• Άρθρα

    Πώς οι αρχές μπορούν να δεσμεύσουν περιουσία στο εξωτερικό, όταν προέρχεται από παράνομες δραστηριότητες

    • του ΗΛΙΑ Σ. ΜΠΙΣΙΑ, Δρ. Νομ. Παν/μιου Ζυρίχης, Δικηγόρου Αθηνών κ΄ Ελβετίας *
    Ηλίας Σ. Μπίσιας

    Ηλίας Σ. Μπίσιας, Δρ. Νομ. Παν/μιου Ζυρίχης, Δικηγόρου Αθηνών κ΄ Ελβετίας


    Τρόποι εντοπισμού και δέσμευσης κληρονομιαίας περιουσίας στο εξωτερικό προερχόμενη από παράνομες δραστηριότητες

    Με αφορμή τη δημόσια συζήτηση που γίνεται τις τελευταίες μέρες αναφορικά με την προέλευση και την τύχη της κληρονομιαίας περιουσίας που κατέλειπε γνωστός δημοσιογράφος, σημειώνονται ακολούθως τα ουσιώδη ζητήματα που ανακύπτουν στις περιπτώσεις όπου τα επίμαχα περιουσιακά στοιχεία βρίσκονται σε χώρες της αλλοδαπής.

    1. Η δικαστική κρίση περί της παράνομης προέλευσης των περιουσιακών στοιχείων / Δήμευση από το Ελληνικό Δημόσιο – απόδοση των κληρονομιαίων στους παθόντες δικαιούχους

     Καταρχάς θα πρέπει να γίνει σαφές ότι η οριστική κρίση περί του εάν τα περιουσιακά στοιχεία ενός κληρονομούμενου προέρχονται από τυχόν παράνομες δραστηριότητες (ξέπλυμα χρήματος) επέρχεται με αμετάκλητη απόφαση ελληνικού ή αλλοδαπού δικαιοδοτικού οργάνου.

    Συγκεκριμένα, η εν λόγω κρίση αποφαίνεται για το εάν τα ερευνώμενα περιουσιακά στοιχεία αποτελούν προϊόν εγκλήματος, δηλαδή προέρχονται λ.χ. από τα αδικήματα της εκβίασης, υπεξαίρεσης, δόλιας χρεωκοπίας, φοροδιαφυγής κλπ., ή έχουν αποκτηθεί με νόμιμο τρόπο.

    Λόγω θανάτου,  δεν νοείται άσκηση ποινικής δίωξης κατά του εκλιπόντος.

    Αντιθέτως, η ποινική έρευνα που διεξάγεται στις υποθέσεις αυτές συμπεριλαμβάνει, τουλάχιστον στο στάδιο της προκαταρκτικής έρευνας, την αξιολόγηση της συμπεριφοράς όλων των εμπλεκομένων προσώπων, κληρονόμων και μη, τα οποία συνέδραμαν με οποιοδήποτε τρόπο στην απόκτηση της ερευνώμενης περιουσίας.

    • Σε περίπτωση παραδοχής έκνομης προέλευσης από ελληνικό ποινικό δικαστήριο, η κληρονομιαία περιουσία δημεύεται από το ελληνικό Δημόσιο ή/και αποδίδεται στους παθόντες δικαιούχους (π.χ. στα θύματα εκβιασμού, αν κριθεί ότι η προέλευση της σχετίζεται με το εν λόγω αδίκημα).  Έως την αμετάκλητη δήμευση ή την απόδοσή της κατά τα ανωτέρω, τα περιουσιακά στοιχεία δεσμεύονται (κατάσχονται), εφόσον υφίστανται επαρκείς ενδείξεις περί της έκνομης προέλευσής τους.

    1.2      Αναφορικά με τα επίμαχα περιουσιακά στοιχεία τα οποία εντοπίζονται σε χώρες του εξωτερικού (τραπεζικοί λογαριασμοί, αξιόγραφα, πολύτιμα μέταλλα, ακίνητα κλπ.),  η δέσμευσή τους συντελείται με αίτημα διεθνούς δικαστικής συνδρομής των ελληνικών δικαστικών αρχών προς τις αντίστοιχες του εξωτερικού.

    Από τη διεθνή εμπειρία χειρισμού συναφών υποθέσεων συνάγεται ότι τα δεσμευθέντα περιουσιακά στοιχεία σε ευρωπαϊκές χώρες αποδεσμεύονται σπανίως από τις οικείες δικαστικές αρχές και μόνο εφόσον συντρέχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Αυτό δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι δικαστικές αρχές της αλλοδαπής που διατάσσουν την εν λόγω δέσμευση, ενεργούν σύμφωνα με τους κανόνες της διεθνούς συνδρομής για λογαριασμό του αιτούντος κράτους, μη δυνάμενες να υπεισέλθουν στην ουσία της υπόθεσης.

    Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, η δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων στο εξωτερικό να διατηρείται αδιαλείπτως έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης ελληνικού δικαστηρίου – κατά κανόνα πάνω από 10 έτη –  χωρίς καμία νομική δυνατότητα άρσης της από την πλευρά των κληρονόμων.

    1.3      Αντιθέτως, εφικτή είναι η αποδέσμευση στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες οι  χώρα τους για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και στο πλαίσιο αυτό προβαίνουν αυτεπαγγέλτως στη δέσμευση κληρονομιαίων περιουσιακών στοιχείων. Στις εν λόγω περιπτώσεις, το θιγόμενο πρόσωπο, εν προκειμένω οι κληρονόμοι, νομιμοποιούνται να τεκμηριώσουν τη νόμιμη προέλευση των δεσμευθέντων ενώπιον των αλλοδαπών δικαστικών αρχών και να αιτηθούν την αποδέσμευση και απόδοσή τους.

