• Άρθρα

    Πώς έξι οικονομολόγοι αποδομούν εκ των έσω το Σύμφωνο Σταθερότητας

    Πως έξη οικονομολόγοι αποδομούν εκ των έσω το Σύμφωνο Σταθερότητας

    Αντώνης Κεφαλάς – Αρθρογράφος


    Η κριτική είναι γραμμένη σε άψογη τεχνοκρατική γλώσσα. Εμπεριέχεται σ’ ένα εξαιρετικά πυκνό κείμενο 40 σελίδων. Είναι σκληρή. Ουσιαστικά αποδομεί το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ ή SGP) που με άκαμπτο τρόπο και αμφίβολα αποτελέσματα έχει καθορίσει την οικονομική πολιτική της Ευρώπης (και όχι μόνο) στα τελευταία περίπου 20 χρόνια.

    Η στήλη αυτή δεν ισχυρίζεται ότι θα παρουσιάσει όλα τα σημεία του εξαίρετου κειμένου. Περιορίζεται να αναφερθεί σ’ αυτά που η ίδια ερμηνεύει ως τα πιο σημαντικά. Και θα επανέλθει. Διότι, η μελέτη και οι προτάσεις των έξη οικονομολόγων θα αποτελέσουν την βάση για την λήψη κρίσιμων αποφάσεων ως προς την οικονομική πολιτική της Ε.Ε. για την επόμενη πενταετία τουλάχιστον.

    Το ΣΣΑ «εφευρέθηκε» το 2002, μεταρρυθμίστηκε το 2005 και το 2011 και κατέληξε να είναι ένας οδηγός για όλους και για όλα που, σύμφωνα με τα λόγια της μελέτης «ήταν ολοένα πιο περίπλοκος και δύσκολος να ερμηνευτεί και να εφαρμοστεί».

    Ειδικά, η έννοια της μακροοικονομικής δομικής ανισορροπίας που χρησιμοποιείτο ως σημείο αναφοράς αντικαθιστώντας τους ονομαστικούς στόχους για το πρωτογενές έλλειμμα, ήταν δύσκολο να εκτιμηθεί και υπόκειτο σε διαρκείς αναθεωρήσεις.

    Η αρχική λογική του ΣΣΑ στηριζόταν στην ανηθικότητα της σπατάλης που έπρεπε να ελεγχθεί. Έτσι, ως θεωρητικό υπόβαθρο είχε μεταξύ άλλων την θέση ότι σε περιόδους υψηλής ανάπτυξης ένα κράτος όφειλε να δημιουργεί πλεονάσματα, τα οποία θα τα δαπανούσε σε περιόδους ύφεσης, διασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό την εξομάλυνση των κύκλων οικονομικής συγκυρίας.

    Όπως παρατηρεί η μελέτη, αυτός ο στόχος δεν υλοποιήθηκε. Στην ουσία ποτέ. Διότι, όπως απέδειξε η εμπειρία, δεν υπάρχει μία μοναδική λύση-απάντηση στην προσπάθεια να επιτευχθεί η άριστη ισορροπία ανάμεσα στην βιωσιμότητα του χρέους και την δημοσιονομική σταθερότητα.

    Επιπλέον, όπως αναφέρει, οι συζητήσεις για τα τεχνικά προβλήματα αποπροσανατόλιζαν από την συζήτηση για τις πολιτικές. Στο σημείο αυτό, το κείμενο έμμεσα αποδομεί την έμφαση στα τεχνοκρατικά δεδομένα σε βάρος της ανάλυσης των επιπτώσεων των πολιτικών στην κοινωνία.

    Με ρεαλισμό η μελέτη στρέφεται στα νέα δεδομένα που έχουν δημιουργηθεί με την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008/9 και την πανδημία.

    Οι διαπιστώσεις της είναι μεταξύ άλλων οι εξής:

    • Το δημόσιο χρέος της ζώνης του ευρώ έχει αυξηθεί από τον μέσο όρο του 60% του ΑΕΠ στις αρχές της δεκαετίας του 2000 στο 100% του ΑΕΠ σήμερα.
    • Για διάφορους λόγους τα χαμηλά επιτόκια (αποτέλεσμα της χαλαρής νομισματικής πολιτικής) θα παραμείνουν χαμηλά. Στην βάση αυτή, το πρόβλημα δεν είναι πλέον το ύψος του χρέους αλλά η προοπτική της αναχρηματοδότησης του (rollover). Οι αγορές το αναγνωρίζουν και η προσοχή στρέφεται έτσι στο κόστος της εξυπηρέτησης σε συνδυασμό με την χρονική διάρκεια και την ομαλότητας της καμπύλης του χρέους.
    • Η σχέση μεταξύ του δημοσιονομικού ελλείμματος και του χρέους ως σημείο αναφοράς έχει διαρρηχθεί. Η εμμονή σ’ αυτήν και ιδιαίτερα με βάση το όριο του 60%, οδηγεί στον σχεδιασμό δημοσιονομικής πολιτικής που δεν θα είναι πιστευτή (Credible) από τις αγορές – κι αυτό είναι επικίνδυνο.

