Πλέον το Δημόσιο δεν θα έχει δυνατότητα να επιμηκύνει τη δεκαετία της παραγραφής, όπως συνέβαινε παλαιότερα.

Με τους ρυθμούς που επικρατούν στον προσδιορισμό των δικών, δεν αποτελεί έκπληξη εν έτει 2025 να βγαίνει απόφαση που αφορά αναγκαστική εκτέλεση που ξεκίνησε πριν από 25 χρόνια. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για μια σημαντική απόφαση από το Συμβούλιο της Επικρατείας, η οποία πρόκειται να μπλοκάρει πολλές πράξεις εκτέλεσης εκ μέρους του Δημοσίου, καθώς ξεκαθαρίζει ένα καίριο ζήτημα σχετικά με την παραγραφή, μειώνοντας ουσιαστικά το διάστημα που απαιτείται για να επέλθει.

1

Ακυρώθηκε πλειστηριασμός που αφορούσε κατάσχεση του 2000

Τον Ιούνιο του 2000, επισπεύσθηκε αναγκαστική εκτέλεση με κατάσχεση κατά ακινήτου κληρονόμων για χρέος που προερχόταν από εισφορές του θανόντος. Οι οφειλές στο ΙΚΑ ξεπερνούσαν τις τότε 120 εκατομμύρια δραχμές, όμως τελικά η αναγκαστική εκτέλεση για χρόνια δεν προχώρησε και το ακίνητο παρέμεινε κατασχεμένο μεν, χωρίς να γίνει πλειστηριασμός δε.

Με την έναρξη της οικονομικής κρίσης και την προσπάθεια των ταμείων να κλείσουν τρύπες, ο διευθυντής του Δ Τ.Ε.Ε. ΙΚΑ–ΕΤΑΜ επέσπευσε τον Ιούλιο του 2010 πλειστηριασμό για οφειλή που είχε μετατραπεί σε ευρώ και κυμαινόταν περίπου στις 150.000 ευρώ.

Οι κληρονόμοι άσκησαν ανακοπή με βασικότερό τους επιχείρημα ότι η απαίτηση για τις οφειλές στο ΙΚΑ είχε παραγραφεί, καθώς είχε περάσει η δεκαετία που απαιτείται από τον νόμο. Η ανακοπή δεν έγινε δεκτή για αυτόν τον λόγο ούτε σε πρώτο ούτε σε δεύτερο βαθμό, όμως η διαδικασία του πλειστηριασμού καθυστέρησε, καθώς επανακαθορίστηκε η αξία και η τιμή πρώτης προσφοράς του ακινήτου.

Συγκεκριμένα, η αξία του ακινήτου, ενώ αρχικά είχε προσδιοριστεί στα 350.000 ευρώ, τελικά καθορίστηκε στα 900.000 ευρώ, με την τιμή πρώτης προσφοράς να αγγίζει τα 600.000 ευρώ.

Κάπως έτσι, η υπόθεση έφτασε στο ΣτΕ, το οποίο δέχθηκε ότι η παραγραφή είχε επέλθει και άρα ο πλειστηριασμός έπρεπε να ακυρωθεί.

Πότε παραγράφονται οι απαιτήσεις του Δημοσίου

Η παραγραφή των απαιτήσεων του Δημοσίου επέρχεται σε 20 χρόνια με βάση νόμο του 2016, όμως για απαιτήσεις που το 2016 ήταν ήδη παραγεγραμμένες ισχύει το προηγούμενο πλαίσιο, δηλαδή τα 10 χρόνια.

Η παραγραφή, όμως, διακόπτεται αν συμβεί κάποιο γεγονός που μαρτυρά την πρόθεση του Δημοσίου να προβεί σε είσπραξη. Με λίγα λόγια, όταν προχωρά σε κατάσχεση για κάποια απαίτηση, η δεκαετία παύει πλέον να μετράει από τη δημιουργία της απαίτησης και επανεκκινεί.

Το βασικό ερώτημα, βέβαια, το οποίο απασχόλησε τους διαδίκους στην εν λόγω υπόθεση και έχει άμεση επίπτωση στο πώς υπολογίζονται οι προθεσμίες, είναι το χρονικό σημείο από το οποίο επανεκκινεί η δεκαετία.

Το θέμα είναι αν η δεκαετία επανεκκινεί αμέσως με την κατάσχεση ή με το τέλος του οικονομικού έτους στο οποίο αυτή επιβλήθηκε.

Το Πρωτοδικείο και το Εφετείο έκριναν ότι η δεκαετής παραγραφή ξεκινά να μετράει ξανά με το τέλος του οικονομικού έτους (άρα από Δεκέμβριο του 2000), οπότε τον Ιούλιο του 2010 δεν είχε παραγραφεί.

Αντίθετα, το ΣτΕ έκρινε ότι η παραγραφή ξεκινά εκ νέου από την έκδοση της πράξεως, η οποία την διέκοψε (επιβολή κατάσχεσης), και όχι από την λήξη του οικονομικού έτους εντός του οποίου έλαβε χώρα η έκδοση της πράξεως αυτής.

Έτσι, εφόσον η κατάσχεση έγινε τον Ιούνιο του 2000 και ο πλειστηριασμός τον Ιούλιο του 2010, ήταν άκυρος, καθώς είχε περάσει η δεκαετία.

Η απόφαση αυτή θα αποτελέσει κρίσιμη νομολογία για όλους τους πλειστηριασμούς που αφορούν απαιτήσεις, οι οποίες το 2016 είχαν ήδη παραγραφεί και άρα δεν εμπίπτουν στο νέο πλαίσιο της 20ετούς παραγραφής.

Πρακτικά, με τη λογική της Διοίκησης να θεωρεί ότι η παραγραφή ξεκινά με το τέλος του οικονομικού έτους, μπορούσε να επιμηκύνει τη δεκαετία ακόμη και 11 μήνες παραπάνω, κρίσιμο διάστημα όταν αφορά πλειστηριασμούς που κρίνονται για λίγες ημέρες.