    1. Η «αναφορά ύποπτων συναλλαγών» ως μέσο εντοπισμού παράνομης κληρονομιαίας περιουσίας στο εξωτερικό

    Η αυτεπάγγελτη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων προερχομένων από παράνομες δραστηριότητες διενεργείται στις ευρωπαϊκές χώρες από τις οικείες δικαστικές αρχές μετά από τη λεγόμενη «αναφορά ύποπτων συναλλαγών».

    Η τελευταία υποβάλλεται συνήθως στις αρμόδιες διωκτικές αρχές από το ίδιο το τραπεζικό ίδρυμα (τμήμα συμμόρφωσης/compliance), στο οποίο ο κληρονομούμενος τηρούσε εν ζωή, είτε επ΄ ονόματί του, είτε μέσω τρίτου προσώπου, λογαριασμό ή/και θυρίδα.

    Η εν λόγω αναφορά εδράζεται πρωτίστως σε πληροφορίες που συλλέγονται από το διαδίκτυο και σχετίζονται με δημοσιεύματα περί της φερόμενης παράνομης προέλευσης των περιουσιακών στοιχείων του πελάτη – κληρονομούμενου.

    2.1      Μία άλλη εξόχως συνηθισμένη πηγή πληροφοριών για την υποβολή της ανωτέρω αναφοράς αποτελούν οι ίδιοι οι συνεργάτες του κληρονομούμενου εν ζωή, οι οποίοι έχουν ποικιλοτρόπως συμβάλει εκούσια ή ακούσια στην «νομιμοποίηση» της έκνομης περιουσίας και γνωρίζουν την ύπαρξη, ή/και τον τρόπο κτήσης της.

    Στην κατηγορία αυτή υπάγονται πρωτίστως οι νόμιμοι εκπρόσωποι (Directors / Trustees κλπ.) των μορφωμάτων εκείνων (υπεράκτιες εταιρείες, αλλοδαπά ιδρύματα, Trust) στα οποία ανήκουν εκπιστευματικά, δηλαδή τυπικώς, τα επίμαχα περιουσιακά στοιχεία της κληρονομίας. Η υποβολή της ως άνω αναφοράς οδηγεί τις διωκτικές αρχές κατά κανόνα στην δέσμευση της υπό έρευνα περιουσίας.

    2.2      Με την εν λόγω αναφορά ύποπτων συναλλαγών, οι καταγγέλλοντες απεκδύονται κάθε ποινικής ευθύνης για την συνδρομή τους στην τέλεση του αδικήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και αποσκοπούν στην ευμενέστερη ποινική μεταχείρισή τους.

    Επισημαίνεται ότι η έμπρακτη συμβολή στην διαλεύκανση υποθέσεων οικονομικού εγκλήματος αναγνωρίζεται πλέον επ΄ ωφελεία του καταγγέλλοντα σχεδόν σε όλες τις ευρωπαϊκές έννομες τάξεις.

    Οι δύο προαναφερόμενοι τρόποι εντοπισμού και δέσμευσης κληρονομιαίων περιουσιακών στοιχείων που ανήκαν εν ζωή στον κληρονομούμενο έχουν αποκαλύψει σε αρκετές περιπτώσεις περιουσιακά στοιχεία που ήταν παντελώς άγνωστα, τόσο στους κληρονόμους του αποβιώσαντος, όσο και στις αρμόδιες δικαστικές αρχές.

    2.3      Με τον ίδιο τρόπο έχουν αποκαλυφθεί από τις διωκτικές αρχές αποδοχές κληρονομιών από κληρονόμους, οι οποίοι έχουν αποποιηθεί «επιλεκτικώς» την κληρονομία, με προφανή σκοπό την απόκρυψή της.

    Όπως παρατηρείται ευρέως στο χειρισμό υποθέσεων διεθνούς κληρονομικού δικαίου, η δήλωση αποποίησης κληρονόμου σε μία χώρα ουδόλως εμποδίζει τον τελευταίο να εκδώσει νομίμως – υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις – κληρονομητήριο σε μία άλλη χώρα και να αξιώσει εκεί την απόδοση της κληρονομιαίας περιουσίας.

    Με άλλα λόγια, ο κληρονόμος δύναται να αποποιηθεί την κληρονομία σε μία χώρα και ταυτόχρονα να την αποδεχθεί σε μία άλλη.

    Ωστόσο, οι ανωτέρω ενέργειες απόκρυψης έχουν μεγάλη πιθανότητα να αποκαλυφθούν και να επιφυλάξουν στον κληρονόμο την ποινική εμπλοκή του, καθόσον οι κανόνες εντοπισμού των επίμαχων περιουσιακών στοιχείων με τους τρόπους που προαναφέρθηκαν εφαρμόζονται επιτυχώς τα τελευταία χρόνια και ως εκ τούτου λειτουργούν αποτρεπτικά.

    *     Ο Ηλίας Μπίσιας είναι μέλος των Δικηγορικών Συλλόγων Αθηνών (Δ.Σ.Α.), Zυρίχης, Ελβετίας (ZAV, SAV), Φρανκφούρτης, Γερμανίας  (RAK, DAV)



    ΣΧΟΛΙΑ