκτησε τη θέση της στο παγκόσμιο στερέωμα της μόδας. Άρχισε να σχεδιάζει καινούριες συλλογές, βασισμένες πάντα στις ίδιες αξίες της, την λειτουργικότητα, τη θηλυκότητα, την κομψότητα και τη γυναικεία δύναμη.

Το brand DVF, το οποίο φέρει τα αρχικά του ονόματός της, έγινε ξανά διεθνής επιτυχία και σύντομα επεκτάθηκε με καταστήματα και συνεργασίες σε περισσότερες από εβδομήντα χώρες! Η διεθνής αναγνώριση ήρθε πάλι πιο ηχηρή από ποτέ.

Η εφημερίδα New York Times την αποκάλεσε «αυτοκράτειρα της μόδας», τίτλος που την ακολουθεί, έως σήμερα. Το περιοδικό Time τη συμπεριέλαβε στη λίστα με τους εκατό πιο επιδραστικούς ανθρώπους στον κόσμο, ενώ το Forbes την ανέδειξε σε μία από τις πιο ισχυρές γυναίκες της εποχής μας. Από το 2006 ως το 2019, υπηρέτησε ως πρόεδρος του Council of Fashion Designers of America, του κορυφαίου θεσμικού φορέα μόδας στις Ηνωμένες Πολιτείες, αναλαμβάνοντας ρόλο ηγετικό αλλά και συμβολικό, αφού είναι το ζωντανό σύμβολο του στυλ και της γυναικείας δύναμης.

Η ίδια έχει δηλώσει, χωρίς έπαρση αλλά με ακρίβεια, πως δεν την ενδιέφερε απλώς να είναι σχεδιάστρια μόδας. Ήθελε να είναι γυναίκα με επιρροή. Να μιλά για τις άλλες γυναίκες, να τις κάνει να αισθάνονται δυνατές, όμορφες, ελεύθερες.

Όπως έχει πει χαρακτηριστικά: «Δεν ενδιαφέρθηκα ποτέ να ντύσω τις γυναίκες για να τις κοιτούν οι άντρες. Τις έντυσα για να κοιτάζουν οι ίδιες τον εαυτό τους στον καθρέφτη και να νιώθουν περήφανες».

Ο δεύτερος γάμος με τον gay μεγιστάνα των ΜΜΕ είναι ένα μεγάλος έρωτας χωρίς κανόνες

Ο δεύτερος γάμος της Νταϊάν φον Φίρστενμπεργκ ήταν ακόμη πιο εντυπωσιακός και σίγουρα πιο ξεχωριστός από τον πρώτο. Το 2001 παντρεύτηκε τον Μπάρι Ντίλερ, έναν από τους ισχυρότερους ανθρώπους στον χώρο των media στην Αμερική.

Έχει υπάρξει ο επικεφαλής των Paramount και 20th Century Fox, ενώ αργότερα ίδρυσε τον ψηφιακό κολοσσό IAC. Γνωρίστηκαν πρώτη φορά τη δεκαετία του ’70, στα χρόνια που εκείνη βρίσκονταν στο αποκορύφωμα της πρώτης και ιλιγγιώδους επιτυχίας της.

 

Αν και τότε η σχέση τους δεν προχώρησε, παρέμειναν φίλοι και επιδίωκαν πάντα να κάνουν συντροφιά, να συναντιούνται, να μοιράζονται απόψεις, έχοντας μια αμοιβαία εκτίμηση που δεν ήταν προφανέστατη. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 επανασυνδέθηκαν. Η Νταϊάν έχει περιγράψει τη σχέση τους ως έναν φάρο που αναβόσβηνε, πάντα, στη ζωή της κι όταν ήρθε η στιγμή απλώς άναψε και φώτισε τη ζωή της για πάντα. Ο γάμος τους έγινε σχεδόν αυθόρμητα, χωρίς επισημότητες, σε ένα δημαρχείο της Νέας Υόρκης.

