• Άρθρα

    Το νέο πρόσωπο της Δεξιάς στην Ελλάδα

    Στην κρίση, ηγεσία σημαίνει φυγή προς τα εμπρόςσύγκρουση ΕΚΤ- Επιτροπής και ΕΜΣ;

    Αντώνης Κεφαλάς-Αρθρογράφος


    Πολύ συζήτηση γίνεται για την μορφή, το πρόσωπο, την ιδεολογία της Αριστεράς στην Ελλάδα με αναφορά στον ΣΥΡΙΖΑ. Λίγο, όμως, συζητούνται τα αντίστοιχα στοιχεία της Δεξιάς.

    Δύο είναι οι λόγοι: η Δεξιά του Κυριάκου Μητσοτάκη απεχθάνεται τις ταμπέλες, προτιμά να προβάλει ως σημεία αναφοράς τα επιτεύγματα της. Παράλληλα, επειδή η διαδικασία αλλαγής που σταδιακά, σχεδόν υπόγεια, έχει ξεκινήσει από τον νυν πρωθυπουργό, βρίσκεται σε εξέλιξη, αποφεύγεται η παγίδα της ταχείας ανακοίνωσης και της απόλυτα σαφούς τοποθέτησης.

    Αυτή η τακτική έχει ένα επιπρόσθετο πλεονέκτημα. Αφήνει την αντιπολίτευση κατά μία έννοια να μαντεύει ποια είναι η Δεξιά του Μητσοτάκη και, ταυτόχρονα, την παρασύρει να εγκλωβιστεί σε τυποποιημένα πρότυπα – όπως π.χ. με την κατηγορία του νέο-φιλελευθερισμού και άλλες ξύλινες αναφορές για εξυπηρέτηση μεγάλων συμφερόντων.

    Ένας λόγος για τον οποίον οι χαρακτηρισμοί αυτοί πέφτουν στον κενό είναι ότι η κοινωνία τους έχει ξεπεράσει. Ένας δεύτερος είναι ότι η Δεξιά επί Μητσοτάκη δεν βρίσκεται εκεί που στοχεύουν τα βόλια της αντιπολίτευσης. Έχει μετακινηθεί.

    Δεν φιλοδοξεί η στήλη να παρουσιάσει το ιδεολογικό μανιφέστο της Δεξιάς. Ούτε να χαρτογραφήσει σε λεπτομέρεια τις διαχρονικές αλλαγές. Επιδιώκει να δώσει με χοντρές πινελιές την πορεία της.

    Η μεταπολίτευση έφερε μία Δεξιά που επιχείρησε να κλείσει τον εμφυλιακό αφήγημα. Η αναγνώριση του ΚΚΕ ήταν ένα μεγάλο βήμα, όπως η κατάργηση της βασιλείας και η αναβάθμιση της Βουλής. Ταυτόχρονα, δυστυχώς σε άκαιρη χρονική στιγμή, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής εισήγαγε μία έντονα παρεμβατική φιλοσοφία υπέρ του κράτους, καθώς ήταν επηρεασμένος από τον ρόλο που παίζει το κράτος στην Γαλλία.

    Εκείνη η Ντο άρμα πάνω στο οποίο πορεύεται η Ν.Δ.

    Για τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη ο όρος «φιλελεύθερος» ήταν επαρκής για να χαρακτηρίσει την δική του Δεξιά. Παρά τις ατέλειωτες κατηγορίες για παλαιοκομματισμό, σημαία του ήταν ο ρεαλισμός και μία ηθική στην πολιτική που τον διαφοροποιούσε από τον οπορτουνισμό του Ανδρέα Παπανδρέου. Το πρώιμο τέλος της κυβέρνησης του δεν ήρθε επειδή δεν ανταποκρίθηκε στις λαϊκές προσδοκίες  εκείνης της εποχής, αλλά επειδή η Δεξιά έδειξε το μη αποδεκτό από την κοινωνία πρόσωπο του αλυτρωτικού εθνικισμού.

    Αν η επιστροφή Παπανδρέου μπορεί να αποδοθεί στην δημαγωγική ικανότητα του και στο θάμπωμα του λαού από τον μύθο του, η παραμονή του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία στηρίχτηκε στην διορατικότητα του Κώστα Σημίτη να προσφέρει στην κοινωνία το όραμα της Ευρώπης. Κατά μία έννοια το ΠΑΣΟΚ έκλεψε έτσι τα ρούχα της Δεξιάς και την καταδίκασε ξανά στην εξορία.

    Η ιστορία έχει την τάση να επαναλαμβάνεται – και ως φάρσα—οπότε η πτώση του ΠΑΣΟΚ μπορεί να αποδοθεί στην φθορά του χρόνου, στην κακή διαχείριση και τα σκάνδαλα του νέο-φιλελευθερισμού. Διότι, το χρηματιστήριο εκείνης της αποχής αποτελούσε την επιτομή της νέας τάξης των πραγμάτων – του καπιταλισμού καζίνο.

    Δόλου τυχαία η Δεξιά του Κώστα  Καραμανλή δεν είχε ιδεολογία. Το σύνθημα ήταν «όχι στην διαφθορά» και «επανίδρυση του κράτους». Αν υπήρχαν ιδεολογικές τάσεις νέο-φιλελευθερισμού με την έννοια των αποκρατικοποιήσεων και της ελευθερίας των αγορών, αυτές πήγαζαν περισσότερο από την ανάγκη να εκπληρωθούν οι υποσχέσεις που έδιναν τα συνθήματα, παρά διότι επικρατούσε στο κόμμα σαφής νέο-φιλελεύθερη ιδεολογία.

