• Πολιτισμός

    Τόλης Βοσκόπουλος: Από τη Λαχαναγορά στην κορυφή της δόξας

    Τόλης Βοσκόπουλος: Από τη Λαχαναγορά στην κορυφή της δόξας

    Ο Τόλης Βοσκόπουλος


    Καλοκαίρι του 1967 στο θέατρο Φλορίντα, που ήταν στη θέση του σημερινού ξενοδοχείου Ρark στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, ο Αλέκος Σακελλάριος ανεβάζει μία επιθεώρηση με τίτλο «5 πρόσωπα ζητούν μεροκάματο». Την μουσική γράφει ο Γιώργος Ζαμπέτας που προορίζει το τραγούδι του «Μανούλα μου, μανίτσα μου, θα πάρω τη βαλίτσα μου» για τον Γιάννη Πουλόπουλο. Αυτός όμως αποχωρεί τελευταία στιγμή και στην αναζήτηση του νέου τραγουδιστή ο Αριστείδης Βουτσάς (αδερφός του Κώστα Βουτσά) προτείνει τον νεαρό Τόλη Βοσκόπουλο, που είναι μέλος του θιάσου.

    Η επιτυχία απρόσμενη και τεράστια. Η «Βαλίτσα», στο γνωστό σκωπτικό ύφος του Ζαμπέτα, κάνει θραύση στη σκηνή, οι θεατές ενθουσιάζονται από τον μικρόσωμο τραγουδιστή με την ιδιότυπη φωνή, που σε λίγο θα ξέρει όλη η Ελλάδα, και ο ίδιος θα ζήσει τη βραδιά που ανατέλλει η μεγάλη καριέρα του.

    Ο Γιώργος Ζαμπέτας, βέβαια, είχε εντοπίσει τον νεαρό χρόνια πριν, το 1962, σε μια οντισιόν του Γιώργου Κατσαρού για νέα ταλέντα στην Columbia, αλλά οι τότε διευθυντές της δεν τον είχαν ακούσει. Τώρα όμως, εντυπωσιασμένος καθώς είναι, αποφασίζει να του εμπιστευθεί την περίφημη «Αγωνία», την οποία ο Τόλης Βοσκόπουλος τραγουδά τον επόμενο χρόνο και για όλα τα επόμενα της ζωής του στο πάλκο. Εκείνος και οι χιλιάδες θαυμαστές του, άντρες και γυναίκες, που τον λατρεύουν γιατί μιλάει στην καρδιά τους για μεγάλες αγάπες, έρωτες ανολοκλήρωτους και μεγάλους χωρισμούς. Ό,τι έζησε και ο ίδιος, παθιασμένα ερωτευμένος πάντα με τη «γυναίκα», παρότι συχνά πληγώθηκε και πόνεσε, όπως όλοι.

    Ένα λαϊκό είδωλο ήταν ο Τόλης, που μπήκε σε κάθε σπίτι της Ελλάδας, ανεβαίνοντας στο υψηλότερο βάθρο της καταξίωσης στην δεκαετία του 1980 -ο πιο εμπορικός τραγουδιστής που έχει περάσει από το ελληνικό μουσικό στερέωμα- και παρέμεινε στη συνέχεια, παρά τις διακυμάνσεις και τα προβλήματα της ιδιωτικής του ζωής, ο αδιαφιλονίκητος «πρίγκιπας του ελληνικού τραγουδιού», που στο όνομά του υποκλινόταν όλοι. Δεν ήταν λίγοι άλλωστε αυτοί -ακόμη και σήμερα- που προσπάθησαν να μιμηθούν τη φωνή του, αγνοώντας ότι για να γίνει κανείς Βοσκόπουλος δεν αρκούσε μόνον η φωνή. Γιατί κανείς δεν μπορούσε να τραγουδήσει όπως αυτός «Οι άντρες δεν μιλούν πολύ», «Μα εγώ αγαπώ μία», «Ανεπανάληπτος», «Πριν χαθεί το όνειρο μας», «Μου χρωστάει μια αγάπη η ζωή» και πολλά άλλα. Ήταν γνωστό άλλωστε ότι τον Τόλη Βοσκόπουλο, που έφυγε σήμερα από τη ζωή, λάτρευαν όχι μόνον οι απλοί άνθρωποι των συνοικιών όπου μεγάλωσε, αλλά άτομα και των ανώτερων οικονομικά τάξεων, όπως και πολιτικοί με πρώτο εξ αυτών τον Ανδρέα Παπανδρέου.