Η ίδια έκανε την πρόταση γάμου, ως δώρο για τα γενέθλιά του. Δεν έκαναν μαζί παιδιά, αφού η Νταϊάν είχε ήδη, δύο, από τον πρώτο της γάμο και που ο Μπάρι Ντίλερ, θεωρεί οικογένεια του. Η σχέση τους εξελίχθηκε σε μια σταθερή συντροφικότητα, που συνδύαζε αγάπη, θαυμασμό, αυτονομία και κοινό όραμα.

Μα αυτό ο γάμος ξεχώρισε και για έναν άλλο λόγο. Είναι μια σχέση από τις ελάχιστες στο διεθνές προσκήνιο, που συνειδητά και οι δυο αμφισβήτησαν τον παραδοσιακό τύπο της συζυγικής συγκατοίκησης. Ζουν σε ξεχωριστά σπίτια, εκείνη στο Meatpacking District και εκείνος στο Upper East Side, αλλά δηλώνουν ότι είναι πιο κοντά από ποτέ. Αυτή η επιλογή, που για κάποιους μπορεί να μοιάζει με αλλόκοτη απόσταση, για εκείνους υπήρξε μορφή ελευθερίας και συνειδητής δέσμευσης.

Η Νταϊάν έχει πει πως «η απόσταση είναι ό,τι καλύτερο για μια υγιή σχέση», ενώ ο Μπάρι Ντίλερ έχει συμπληρώσει πως «έχουμε χωριστές, δυο, μικρές ζωές, αλλά μία, βαθιά, ολόκληρη, κοινή ζωή. Αυτό δεν σημαίνει λιγότερη αγάπη, μόνο περισσότερη κατανόηση».

Ο Ντίλερ, ενώ ήταν, ήδη, παντρεμένος με τη Νταϊάν, παραδέχτηκε δημόσια, πως ήταν ομοφυλόφιλος. Όταν εκείνη, ρωτήθηκε τι σημαίνει όλο αυτό και πως νιώθει απάντησε πως «δεν παντρεύτηκα τη σεξουαλικότητά του. Παντρεύτηκα τον άνθρωπο. Δεν υπάρχει τίποτα παράδοξο ή παράξενο σ’ αυτό, για μένα». Αυτός ο όρος, «παράδοξη σεξουαλικότητα», χρησιμοποιήθηκε στα media για να περιγράψει το γεγονός ότι ένας άνδρας, που προσδιορίζεται ως gay, έχει επιλέξει συνειδητά έναν ετερόφυλο γάμο, με συναισθηματική και συμβιωτική ουσία.

Οι ίδιοι, δεν ένιωσαν ποτέ ότι χρειάζεται να εξηγήσουν κάτι. Το ότι ζουν διαφορετικά, δεν σημαίνει ότι ζουν λιγότερο αυθεντικά, λένε οι δικοί τους άνθρωποι και η οικογένεια τους. Η σχέση τους, χωρίς ρόλους, χωρίς στερεότυπα, χωρίς υποχρεωτικές συνταγές, έγινε από μόνη της μια ηχηρή δημόσια δήλωση πως η συντροφικότητα, όταν υπάρχει σεβασμός και κοινή πίστη, μπορεί να έχει αμέτρητες εκδοχές και καμία δεν είναι λιγότερο αληθινή από την άλλη.

Γιαγιά, φιλάνθρωπος, εργατική και πάντα ερωτευμένη με την Ελλάδα

Η Νταϊάν φον Φίρστενμπεργκ δεν έκρυψε ποτέ πως δεν την ένοιαξε να γίνει μια θρυλική σχεδιάστρια μόδας, ή δισεκατομμυριούχος, διάσημη και φημισμένη. Θέλησε όμως από όταν συνειδητοποίησε τον εαυτό της, να γίνει εκείνη η γυναίκα που μετατρέπει την προσωπική δύναμη σε εργαλείο αλλαγής για τους άλλους και αφήνει τον κόσμο, λιγάκι καλύτερο από ό,τι τον βρήκε.

Τα τελευταία χρόνια, μέσα από το Ίδρυμα Diller–von Furstenberg Foundation που ίδρυσε με τον σύζυγό της, τον Μπάρι Ντίλερ έχει υποστηρίξει εκατοντάδες δράσεις που αφορούν τα δικαιώματα των γυναικών, την παιδεία, τις τέχνες, την ελευθερία της έκφρασης, αλλά και την ενίσχυση τοπικών κοινοτήτων.

