• Πολιτισμός

    Πώς διαμορφώθηκε ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος σε τεράστιο συλλέκτη με αγαθά κίνητρα

    Με τη Μαρίνα Αμπράμοβιτς


    «Ο ρόλος του συλλέκτη, τον οποίο θεωρώ προσωρινό θεματοφύλακα της απτής έκφρασης μεγάλων ιδεών και καλλιτεχνικής έμπνευσης, συνίσταται στο να αναλογίζεται το παρόν αλλά ταυτόχρονα να κοιτάζει μπροστά για να αφουγκραστεί το πώς μία συλλογή μπορεί να αποτελέσει μέρος του μελλοντικού κόσμου», δήλωσε κάποτε ο πρόεδρος του ΝΕΟΝ Δημήτρης Δασκαλόπουλος.

    Λίγο πριν από την οικονομική κρίση, το καλοκαίρι του 2007 σε ένα τραπέζι μετά των συζύγων τους, ο Ανδρέας Βγενόπουλος προτείνει στον Δημήτρη Δασκαλόπουλο να του δώσει κάτι παραπάνω από τετρακόσια εκατομμύρια ευρώ στο χέρι για το 22% της Vivartia (Δέλτα, Chipita…). Εκείνος θρυλείται ότι απάντησε: «δώσε μου είκοσι τέσσερις ώρες να σου απαντήσω». Η συνέχεια γνωστή τοις πάσι. Εν τω μεταξύ, ο τότε χαλκέντερος άνδρας της γαλακτοβιομηχανίας θα είχε οπωσδήποτε συσσωρευμένα αρκετά εκατομμύρια. Αυτή η βραδιά αποτέλεσε προοίμιο για τη νέα σελίδα της ζωής του, την περιπέτειά του ως μεγάλου συλλέκτη στη σύγχρονη τέχνη.

    Έκτοτε συγκέντρωσε την ογκώδη συλλογή των πεντακοσίων και πλέον έργων από έναν επίζηλο κατάλογο περίπου διακοσίων διεθνών και ορισμένων ελλήνων  δημιουργών (Μαρίνα Αμπράμοβιτς, Λουίζ Μπουρζουά, Μάρτιν Κιπενμπέργκερ, Μόνα Χατούμ, Μπρους Νάουμαν, Ερνέστο Νέτο inter allia). Συμμετέχει στα διεθνή συμβούλια κολοσσιαίων μουσείων και ιδρυμάτων όπως το Γκουγκενχάιμ και το New Museum στη Νέα Υόρκη, το Μουσείο σύγχρονης τέχνης στο Σικάγο, το Διεθνές συμβούλιο της Τέιτ στη Μεγάλη Βρετανία.

    «Θαυμάζω την έμπνευση και τη δημιουργικότητα που αποτελούν γνωρίσματα της ανθρώπινης ύπαρξης, της περίπλοκης και ανεξήγητης πραγματικότητας του ανθρώπινου όντος. Αυτού του πεπερασμένου, ευάλωτου οργανισμού που, παρότι φέρει έμφυτη την επίγνωση των ορίων, του αναπόδραστου τέλους του, είναι συγχρόνως ικανός να οραματίζεται, να επινοεί, να φαντάζεται, να εφευρίσκει. Η ύπαρξή του μαρτυρά την ακλόνητη θέλησή του να κυριαρχήσει επί παντός ακατανόητου, να επιβληθεί στο απερίγραπτα σύνθετο περιβάλλον του – αυτό το πλάσμα, που ωθούμενο από τη θέλησή του να ζήσει, να αισθανθεί, να απολαύσει και να δημιουργήσει μπορεί να τα βγάλει πέρα με κάθε αναποδιά, να υπερνικήσει κάθε εμπόδιο είτε το υψώνει ο κόσμος γύρω του είτε ο ίδιος ο εαυτός του. Μέσω της συλλογής μου επιχειρώ να αναδείξω τις απεικονίσεις αυτής της πραγματικότητας, αυτού του μυστηρίου όπως το βλέπω να διαγράφεται στο έργο τέχνης».