    Από τη λαχαναγορά στο θέατρο

    Γιατί το παιδί από την Κοκκινιά, μοναχογιός μιας πολυμελούς οικογένειας μανάβη, τον οποίο ακολουθούσε στη Λαχαναγορά αφού προοριζόταν για διάδοχός του, υπήρξε ένα φαινόμενο στον χώρο του τραγουδιού και ως τέτοιο μπορεί να μνημονεύεται.

    Η ζωή του ήταν εντυπωσιακή όσο και περιπετειώδης. Έζησε μεγάλες στιγμές όσο και σοβαρές δοκιμασίες, αγαπήθηκε και αγάπησε παράφορα, αλλά και απογοητεύθηκε από τον έρωτα, σύρθηκε στα δικαστήρια και δημιούργησε μεγάλα χρέη, τον εκμεταλλεύθηκαν αλλά εκείνος ποτέ. Γιατί πέρα απ’ όλα τ’ άλλα και για όσους τον γνώριζαν, παρέμενε πάντα το ευαίσθητο και συμπονετικό παιδί, που βοηθούσε τους πάντες, διατηρούσε μια σεμνότητα πρωτόγνωρη γι’ αυτόν τον χώρο, αλλά και μία υγιή αφέλεια, παρά τα εξήντα χρόνια που έζησε τη νύχτα

    Από μικρασιατική οικογένεια, γεννημένος το 1940 και μεγαλωμένος μέσα στην Κατοχή κοντά σε έντεκα αδελφές που προηγήθηκαν, γιος του Χαράλαμπου Βοσκόπουλου και της Αικατερίνης Σαράφογλου, ο Τόλης Βοσκόπουλος χρειάστηκε από νεαρός να δώσει τις μάχες του. Όχι πάντως απέναντι στην οικογένειά του, καθώς ο πατέρας του έδειξε από την πρώτη στιγμή κατανόηση στην επιθυμία του γιου του να ασχοληθεί με την τέχνη. Όπως έλεγε ο ίδιος σε συνέντευξή του το 2018 εν όψει της τιμητικής συναυλίας του στο Ηρώδειο «Όταν γεννήθηκα και ο πατέρας μου πέτυχε επιτέλους το πολυπόθητο αγόρι, έτρεξε κι έβγαλε κάρτες και άλλαξε και την ταμπέλα στο μαγαζί που έγινε: Χαράλαμπος Ιωάννου Βοσκόπουλος και Υιός. Ήμουν πάντα μαζί του στη Λαχαναγορά και στα ταξίδια και τις εμπορικές συναλλαγές του. Όμως έβλεπα πως δεν μου πήγαινε αυτή η δουλειά. Από κάτι μπουλούκια που ερχόντουσαν στην Κοκκινιά, με τον Ζαζά, τον Κοκοβιό και άλλους είχα ξελογιαστεί κι ήθελα να ασχοληθώ με το θέατρο. Γύρω στα 15 δεν άντεξα και του το είπα. Περίμενα πως θα με σφάξει. Θεατρίνος ο γιος του Λαχαναγορίτη; Και τότε μου λέει: – Πάμε!  Και χωρίς να ξέρω για πού τραβάμε, με πηγαίνει στο Εθνικό Ωδείο του Καλομοίρη, που είχε και θεατρικό τμήμα. Τότε είναι που πρωτοβγαίνω απ’ την Κοκκινιά και βλέπω την Αθήνα. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Στην επιστροφή, μου λέει: – Για να μην μου παραπονεθείς καμιά φορά ότι ήθελες αυτό να γίνεις κι εγώ σε εμπόδισα. Αυτά μου είπε ο σοφός πρόσφυγας πατέρας μου και τον ευγνωμονώ. Και κάθε φορά που βγαίνω στη σκηνή, ακόμα και σήμερα που πλησιάζω τα 80 μου χρόνια, τον φέρνω στο μυαλό μου και λέω μέσα μου: Κοίτα τώρα».

