
Διαβάζω για τις εξαγωγές ενέργειας από την Ελλάδα και τους διθυραμβικούς τόνους που συνοδεύουν την ανακοίνωση, τονίζοντας την θετική επίδραση στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας. Αναπόφευκτα προκύπτει τότε το ερώτημα, αν μπορούμε να εξάγουμε γιατί είναι η ενέργεια τόσο ακριβή στην Ελλάδα σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη; ΟΙ εξαγωγές γίνονται όταν η τιμή του προϊόντος είναι ανταγωνιστική και μάλιστα διεθνώς. Τι συμβαίνει, λοιπόν, στην Ελλάδα και ενώ κάνουμε ανταγωνιστικές εξαγωγές, εμείς οι πολίτες πληρώνουμε την ενέργεια ακριβότερα από, π.χ., την Ιταλία στην οποία εξάγουμε;
Η απάντηση είναι στο μοντέλο που έχει υιοθετήσει η Ε.Ε. και το οποίο είναι σε βάρος της χώρας μας και (παρεμπιπτόντως) της Βουλγαρίας σε συνδυασμό με την εκμετάλλευση του μοντέλου από τις εταιρείες που παράγουν ενέργεια.
Θεωρητικά δεν υπάρχει αδήριτος οικονομικός νόμος που να συνδέει τις εξαγωγές με αύξηση τιμών—εκτός με την υπόθεση ότι οι εξαγωγές περιορίζουν την διαθέσιμη προσφορά στην εγχώρια αγορά, οπότε αυξάνεται η τιμή για στην τελευταία. Το ερώτημα, βέβαια, τότε είναι γιατί να γίνονται οι εξαγωγές; Μπορεί να κερδίζει η χώρα σε μακροοικονομικό επίπεδο αλλά όχι στο επίπεδο του πολίτη.
Απλουστεύοντας τα πράγματα, το μοντέλο της Ε.Ε. βασίζεται στην λεγόμενη Single Day-Ahead Coupling (SDAC) όπου θεωρητικά αν π.χ. η Ελλάδα έχει χαμηλότερη οριακή τιμή από τις γείτονες χώρες κι αν το δίκτυο έχει την ικανότητα, τότε η Ελλάδα θα εξάγει είτε μέχρι να εξαντληθεί η διασυνδετική ικανότητα είτε μέχρι να εξισορροπήσουν οι τιμές. Η κρίσιμη παράμετρος εδώ είναι η αναφορά στην οριακή τιμή. Διότι αυτή είναι που καθορίζει τις εξελίξεις. Πολύ απλά, στην πράξη αυτό μεταφράζεται στο γεγονός ότι όλοι πληρώνουν την τιμή της ακριβότερης μονάδας που τελευταία μπαίνει στο σύστημα—αν χρειαστεί– προκειμένου να ισορροπήσει η προσφορά με την ζήτηση. Έτσι, οι εξαγωγές μπορεί να αυξήσουν την οριακή τιμή αν η διαθεσιμότητα είναι μικρή ή να την μειώσουν αν υπάρχει διαθεσιμότητα διασύνδεσης.
Όλα καλά, ας πούμε, μέχρι εδώ. Αλλά η πρακτική στην Ελλάδα είναι κάπως διαφορετική κι αυτό είναι που αρκετές φορές ανεβάζει τις τιμές. Στο κέντρο βρίσκεται και πάλι η οριακή τιμή ενέργειας που εξορισμού είναι η ακριβότερη τιμή του συστήματος, καθώς μιλάμε για ενέργεια που παράγεται από μία μονάδα που είναι ακριβή (ακριβότερη) και χρησιμοποιείται από ανάγκη.