    Αλλά η συστηματική ενασχόλησή του με τη συλλογή τέχνης βρισκόταν ήδη σε τροχιά πολλά χρόνια πριν, από το μακρινό 1993 όταν αγόρασε το έργο The Painting in the Inner Egg (1993) της Ρεμπέκα Χορν. Το 1994 σε δημοπρασία στο Λονδίνο απέκτησε το Fight Fantasy του Ντέιβιντ Χάμμονς, το οποίο χτύπησε για ενάμιση εκατομμύρια δολάρια -ποσό ρεκόρ για έργο από τον συγκεκριμένο καλλιτέχνη. Ακόμη νεώτερος τριαντάρης, ο Δασκαλόπουλος είχε επικεντρωθεί στην ελληνική ζωγραφική της δεκαετίας του 1950, που αποτέλεσε προπονητική περίοδο, προπύργιο του ρόλου του ως επαγγελματία συλλέκτη.

    Ο ίδιος βέβαια έχει εκμυστηρευτεί σε έγκυρες πηγές ότι ξεκίνησε να συλλέγει όταν βρισκόταν ακόμη στην εφηβεία του και αγόρασε φτηνό αγαλματίδιο σε ταξίδι του στην Ταϊλάνδη. Τόσο πολύ είχε ενθουσιαστεί από το συγκεκριμένο απόκτημα που επειδή δεν χωρούσε στη βαλίτσα του, είχε αποφασίσει να το κρατάει παντού στα χέρια του μέχρι την επιστροφή του στην Ελλάδα. Τα πρώτα χρόνια της επιχειρηματικής του σταδιοδρομίας όταν επισκέπτες εισχωρούσαν στους χώρους υποδοχής του ομίλου στον Ταύρο ή στον Άγιο Στέφανο, μπορούσαν να διακρίνουν εντυπωσιακά έργα τέχνης, όπως τα φάιμπεργκλας γλυπτά των αγελάδων από κάποια έκδοση Cow Parade της Αθήνας (διεθνής διοργάνωση με φιλανθρωπικό χαρακτήρα). Τους τοίχους στα σημερινά γραφεία του στην Αθήνα κοσμούν πάνω από είκοσι σημαντικά έργα της ξένης και εγχώριας σύγχρονης παραγωγής, από τον Ντέμιαν Χιρστ ως τον Ακριθάκη.

    Το 1999 θεωρείται χρονιά ορόσημο διότι ο γεννηθείς το 1957 Δημήτρης Δασκαλόπουλος αγοράζει αντίγραφο του (εμβληματικού για τη μοντέρνα τέχνη) ουρητήρα La fontaine του Μαρσέλ Ντισάν έναντι 1.76 εκατομμυρίων δολαρίων (το πρωτότυπο έργο που δημιούργησε ο γάλλος δημιουργός το 1917 καταστράφηκε και έκτοτε κυκλοφόρησαν πολλαπλά αντίγραφα από διάφορους καλλιτέχνες υπονομεύοντας έτσι την έννοια της αυθεντικότητας του έργου τέχνης). Αργότερα αγόρασε το αυθεντικό αντίτυπο νούμερο πέντε από τα συνολικά οχτώ που δημιούργησε εκ νέου ο ίδιος ο Ντισάν τη δεκαετία του 1960. «Είπα στον εαυτό μου, εάν σταματήσεις εδώ μπορείς να είσαι ένας ευτυχής συλλέκτης. Αλλά αν συνεχίσεις, θα γίνει κάτι πολύ μεγάλο. Και εγώ αποφάσισα ότι η συλλογή μου θα γίνει μεγάλη. Δέκα χρόνια αργότερα, αυτό έχει πραγματοποιηθεί». Επί παραδείγματι κατέχει μνημειώδες έργο Chrysler Imperial (2002) του Αμερικανού Μάθιου Μπάρνεϊ (συνιδιοκτησία με το Γκουγκενχάιμ της Νέας Υόρκης) και το Unplugged (Simply Botiful, 2007) του Κριστόφ Μπουσέλ που εκτείνεται σε 5.000 τ.μ.. Έργα της συλλογής του έχουν μέχρι στιγμής παρουσιαστεί στο Γκουγκενχάιμ στο Μπιλμπάο της Ισπανίας (The Luminous Interval), στην Εθνική πινακοθήκη μοντέρνας τέχνης της Σκωτίας (From Death to Death and other small tales), στην περίφημη πινακοθήκη Γουάιτσαπελ (Whitechapel) του Λονδίνου με την έκθεση Keeping it Real.