     

    Τα πρώτα χρόνια

    Έτσι κι αλλιώς στα γράμματα δεν ήταν καλός. Γράφτηκε επομένως σε δραματική σχολή, μπήκε στο μπαλέτο του Γιάννη Φλερύ -τον βοηθούσε και ο σωματότυπός του, καθώς πάντα ήταν πολύ αδύνατος-, άρχισε να μαθαίνει μόνος του μπουζούκι, να παίζει σε κάποια ρολάκια, με πρώτη εμφάνιση στο θέατρο το 1958, σε ηλικία 18 ετών, αλλά χωρίς καμία επιτυχία όλα αυτά. Ο έρωτας όμως του κτυπά την πόρτα τόσο, ώστε να κάνει τον πρώτο του γάμο με την ηθοποιό Στέλλα Στρατηγού ενώ είναι μόλις 20 χρονών.

    Μαζί περνούν δύσκολα οικονομικά και επιζούν χάρη στη βοήθεια της μητέρας της Στρατηγού, επιπλέον όμως εκείνος σύντομα θα αρρωστήσει σοβαρά. Ο ασθενικός οργανισμός του και η έλλειψη καλής διατροφής συντελούν ώστε να προσβληθεί από φυματίωση και ο ουρανός γύρω του σκοτεινιάζει.

    Ως από μηχανής θεός, ωστόσο, εμφανίζεται εκείνη τη στιγμή στη ζωή του η Δούκισσα. Είναι η εποχή της άνθισης του μελό στον ελληνικό κινηματογράφο και η Δούκισσα, εκτός από τραγουδίστρια, πρωταγωνιστεί και σε ταινίες του είδους. Τον παίρνει κοντά της στην πίστα και στο πλατώ και η συνεργασία εξελίσσεται σε έρωτα. Ο Τόλης Βοσκόπουλος θα κάνει έτσι το ντεμπούτο του και στο σινεμά το 1963, παίζοντας αρχικά σε μελό και στη συνέχεια σε κωμωδίες κοντά σε μεγάλα ονόματα της εποχής όπως την Ρένα Βλαχοπούλου, τον Βασίλη Αυλωνίτη, τη Γεωργία Bασιλειάδου, πάντα όμως σε τρίτα ρολάκια.

    Ώσπου να γίνει η μεγάλη ανατροπή το 1967 και το 1968, με τον Βοσκόπουλο να εκτινάσσεται ξαφνικά στην πρώτη γραμμή της δημοσιότητας. Η δισκογραφία προβάλλει το νέο αστέρι που μόλις ανέτειλε -η «Αγωνία» θα κτυπήσει 300.000 δίσκους, νούμερο αστρονομικό για την εποχή, και οι χρυσοί δίσκοι από εκεί και πέρα θα ακολουθούν ο ένας τον άλλον-, οι εμφανίσεις του στα νυχτερινά κέντρα θα κάνουν πλούσιους τους επιχειρηματίες της νύχτας που βλέπουν στο πρόσωπό του τη χρυσοφόρο επένδυση, τα λαϊκά περιοδικά θα γεμίζουν σελίδες με τους έρωτές του, αληθινούς ή μη, και οι γυναίκες απλά θα τον λατρεύουν. Τι άλλο να θελήσει ο μόλις πριν λίγα χρόνια πάμπτωχος νεαρός; Την Ζωή Λάσκαρη θα μπορούσε να είναι η απάντηση, πόσο μάλλον που αυτό συνέβη στα γυρίσματα της ταινίας «Μαριχουάνα Στοπ», το 1971.