    Η πτώση της Ν.Δ. το 2009 οφειλόταν κυρίως στην απογοήτευση για την μη εκπλήρωση προσδοκιών και κατά δεύτερο λόγο στην οικονομική κρίση. Αυτή, εξάλλου, δεν είχε προλάβει να ριζώσει όταν ανέλαβε ο Γιώργος Παπανδρέου. Το κατά μία έννοια ορθό (αλλά πολιτικά διόλου διορατικό) «λεφτά υπάρχουν» αντανακλούσε τον εθισμό του Έλληνα στο εύκολο, άπλετο και φτηνό χρήμα και στα άκοπα επιδόματα, οπότε και βρήκε απήχηση σε μία κακομαθημένη κοινωνία.

    Η περίοδος των μνημονίων δεν χαρακτηρίζεται από ιδεολογική σαφήνεια και σταθερότητα. Το πρόβλημα θάφτηκε κάτω από το παραπλανητικό διχαστικό σύνθημα «μνημόνιο-αντιμνημόνιο» που βόλευε την άνοδο της Αριστεράς στην εξουσία. Οι μεταρρυθμίσεις ήταν ανάθεμα για τον ΣΥΡΙΖΑ, διότι αν πετύχαιναν θα του στερούσαν το έδαφος στο οποίο πατούσε: την οικονομική απελπισία και την κοινωνική δυσαρέσκεια. Το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ προσπάθησαν να συγκεράσουν τις απόψεις τους με την δικαιολογία της επερχόμενης καταστροφής, αλλά το αποτέλεσμα ήταν η σύγχυση της κοινωνίας και η στροφή της προς την «καθαρή» (απλοϊκή και μη ρεαλιστική) λύση του ΣΥΡΙΖΑ: «με ένα άρθρο, σε ένα νόμο».

    Και πάλι η κακή διαχείριση της εξουσίας έφερε το αντίπαλο δέος στην κυβέρνηση. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όμως, ήρθε διαβασμένος. Το επιτελικό κράτος ήταν η απάντηση στην διαχειριστική ανεπάρκεια του ΣΥΡΙΖΑ και ταυτόχρονα στην αποτυχία Κώστα Καραμανλή, ως προς την επανίδρυση του κράτους. Η άλλη πλευρά ήταν η αναγνώριση ότι ο νέο-φιλελευθερισμός οδηγούσε την οικονομία στα άκρα της πολιτικής αντιπαράθεσης και της διάσπασης της κοινωνικής συνοχής. Έχοντας ζήσει εκ των έσω τα τερτίπια του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος και αναγνωρίζοντας την πολιτική ανάγκη και την κοινωνική επιταγή να πολεμήσει την ανισότητα, ο νυν πρωθυπουργός επέλεξε να χαράξει ένα δρόμο ρεαλισμού που εμπεριέχει έντονα στοιχεία του ανθρώπινου προσώπου του καπιταλισμού τη εποχής 1945-1975.

    Η πανδημία, η κλιματική αλλαγή, η μετανάστευση, η Τουρκία, όλα συνηγόρησαν υπέρ του επιτελικού κράτους. Και η διαχείριση αποδέχτηκε επαρκής. Μόνιμη επωδός μεγάλου μέρους της κοινωνίας είναι η φράση «φαντάσου τι θα γινόταν αν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν στην εξουσία». Το πρόγραμμα του Ταμείου Ανάκαμψης έδωσε την ευκαιρία να απομακρυνθεί η Ν.Δ, από τα κατάλοιπα του νέο-φιλελευθερισμού που είχαν βρει κάπως πρόσφορο έδαφος σε ορισμένα εδάφη της – χωρίς να ριζώσουν, όμως. Ας είναι καλά ο πάντα ζωντανός παλαιοκομματισμός.

    Η ελληνική Αριστερά έχει απέναντι της μία νέα Δεξιά. Απαλλαγμένη από το κόμπλεξ του Εμφυλίου, συνειδητοποιημένη για την απόλυτη ανάγκη να υπάρχει διαχειριστική επάρκεια, ανοιχτή μέσα σε όρια στην ιδεολογική ευκαμψία, ευθυγραμμισμένη με τις επιθυμίες της κοινωνίας σε βαθμό που θυμίζει το 1981 – χωρίς την ίδια λαϊκή απήχηση, περισσότερο με την λαϊκή συγκατάβαση και σιωπηλή αποδοχή – η σημερινή Ν.Δ. λίγο θυμίζει το κόμμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή.

    Το ερώτημα είναι αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα βρει το πολιτικό κουράγιο και θα αναλάβει το πολιτικό ρίσκο όχι μόνο να επαναπροσδιορίσει την δική του ταυτότητα αλλά, παράλληλα, να αναθεωρήσει τα παρωχημένα στερεότυπα του για τη σύγχρονη Δεξιά του Κυριάκου Μητσοτάκη;

    Μέχρι τότε η νέα Ν.Δ. θα παίζει στο γήπεδο μόνη της.

    Ευτυχώς προς το παρόν.



    ΣΧΟΛΙΑ