• Άρθρα

    Το επόμενο κρίσιμο δίμηνο για την Ευρώπη

    Το επόμενο κρίσιμο δίμηνο για την Ευρώπη - οικονομία

    Αντώνης Κεφαλάς – Αρθρογράφος


    Η οικονομική ορθοδοξία κόντρα στην πολιτική οικονομία και η Πολωνία στη… μέση.

    Η προγραμματισμένη αποχώρηση στις 31 Δεκεμβρίου 2021 του διοικητή της Bundesbank Jens Weidman έρχεται να ολοκληρώσει ένα σερί αποχωρήσεων οικονομικά ορθόδοξων Γερμανών και Ολλανδών οικονομολόγων – όπως η Sabine Lautenschläger, o Jürgen Stark και ο Axel Weber.

    Αναπόφευκτα, η εξέλιξη αυτή ερμηνεύεται ως μία ήττα της σκληρής νομισματικής πολιτικής που είχε επιβάλλει η Γερμανία στην ζώνη του ευρώ. Σε συνδυασμό με την διαβλεπόμενη άνοδο του Olaf Scholz στην καγκελαρία, αναζωογονεί τις ελπίδες ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) δεν θα βιαστεί να εγκαταλείψει την πολιτική άπλετης αύξησης της ρευστότητας που έχει κρατήσει τις ευρωπαϊκές οικονομίες όρθιες στην εποχή του κορονοϊού.

    Τα πράγματα δεν θα είναι τόσο απλά όμως. Οι αναφερόμενοι ως πιθανοί αντικαταστάτες του Weidmann (όπως π.χ. ο Jakob von Weizsäcker) είναι μεν λιγότερο σκληροί μονεταριστές αλλά αυτό δεν σημαίνει πως θα στηρίξουν την παραδοσιακή Γερμανική πολιτική κόντρα στον πληθωρισμό. Ακόμη και η υποδιοικητής της κεντρικής τράπεζας Claudia Buch, που ενδέχεται είτε να τον διαδεχτεί είτε να παραμείνει ως προσωρινή διοικήτρια, δεν θεωρείται πως αποκλίνει πολύ από την γραμμή Weidman.

    Εξάλλου, οι πληθωριστικές πιέσεις που ξέσπασαν με αφορμή την ενεργειακή κρίση, δεν βοηθούν τους υποστηρικτές της πολιτικής που θέλει την ΕΚΤ να συνεχίσει – έστω και σε χαμηλότερα επίπεδα—την πολιτική αγοράς κρατικών ομολόγων. Πρόθυμος υποστηρικτής της σκληρής μονεταριστικής γραμμής είναι και ο επικεφαλής του κόμματος των φιλελευθέρων (Free Democratic Party) Christian Lindner, που και υποστήριξε την γραμμή Weidman δημόσια και επιδιώκει με κάθε θυσία να αναλάβει το υπουργείο οικονομικών που σήμερα κατέχει ο Scholz.

    Το επόμενο δίμηνο θα είναι κρίσιμο για την Ε.Ε. και για την ευρωζώνη. Τα αγκάθια είναι τρία – δυο οικονομικά (με πολιτικές προεκτάσεις βέβαια) και ένα πολιτικό.

    Πρώτο θέμα, η απόφαση για την πολιτική που θα ακολουθήσει η ΕΚΤ. Στο πνεύμα του Draghi η Cristine Lagarde είναι υπέρμαχος της άποψης ότι τα μέτρα στήριξης της ΕΚΤ δεν πρέπει να αποσυρθούν γρήγορα. Το ερώτημα είναι αν θα πείσει την πλειοψηφία του Συμβουλίου, καθώς ο πληθωρισμός επιταχύνεται;

    Δεύτερο θέμα, το μέλλον του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Η θέση του Klaus Regling ότι η επιστροφή στο Σύμφωνο δεν είναι εφικτή, έχει δημιουργήσει ελπίδες. Οι περιορισμοί του 60% και του 100% για το χρέος του 3% για το πρωτογενές έλλειμμα τέθηκαν όταν το δημόσιο χρέος ήταν χαμηλό – σαράντα χρόνια πριν. Σήμερα το παγκόσμιο χρέος (ιδιωτικό και δημόσιο) ξεπερνά τα 380 τρισ. ευρώ και το δημόσιο έχει φτάσει στο 100% του παγκόσμιου ΑΕΠ – δηλαδή στα $88 τρισ.

    Τρίτο θέμα, η Πολωνία. Η Ε.Ε. φαίνεται αποφασισμένη να έρθει σε σύγκρουση με την Πολωνία –και έχει πολλά όπλα στα χέρια της—από την διακράτηση πόρων (και από τον Κοινοτικό προϋπολογισμό και από το Ταμείο Ανάκαμψης) μέχρι την μη συμμετοχή της χώρας στη λήψη αποφάσεων. Είναι επίσης σαφές ότι στο θέμα αυτό, η Πολωνία θα χρησιμεύσει ως προειδοποίηση για την Ουγγαρία και την Σλοβενία. Ότι και να συμβεί, όμως, οι κραδασμοί θα είναι έντονοι.

    Από την πλευρά της η Επιτροπή προσπαθεί να βρει θεσμικούς τρόπους για να αντιμετωπίσει τουλάχιστον το θέμα του Συμφώνου—αναγνωρίζοντας ότι η επιστροφή στο παρελθόν είναι ανέφικτη. Μία τέτοια πολιτική θα μπορούσε κάλλιστα να οδηγήσει σε νέες διασπαστικές εξελίξεις για την Ένωση.

    Η πρόταση, όμως, να μην υπολογιστούν στο έλλειμμα οι δαπάνες για την πράσινη ανάπτυξη δεν είναι εφικτή. Όπως αποκαλύπτουν οι Financial Times, πολλές εταιρείες που εμφανίζονται υπέρμαχες της προσπάθειας μείωσης του αποτυπώματος του άνθρακα και προωθούν πράσινες επενδύσεις, στην πραγματικότητα –αν ληφθεί υπόψη το σύνολο των δραστηριοτήτων τους – με τις πολιτικές τους αυξάνουν τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα.

    Η στήλη αυτή έχει υποστηρίξει ότι ο πλέον συνετός τρόπος για να μην κινδυνεύει η ενότητα από την διαμάχη για το Σύμφωνο, είναι να ξεχωρίσουν οι επενδύσεις από την τρέχουσα δημοσιονομική διαχείριση, με ξεχωριστό προϋπολογισμό και με τον αυστηρό όρο ότι οι επενδύσεις αυτές θα φέρουν θετικό οικονομικό αποτέλεσμα – π.χ. θετικό return on capital σε επίπεδο που θα επιτρέπει την πλήρη αποπληρωμή της σε εύλογο χρονικό διάστημα.

    Οι επόμενοι δύο μήνες είναι πιθανό να αποδειχθούν από τους πιο κρίσιμους για το μέλλον της Ευρώπης.

    Διαβάστε επίσης:

    Αναθεώρηση ή ύφεση και κοινωνικοπολιτική σύγκρουση

    H υπέρ-οψία της Γιάννας Αγγελοπούλου



    ΣΧΟΛΙΑ