     

    Η Ζωή Λάσκαρη

    Η Ζωίτσα, με το κορμί μανεκέν και την εμφάνιση χολιγουντιανής σταρ, ερωτεύεται τον Τόλη και ο Τόλης τη Ζωίτσα με την δημοσιοποίηση του γεγονότος σε πανελλήνια μετάδοση από το Φεστιβάλ Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης το 1972. Όταν ο διαγωνιζόμενος Τόλης τραγουδά το «Ξανθή αγαπημένη Παναγιά» και γονατίζει σχεδόν μπροστά στη Ζωή που βρίσκεται στις πρώτες σειρές, με τους προβολείς να πέφτουν πάνω τους και το κοινό να αποθεώνει.

    Ο έρωτάς τους θυελλώδης, όπως συνηθίζεται να λέγεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις, συνοδεύτηκε με την κοινή εμφάνισή τους στο μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη «Εραστές του ονείρου» με μουσική και τραγούδια του Μίμη Πλέσσα στο θέατρο «Βέμπο», που πολιορκούνταν από θεατές και θαυμαστές. Θα χωρίσουν με ένα τηλεφώνημα μετά από τρία χρόνια κι εκείνος θα εγκαταλείψει το σπίτι όπου έμεναν μαζί στη Γλυφάδα, αφήνοντας τα κλειδιά στο χαλάκι της εξώπορτας.

    Όπως έχει γράψει η αδελφή του, Παναγιώτα Βοσκοπούλου, για τον έρωτα του αδελφού της με τη Ζωή Λάσκαρη «Τρία χρόνια με τη Λάσκαρη, λοιπόν, έρωτας και πάθος και έκσταση. Οι εραστές του ονείρου. Του ονείρου που τελείωσε και έσβησε τόσο γρήγορα. Αν εξαρτιόταν από αυτόν, αυτό το όνειρο θα μπορούσε να ήταν ατελείωτο και παντοτινό και πραγματικό. Μα αφού άλλα ονειρευόταν αυτός και άλλα μελέταγε εκείνη, το όνειρο πήρε τέλος. Και μια μέρα βρέθηκε ως συνήθως μόνος, πικραμένος να κλαίει. Ήταν απαρηγόρητος. Είχε κλειστεί στον εαυτό του και δεν ήθελε να βλέπει άνθρωπο. Τόσο πολύ του είχε κοστίσει. Μεταξύ αυτών που του συμπαραστάθηκαν τότε ήταν και η Μαρινέλλα…». Στο μεταξύ όμως ο Τόλης Βοσκόπουλος θα έχει τραγουδήσει το «Αδέλφια μου, αλήτες, πουλιά» (πρώτο βραβείο ως συνθέτης στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1970), «Το φεγγάρι πάνωθέ μου» το 1971 αλλά και μετά το χωρισμό τραγούδια όπως «Πριν χαθεί το όνειρό μας», «Του χωρισμού η ώρα»,  «Ας είμαστε ρεαλισταί».

    Αποτυχημένοι γάμοι

    Παλιά του γνώριμη η Μαρινέλλα, έχοντας μόλις χωρίσει από τον Φρέντυ Σερπιέρη, θα γίνει η επόμενη μεγάλη αγαπημένη του Βοσκόπουλου και γρήγορα το 1975 θα παντρευτούν, στο σπίτι της μάλιστα, στο Παγκράτι, με κουμπάρους το ζεύγος Κατσαρού και καλεσμένους τον Φρέντυ Γερμανό και την αδελφή της νύφης. Λίγο μετά θα μετακομίσουν στη Νέα Κηφισιά, στη βίλα που είχε αγοράσει ο Βοσκόπουλος από την Ρένα Βλαχοπούλου. Στα χρόνια που ακολουθούν, κάνουν κοινές εμφανίσεις στην Νεράιδα, όπου εκείνη κλέβει σταθερά την παράσταση, ηχογραφούν μαζί το «Εγώ κι εσύ» με ρεκόρ πωλήσεων και τελικά όμως, το 1981, θα χωρίσουν, με τον Τόλη Βοσκόπουλο να αποχωρεί από τον γάμο και το σπίτι, αλλά και από τα άλλα κοινά υπάρχοντα, αφήνοντάς τα, ως κύριος που ήταν, όλα πίσω του… Έκτοτε και για τα επόμενα δέκα χρόνια μόνιμη κατοικία του γίνεται η καμπάνα 304 του «Αστέρα».