Έχουν σταθεί πίσω από μεγάλες αστικές μεταμορφώσεις, όπως η δημιουργία του πάρκου High Line στη Νέα Υόρκη, μιας πρότυπης πολιτιστικής ανάσας στην καρδιά του Μανχάταν, που φιλοξενεί καθημερινά χιλιάδες επισκέπτες. Κάθε χρόνο, απονέμει το DVF Award σε γυναίκες που έχουν επιδείξει εξαιρετικό θάρρος και προσφορά στους χώρους τους, από ακτιβίστριες μέχρι πρόσφυγες και γιατρίνες σε εμπόλεμες ζώνες.

Είναι πλέον γιαγιά και πολύ περήφανη για τέσσερα εγγόνια, με την σχέση της με το κορίτσι απ’ αυτά, την Ταλίτα να ξεχωρίζει κι ας μην το ομολογεί. Όταν οι γονείς της χώρισαν, η Νταϊάν ανέλαβε πιο ενεργό ρόλο στη ζωή της.

Με τα εγγόνια της
Με τα εγγόνια της

Την πήρε μαζί της στα ταξίδια της, την έφερε σε επαφή με τον κόσμο της μόδας, την πήγε στις Εβδομάδες Μόδας στη Φλωρεντία και στο Παρίσι, της έμαθε τι σημαίνει styling και casting, και κυρίως τη βοήθησε να αισθανθεί το δημιουργικό πνεύμα πίσω από το όνομα DVF.

Η Ταλίτα ακολούθησε σταθερά τα βήματά της και σήμερα είναι συν‑πρόεδρος του οίκου DVF, δραστήρια, δημιουργική και καινοτόμα στην εξέλιξη της εταιρείας. Από μικρή τη φώναζε DVF και εκείνη την αποκαλούσε TVF, με τα αρχικά του δικού της ονόματος, ως μια μικρή προσωπική παράδοση, ένα σύμβολο συνέχειας, οικογενειακής σχέσης και δημιουργικότητας που περνά από γενιά σε γενιά.

Η Νταϊάν φον Φίρστενμπεργκ μιλά, συχνά, για την ευτυχία που έχει από τα παιδιά και τα εγγόνια της, για τη χαρά να τα βλέπει να ζουν με δικά τους πρότυπα, μαθαίνοντας από τον κόσμο χωρίς φόβο. Δεν κρύβει την περηφάνια της για τον γιο και την κόρη της, αλλά κυρίως χαίρεται που, όπως εκείνη, έτσι και οι ίδιοι είναι ελεύθεροι να επιλέξουν τον δικό τους δρόμο.

Η ευτυχία της, ακόμη, την περιμένει τα καλοκαίρια της στη χώρα που έχει «πνευματική συγγένεια» όπως λέει, στην Ελλάδα, στις δυο ώρες κολύμβησης που κάνει κάθε πρωί σε απόμερα κρυστάλλινα νερά, στα απογεύματα που ξαπλώνει στον ήλιο πριν τη δύση με τον Μπάρι της, στα πέλαγα που «βρίσκει το φως και την αρχή της σιωπής. Γιατί αυτή η γυναίκα – Οδυσσέας, όπως είπαμε και στην αρχή, δεν είναι μια γυναίκα που απλά ταξιδεύει, αλλά μια ύπαρξη, που ξέρει να επιστρέφει, ξανά και ξανά, σε ό,τι έχει αξία.

Διαβάστε επίσης:

Νταϊάν φον Φίρστενμπεργκ: Αρραβωνιάστηκε η εγγονή της – Οι ευχές από Ντάσα Ζούκοβα, Μαρία Ολυμπία, Αμαλία Κωστοπούλου

Όλες οι φορές που η Εριέττα Κούρκουλου Λάτση έγινε… talk of the town

Μα ποια είναι η Κάθριν Εμπειρίκου – Λε Φρανκ που θέλει να παντρευτεί ο Φίλιππος Τσαγκρίδης;