    «Τελικά καταλήγουμε στην πραγματικότητα ότι η τέχνη και το χρήμα παρέμεναν πάντα μοιραία και αναπόδραστα συνδεδεμένα καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας. Οτιδήποτε συμβαίνει στον καλλιτεχνικό κόσμο έχει κάποιο οικονομικό αντίκτυπο. Ιστορικά, δημόσιες και ιδιωτικές πρωτοβουλίες -και το χρήμα- συνδέθηκαν δημιουργικά με την τέχνη (…) Έχουμε μεγάλα μουσεία και σοβαρούς διευθυντές μουσείων με μεγάλη εξουσία των οποίων η κάθε απόφαση επηρεάζει άμεσα ή έμμεσα την αγορά. Έχουμε οίκους δημοπρασιών. Όπως συχνά επαναλαμβάνω, πρόκειται για την πιο ρυθμισμένη και την ίδια στιγμή την πιο ελεύθερη αγορά που υπάρχει στην ανθρώπινη οικονομία. Δεν υπάρχουν κανόνες ωστόσο, από την άλλη, λειτουργεί: ευφυή άτομα ανταλλάσσουν αληθινά χρήματα. Η αξία διατηρείται. Είναι θαυμάσιο. Μία μεγάλη βιομηχανία. Έτσι, προσπαθώντας να διακρίνεις τι μπορεί να επηρεάσει την αξία -ναι, τα πάντα επηρεάζουν την αξία. Θεωρώ ότι ο αμοιβαίος και κοινός ρόλος των δημόσιων και ιδιωτικών πρωτοβουλιών στην τέχνη παραμένει η προώθηση της καλλιτεχνικής δημιουργίας, η συνεισφορά στον κριτικό διάλογο που προωθεί καλή τέχνη έναντι της φτωχότερης τέχνης -δημιουργώντας έτσι αξία, τη διατήρηση των καλλιτεχνικών έργων, την έκθεσή τους στο δημόσιο με ουσιαστικό τρόπο. Αμφότερες συμβάλλουν με δικό τους τρόπο και το πώς θα εκτιμηθούν εξαρτάται από την επιτυχία των προσπαθειών τους όταν θα κριθούν από το κοινό -που θα τις αγκαλιάσει ή θα τις απορρίψει», δήλωσε στο έγκριτο Arterritory. Αφορμή ο έντονος διάλογος που προκάλεσε η έκθεση έργων από την τιτάνια ιδιωτική συλλογή του Δάκη Ιωάννου (αριθμεί περί τα 1500 έργα) στο New Museum (Skin Fruit: Selections from the Dakis Joannou Collection, 2010, επιμέλεια Τζεφ Κουνς) με τη λογική ότι ο συγκεκριμένος συλλέκτης ο οποίος συμμετέχει στο ΔΣ του Μουσείου ασκούσε έτσι ανεπίτρεπτα μεγάλη επιμελητική επιρροή στο δημόσιο ίδρυμα.

    Εννοείται ότι ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος περιστοιχίζεται από μικρή ομάδα εμπειρογνωμόνων όσων αφορά την αγορά νέων έργων για τη βαρυσήμαντη συλλογή του. Ωστόσο, έχει πλέον αρκετή πείρα για να θεωρείται πιο ειδικός από τους ειδικούς. Αρκετές αγορές πραγματοποιούνται με οδηγό το ένστικτο ή το προσωπικό του αισθητήριο ενώ «πολλές φορές με διακατέχει η νοσηρή επιθυμία να ξηλώσω έργα από τον τοίχο κάποιου μουσείου, να το βάλω στην τσέπη μου και να φύγω»,  όπως έχει παιγνιωδώς ομολογήσει.