    Ακολουθεί νέα ερωτική περιπέτεια -στην κυριολεξία- με την Τζούλια Παπαδημητρίου, την οποία είχε αρραβωνιαστεί τον Ιανουάριο του 1985 στο σπίτι του Γιώργου Κατσιφάρα στη Φιλοθέη, παρόντος συμβολικά ως κουμπάρου και του τότε πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, με τον γάμο να γίνεται πέντε χρόνια αργότερα. Κουμπάροι ήταν ο Θόδωρος και η Σάσα Βαρδινογιάννη και παρανυφάκι η κόρη, που είχε αποκτηθεί κατά το γάμο τους. Οι σχέσεις του ζευγαριού δοκιμάζονταν ωστόσο καθημερινά με μεγάλους καυγάδες που κατέληξαν σε διαζύγιο. Ήταν η  δυσκολότερη εποχή στη ζωή του Βοσκόπουλου, καθώς, όπως υποστήριξε στο δικαστήριο, η σύζυγός του και η οικογένειά της τον εκμεταλλεύονταν. Αγωγές, μηνύσεις για υπεξαιρέσεις, απάτες και πλαστογραφίες, ασφαλιστικά μέτρα, όλα έπεσαν στο τραπέζι, με αποκορύφωμα πριν από μερικά χρόνια την αμφισβήτηση της πατρότητας του παιδιού, που πλέον σύμφωνα με τον Άρειο Πάγο δεν αναγνωρίζεται ως κόρη του.

    Η ώρα της γαλήνης

    Η γαλήνη για τον τραγουδιστή ήρθε εν τέλει χάρις στην γνωριμία του με την Άντζελα Γκερέκου το 1995 και τον γάμο τους που έγινε ένα χρόνο αργότερα αλλά και την γέννηση της κόρης τους, Μαρίας. Αρχιτέκτων και ηθοποιός, πρώην βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, υφυπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού στην κυβέρνηση Σαμαρά, υφυπουργός Τουρισμού στην κυβέρνηση Γιώργου Παπανδρέου και σήμερα πρόεδρος του ΕΟΤ, η κυρία Γκερέκου πρόσφερε το απάνεμο λιμάνι στον τραγουδιστή και την συναισθηματική ασφάλεια που εκείνος χρόνια αναζητούσε. Μαζί θα έκαναν και μια μεγάλη επιτυχία στο θέατρο, το «Ήρθες σαν όνειρο» (1998) με το κείμενο βασισμένο στην γνωριμία τους. «Για μένα η γυναίκα είναι ο καπετάνιος. Και είμαι έτοιμος ακόμα και μούτσος να γίνω στο καράβι. Αν θα μπορούσαν οι άνδρες αυτή τη στιγμή να καταλάβουν πόσο αντριλίκι έχει αυτή η κουβέντα που σου λέω και πόσο αρσενικά είναι αυτά τα λόγια, δεν θα ντρέπονταν να μιλήσουν όμορφα στη γυναίκα τους», έχει πει άλλωστε ο Τόλης Βοσκόπουλος αποθεώνοντας την γυναικεία ύπαρξη.