Μία τεχνική που χρησιμοποιείται είναι ότι ενώ υπάρχουν μονάδες παραγωγής ενέργειας με χαμηλό κόστος (π.χ. ΑΠΕ και ορισμένες με φυσικό αέριο) οι παίχτες στην αγορά τις βγάζουν εκτός με την δικαιολογία, π.χ., της συντήρησης, οπότε το σύστημα είναι υποχρεωμένο να βάλει στο παιγνίδι μονάδες με ακριβότερο κόστος παραγωγής, π.χ. με λιγνίτη, πετρέλαιο κλπ. που όλοι πληρώνουν και που ισχύει για την ημέρα. Ας σημειωθεί, πρώτον, ότι εφόσον στην Ελλάδα επικρατεί ολιγοπώλιο ο ένας γνωρίζει τι ποιεί ο άλλος, και δεύτερο, ότι η υψηλή εξάρτηση από αέριο δεν εμποδίζει την δήλωση υψηλής τιμής διαθεσιμότητας, μολονότι οι εταιρείες μπορεί να έχουν διαθέσιμη ενέργεια από ΑΠΕ κλπ. σε χαμηλότερες τιμές. Έτσι, η ενέργεια από ΑΠΕ μπορεί να πληρώνεται με βάση την τιμή του αερίου και όχι με βάση το πραγματικό τους κόστος. Αυτή η τακτική οδήγησε στα υπερκέρδη π.χ. του 2022-2023.
Το θέμα τώρα είναι πως μπορεί να αντιμετωπιστεί αυτή η κατάσταση, όταν έχουμε μία μικρή ολιγοπωλιακή αγορά, με υψηλή εξάρτηση από αέριο, πολύπλοκο σύστημα τιμολόγησης (λες και ο κάθε πολίτης οφείλει να γνωρίζει την λειτουργία της αγοράς ενέργειας και να συμπεριφέρεται ως trader κατά τον κ. Σκυλακάκη) και, ως ένα βαθμό ανεπαρκή διαφάνεια καθώς η ΡΑΑΕΥ και η Επιτροπή Ανταγωνισμού δεν έχουν επάρκεια πόρων για να ανταποκριθούν στον απαιτητικό τους ρόλο.
Σε πρώτο στάδιο αντί για μοναδικό μοντέλο οριακής τιμής (price to clear markets) θα μπορούσε να υιοθετηθεί μοντέλο «διπλής τιμολόγησης» με τις ΑΠΕ να έχουν διοικητικά καθορισμένη τιμή και οι θερμικές μονάδες να συνεχίζουν να βασίζονται στην οριακή τιμή. Επειδή, όμως, όλα τα μοντέλα ενέχουν κινδύνους (π.χ. το pay-as-bid) βραχυχρόνια απαιτείται να ενταθούν οι έλεγχοι για τις μονάδες που ενώ δηλώνονται εκτός, αργότερα, την ίδια μέρα, ξαναμπαίνουν στο σύστημα. Αυτό μπορεί να συμβεί αλλά όχι συχνά ή και σε μόνιμη βάση. Όταν αυτό συμβαίνει θα πρέπει να εντείνονται οι έλεγχοι και να καταλογίζονται ποινές. . Σήμερα, απ’ ότι είναι γνωστό δεν υπάρχουν τακτικοί έλεγχοι αξιοπιστίας ως προς τις δηλώσεις, δεν έχουν εγκαθιδρυθεί κανόνες συμπεριφοράς και δεοντολογίας και δεν υπάρχει κοινωνική λογοδοσία.
Ο έλεγχος ως προς την πραγματική κατάσταση των μονάδων μπορεί να είναι ένα μικρό πρώτο βήμα, αλλά οπωσδήποτε θα έχει σημαντική επίπτωση στην τιμή για τον καταναλωτή. Έρχεται βαρύς χειμώνας, κατά τα φαινόμενα, οπότε δεν υπάρχουν αντοχές για υπερκέρδη.
Διαβάστε επίσης
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Σπας Ρούσεφ: Ο γκρίζος καρδινάλιος της Βουλγαρίας και της Αργολίδας
- Μάκης Βορίδης στο mononews: «Κατ’ αντιπαράσταση εξέταση με Βάρρα – Θα πάω μέχρι τέλους»
- Αριστότελης Ωνάσης, Τζάκι Κένεντι, Μαρία Κάλλας: Το «τρίγωνο» που συγκλόνισε τον κόσμο
- Φθηνά φάρμακα για το αδυνάτισμα: Το σχέδιο του Μπιλ Γκέιτς