    Η μελέτη αναγνωρίζει, όμως, ότι – για παράδειγμα—οι εκτιμήσεις της για τα επιτόκια μπορεί να ανατραπούν. Ταυτόχρονα, επιδιώκει να καταθέσει προτάσεις που να είναι άμεσα εφαρμόσιμες – καθώς οι συντάκτες της θεωρούν πως το χρονικό περιθώριο που υπάρχει για να μην δημιουργηθεί αναστάτωση στις αγορές εξαντλείται περίπου την άνοιξη του 2022.

    Αν μέχρι τότε δεν έχουν χαραχθεί νέες κατευθύνσεις, η εμπιστοσύνη στην οικονομική πολιτική της Ε.Ε. θα κλονιστεί. Περιορίζονται έτσι σε μεταρρυθμιστικές προτάσεις που δεν συνεπάγονται αλλαγή των Συνθηκών ή/και έγκριση από τα εθνικά κοινοβούλια, αλλά μπορούν να εφαρμοστούν με αποφάσεις των θεσμών.

    Τρεις είναι οι βασικές κατευθύνσεις που υιοθετούν:

    • Σημείο αναφοράς είναι πλέον το χρέος στο 100% του ΑΕΠ, διότι αυτός είναι σήμερα –και δεν πρόκειται να μειωθεί—ο μέσος όρος του δημόσιου χρέους της ευρωζώνης
    • Αν μία χώρα έχει χρέος κάτω από το επίπεδο αυτό, απλά οφείλει να φροντίσει να μην το υπερβεί. Ως εργαλείο θα χρησιμοποιεί τον καθορισμό οροφής στην αύξηση της πρωτογενούς δαπάνης (χωρίς να υπολογίζεται η συν-χρηματοδότηση κοινοτικών προγραμμάτων, η επιρροή των αυτόματων σταθεροποιητών και περιστασιακές δαπάνες ή έσοδα)
    • Αν μία χώρα υπερβαίνει το 100%, τότε κι αυτή καθορίζει οροφή στην αύξηση των πρωτογενών δαπανών αλλά ταυτόχρονα και βήματα μείωσης του χρέους όχι υποχρεωτικά με τον ρυθμό του 1/20 το χρόνο που ίσχυε μέχρι σήμερα αλλά με ρυθμούς που να είναι προσαρμοσμένοι στις δικές της ειδικές συνθήκες.

    Η πραγματική επανάσταση του κειμένου έρχεται έτσι στο τέλος. Και είναι διπλή:

    • Αφενός μεν προτείνει να μην υπάρχει ένας «ζουρλομανδύας» για όλους, αλλά να προσαρμόζονται τα προγράμματα δημοσιονομικής σταθερότητας στις επιμέρους ανάγκες της κάθε χώρας. Έτσι, υποστηρίζει πως αν μία οικονομία αντιμετωπίζει επενδυτικό έλλειμμα, αυτό θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στις εκτιμήσεις για την αύξηση των δαπανών.
    • Για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, ίσως πάνω από 30, γίνεται ξεκάθαρη αναφορά στην ανάγκη η οικονομική πολιτική της Ευρώπης να επιδιώκει να συμβαδίζει με τις ανάγκες της ψηφιακής οικονομίας (δηλαδή να αποφευχθεί ο ψηφιακός διχασμός) και να ενισχυθεί η κοινωνική συνοχή.

    Αναπόφευκτα, το κείμενο δεν είναι προσβάσιμο σε μη οικονομολόγους. Και δεν είναι διόλου σίγουρο πως οι προτάσεις του θα υιοθετηθούν. Παραμένει, όμως, το πρώτο κείμενο που εδώ και καιρό έχει βγει από την Ε.Ε. και τους θεσμούς της με σαφή στροφή στην παράδοση της πολιτικής οικονομίας του 19ου αιώνα και στην πρακτική της στην περίοδο 1945-1975.

    Όποιο και να είναι το τελικό αποτέλεσμα (και οι εκπρόσωποι του Βορά, Γερμανία και Ολλανδία, θα πρέπει να γνωρίζουν ότι η ακύρωση της μελέτης θα έχει αρνητικές επιπτώσεις και στους ίδιους) τα πρώτα βήματα για την αλλαγή νοοτροπίας έχουν γίνει.

    Διαβάστε επίσης:

    Τέσσερα θεμελιώδη προβλήματα του σήμερα

    Το καυτό δίμηνο του 2021



    ΣΧΟΛΙΑ