    Μελανό σημείο σ’ όλη αυτή την λαοφιλή καριέρα υπήρξε ωστόσο το τεράστιο χρέος, που ο Τόλης δημιούργησε στην Εφορία, ύψους 5,5 εκατ. ευρώ το 2010 από φόρους εισοδήματος, πρόστιμα και προσαυξήσεις. Το υπουργείο Οικονομικών αποφάσισε την εποχή εκείνη να βγάλει στο σφυρί την ακίνητη περιουσία του, καθώς επρόκειτο για μία εκκρεμότητα 17 ολόκληρων ετών, αναγνωρίζοντας παράλληλα, ότι στο διάστημα αυτό δεν είχαν ληφθεί επαρκή μέτρα από πλευράς του κράτους για την είσπραξη της οφειλής. Το θέμα είχε ανακινηθεί ωστόσο από το 1993, αλλά παρά την εγγραφή υποθήκης σε ακίνητα του τραγουδιστή, η Εφορία δεν είχε προχωρήσει σε πλειστηριασμό. Η κυρία Γκερέκου πάντως είχε κάνει διαχωρισμό χρεών έναντι του συζύγου της στην Εφορία ενώ και ο τραγουδιστής ανέφερε πως τα χρέη αυτά αφορούσαν σε περίοδο προ του γάμου τους, αφήνοντας να εννοηθεί ότι είχαν δημιουργηθεί όταν ήταν παντρεμένος με την προηγούμενη σύζυγό του.

    Γεννημένος θεατρίνος

    Πέρα από αυτό και σε προσωπικό επίπεδο ο Τόλης Βοσκόπουλος ήταν πάντα από τους πλέον γαλαντόμους ανθρώπους του καλλιτεχνικού χώρου, βοηθώντας οικογένειες συνεργατών του που είχαν ανάγκη, ανταποκρινόμενος σε κάθε αίτημα για οικονομική συμπαράσταση και …αγνοώντας παντελώς  την διαχείριση του χρήματος. Είναι γνωστό, πως άλλοι αναλάμβαναν συμβόλαια, αμοιβές, εισπράξεις, όλα αυτά με τα οποία πλουτίζουν οι καλλιτέχνες του μεγέθους του, που εισπράττουν ποσοστά ακόμη και από τα λουλούδια και τις γκαρνταρόμπες στα νυχτερινά μαγαζιά αλλά για εκείνος βρισκόταν απ΄έξω.

    Το τραγούδι του «Αδέλφια μου, αλήτες, πουλιά» ίσως ταιριάζει στην δική του στάση απέναντι στα πρακτικά της ζωής. Μιας ζωής ωστόσο που μπορεί κάποτε να τον ταλαιπώρησε, του έδωσε όμως την αμέριστη αγάπη του κόσμου, που τον λάτρεψε ως το τέλος, παρά τις πολλές αμφισβητήσεις κυρίως για το είδος των τραγουδιών του. Γιατί ο Τόλης Βοσκόπουλος μπορεί  να μην είχε τη μεγάλη φωνή του Καζαντζίδη ή την λαϊκή, αντρίκια φωνή του Στράτου Διονυσίου, μπορεί το βάθος της δικής του φωνής να ήταν μικρό και η ένρινη νότα στο ηχόχρωμά του να ήταν παραπάνω από ανεκτή, όμως όταν τραγουδούσε ήταν ο απόλυτος κυρίαρχος. Ίσως το μυστικό του να κρυβόταν σ΄αυτό που είχε διακρίνει από την αρχή ο Ζαμπέτας: «Ο Τόλης είναι γεννημένος θεατρίνος. Ανεβαίνει στην πίστα και την καταπίνει όλη. Γιατί η πίστα όταν ανεβαίνεις σου λέει: φάε με για θα σε φάω. Να ξηγιόμαστε. Μεγάλος εργάτης ο Βοσκόπουλος, ο μεγαλύτερος» Και σ΄αυτό που ο ίδιος είχε πει: «Ξεκινώντας το τραγούδι, πήρα μαζί μου και τον ηθοποιό Βοσκόπουλο».

     

     

     

    Διαβάστε επίσης:

    Τόλης Βοσκόπουλος: Με δημοτική δαπάνη η κηδεία του

    Μητσοτάκης για Βοσκόπουλο: Ανεπανάληπτος, έζησε όπως τραγούδησε

    Πέθανε ο Τόλης Βοσκόπουλος

     



    ΣΧΟΛΙΑ