Κάθε σύζυγος μπορεί να αξιώσει με το διαζύγιο ποσοστό στην αύξηση της περιουσίας του άλλου.

Όταν ένα ζευγάρι χωρίζει, αναδύονται ποικίλα ζητήματα, από τη διατροφή και την επιμέλεια των τέκνων μέχρι τον χωρισμό της περιουσίας. Υπάρχει, μάλιστα, η αντίληψη ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα σχετίζεται με το πώς θα μοιραστεί η κοινή περιουσία, όπως π.χ. ένα ακίνητο στο οποίο είναι συγκύριοι και οι δύο πρώην σύζυγοι.

1

Ωστόσο, τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο, καθώς ακόμη και η ατομική περιουσία τίθεται επί τάπητος, με τον κάθε σύζυγο να έχει δικαίωμα επί της περιουσίας του άλλου.

Μάλιστα, στην Ελλάδα δεν αναγνωρίζεται ο θεσμός του προγαμιαίου συμβολαίου, οπότε κανείς δεν μπορεί να συμφωνήσει εκ των προτέρων ότι δεν θα έχει τέτοιο δικαίωμα. Με λίγα λόγια, ο μοναδικός τρόπος ο ένας σύζυγος να αποκρούσει το δικαίωμα του άλλου είναι να αποδείξει ότι ο τελευταίος δεν συνέβαλε σε αυτή.

Δικαίωμα στο 1/3 της περιουσίας του συζύγου

Σύμφωνα με το άρθρο 1400 του Αστικού Κώδικα, ο/η σύζυγος δικαιούται το 1/3 της αύξησης της περιουσίας του/της άλλου/ης κατά τη διάρκεια του γάμου (αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα). Όχι, συνεπώς, ολόκληρης της ατομικής του περιουσίας, αλλά της περιουσίας που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου. Αρκεί, λοιπόν, να γίνει σύγκριση της περιουσίας που είχε ο πρώην σύζυγος τη χρονική στιγμή του γάμου με αυτή τη χρονική στιγμή της λύσης του, ώστε να διαπιστωθεί η αύξηση.

Τίθενται, επομένως, δύο προϋποθέσεις για την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα. Η πρώτη είναι η αύξηση της περιουσίας, κάτι που είναι αρκετά εύκολο να αποδειχθεί. Η δεύτερη, που είναι και η πιο αμφιλεγόμενη και επιλύεται στα δικαστήρια, είναι η συμβολή του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου.

Επομένως, αυτός που έχει την αξίωση καλείται να αποδείξει αν και πόσο συνέβαλε σε αυτή την αύξηση κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης. Ο νόμος αναγνωρίζει το δικαίωμα της συμμετοχής στο 1/3 της περιουσίας, όμως το τεκμήριο αυτό είναι μαχητό. Μπορεί να αυξηθεί αν αποδειχθεί μεγαλύτερη συμβολή, ή να μειωθεί αν αποδειχθεί μικρότερη.

Η συμβολή μπορεί να είναι οικονομική (π.χ. εισόδημα, επενδύσεις) αλλά και έμμεση, όπως η φροντίδα του σπιτιού ή η ανατροφή των παιδιών, που επέτρεψαν στον/στην άλλο/η να αναπτύξει επαγγελματική δραστηριότητα.

Για παράδειγμα, αν ο άντρας δούλευε και η γυναίκα όχι, τότε εκείνη μπορεί να αποδείξει ότι η συμβολή της στην αύξηση της περιουσίας του συζύγου της (π.χ. στις αποταμιεύσεις του) είναι μεγαλύτερη από το 1/3, καθώς διαφορετικά ο σύζυγος θα έπρεπε να πληρώνει εξωτερικό άτομο για τη φροντίδα του σπιτιού και των παιδιών.

Πότε δεν αναγνωρίζεται το δικαίωμα

Η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, με βάση τα παραπάνω, δεν γίνεται δεκτή από το δικαστήριο, εφόσον ο ένας σύζυγος αποδείξει ότι ο άλλος δεν συνέβαλλε στην αύξηση της περιουσίας (π.χ. επειδή εργάζονταν και οι δύο με παρόμοιους μισθούς).

Υπάρχει, όμως, και μια άλλη κατηγορία περιπτώσεων, όπου ο νόμος δεν αναγνωρίζει το δικαίωμα αυτό στον σύζυγο. Πρόκειται για τις περιπτώσεις όπου η περιουσία του συζύγου αυξήθηκε από κληρονομιά, δωρεά ή γονική παροχή. Και είναι λογικό, αφού σε τέτοιες χαριστικές δικαιοπραξίες ο άλλος σύζυγος δεν συμβάλλει καθόλου στην απόκτηση αυτής της περιουσίας.

Γιατί είναι άκυρο το προγαμιαίο συμβόλαιο στην Ελλάδα

Αν και ως θεσμός το προγαμιαίο συμβόλαιο αναγνωρίζεται σε πολλές έννομες τάξεις, με πιο εμβληματική αυτή των ΗΠΑ, στη χώρα μας είναι άκυρη ως δικαιοπραξία και εφόσον καταρτιστεί δεν παράγει καμία έννομη συνέπεια.

Αυτό συμβαίνει για δύο λόγους. Αφενός στην Ελλάδα το προγαμιαίο συμβόλαιο δεν έχει την αναγκαιότητα που έχει στις ΗΠΑ, καθώς εδώ δεν αναγνωρίζεται μια γενική αξίωση του ενός συζύγου σε ολόκληρη την περιουσία του άλλου, αλλά μόνο σε αυτή που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου.

Υπάρχει, όμως, και ένα κρισιμότερο σημείο. Το προγαμιαίο συμβόλαιο αντίκειται στο συνολικό οικοδόμημα του ελληνικού δικαίου, στο οποίο δεν επιτρέπεται εκ των προτέρων παραίτηση από ένα δικαίωμα.

Με τον στόχο της αποφυγής άσκησης συναισθηματικής πίεσης από τον έναν σύζυγο, δεν μπορεί εκ των προτέρων ο άλλος να παραιτηθεί από το δικαίωμά του να αξιώσει τη συμμετοχή του στην αύξηση της περιουσίας του πρώτου.

Μπορεί να το κάνει μόνο εκ των υστέρων, μόνο δηλαδή όταν γεννηθεί αυτό το δικαίωμα κατά τη λύση του γάμου. Δεν είναι, μάλιστα, καθόλου σπάνιο σε περιπτώσεις συναινετικών διαζυγίων, στο απαιτούμενο ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ των συζύγων να παραιτούνται αμοιβαία από αυτή την αξίωση, μοιράζοντας την περιουσία όπως εκείνοι κρίνουν σωστό κατόπιν συνεννόησής τους.