    Το 2013 ιδρύει τον Οργανισμό ΝΕΟΝ με αφιλοκερδή σκοπό τη διάχυση της τέχνης στο ευρύτερο κοινό της Αθήνας, τη μύηση του άστεως στη σύγχρονη δημιουργία όπως διαμορφώνεται στον δυτικό κόσμο, χωρίς όμως να τον συνδέει με την ιδιωτική του συλλογή:  μέχρι στιγμής δεν φαίνεται να σκοπεύει να της εξασφαλίσει ειδικό και μόνιμο χώρο έκθεσης. Προς το παρόν, η συλλογή του λειτουργεί ως παρακαταθήκη, για να δανείζονται μέρη της τα διάφορα μουσεία ανά τον κόσμο «ως ένας οιονεί φυσικός πόρος ανοιχτός στη συνεργασία με άλλες ιδιωτικές και δημόσιες συλλογές ή ιδρύματα για τον σκοπό της διάχυσης του θεμελιώδους μηνύματος της τέχνης» όπως έχει διευκρινίσει. Παράλληλα συμβάλλει και ο ίδιος στον δημόσιο, διεθνοποιημένο διάλογο (και μέσω του έτερου think tank διαΝΕΟσις που δημιούργησε περίπου δύο χρόνια αργότερα). Με δική του πρωτοβουλία συστηματικά στηρίζει και τους εγχώριους οργανισμούς όπως το Εθνικό μουσείο σύγχρονης τέχνης (το 2013 μέσω του NEON ενίσχυσε τη συλλογή του με έργα αξίας πενήντα χιλιάδων ευρώ από τη Frieze ) ή την Εφορία αρχαιοτήτων των Κυκλάδων. Διόλου τυχαίο λοιπόν ότι με τέτοιο παράδειγμα αφοσίωσης και η κόρη του Δημήτρη Δασκαλόπουλου Angela Dusk στράφηκε στο τραγούδι και όχι στις επιχειρήσεις.

    Έχει χυθεί πολύ μελάνι σχετικά με τα όσα εξ απαλών ονύχων τον διαμόρφωσαν ως συλλέκτη, στα χρόνια της αθωότητας: όταν δώδεκα ετών έμεινε κεχηνώς μπροστά στο κλασικό αριστούργημα του Ρούμπενς με τους έκπτωτους αγγέλους The fall of the damned (διότι η τόσο εταστική ενασχόληση με το καλλιτεχνικό έργο δεν προκύπτει από ένα υποτιθέμενα στεγνό, χρησιμοθηρικό κίνητρο).

    Ωστόσο παρότι όλα τα σχετικά με το ξεκίνημά του γράφονται ξανά και ξανά, η ακριβής καταγραφή των αποκτημάτων της συλλογής του δεν έχει ακόμη αποθησαυριστεί. Παραμένει εν πολλοίς άγνωστη. Εξάλλου, έχει μεταπουλήσει μόνο μία χούφτα από τα έργα του τα τελευταία είκοσι χρόνια ενώ μία ούτως ή άλλως μη αμελητέα ποσότητα εξ αυτών έχει μέγεθος απαγορευτικό για την εύκολη «μετακίνησή» τους. Υποτίθεται ότι πέρα από το έργο της Ρεμπέκα Χορν και το ευτελές αγαλματίδιο της εφηβείας του, κανένα άλλο κομμάτι της πολυθρύλητης συλλογής δεν φιλοξενείται στην οικία του (αστικός μύθος…). Με αφορμή την έκθεση στο Μπιλμπάο, οι Financial Times σημείωσαν: «Ο μεγιστάνας ενδιαφέρεται περισσότερο για τη μεταφυσική παρά για το χρήμα».

    Και έτσι σαν άλλος Όρσον Γουέλς που για να λύσει το μυστήριο της ζωής ανατρέχει πάντα στο γριφώδες Rosebud (στον Πολίτικη Κέιν), ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος (όπως πολλάκις έχει αναφέρει) καταφεύγει σταθερά στο έργο που πρώτο άγγιξε την παρθενική, παιδική του ψυχή όπως και στη Madonna του Ντα Βίντσι -αμφότερα στην πινακοθήκη Alte Pinakothek στο Μόναχο. Όπως είχε ο ίδιος εξηγήσει στην εκτενή του συνέντευξη στα αγγλικά στο Arterritory, «ενσωματώνουν ολόκληρη τη σοφία της δημιουργίας… προσφέρουν την αίσθηση της προοπτικής… βλέπεις τι έχει επιζήσει από το παρελθόν έως σήμερα. Καταλαβαίνεις το γιατί και του επιτρέπεις να σε εμποτίσει ώστε να αποτελέσει το κριτήριο των μελλοντικών του αποφάσεων στη σύγχρονη τέχνη».



    ΣΧΟΛΙΑ