• Άρθρα

    Τα εύσημα στον Χρήστο Σταϊκούρα

    Στην κρίση, ηγεσία σημαίνει φυγή προς τα εμπρόςσύγκρουση ΕΚΤ- Επιτροπής και ΕΜΣ;

    Αντώνης Κεφαλάς-Αρθρογράφος


    Τα εύσημα στο υπουργείο οικονομικών και ειδικά στον Χρήστο Σταϊκούρα που αποφάσισε να ασχοληθεί η χώρα μας με τα σκοτεινά νερά της ευρωπαϊκής δημοσιονομικής πολιτικής. Τα συγχαρητήρια επίσης στον επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής (ΓΠΒ) Φραγκίσκο Κουτεντάκη που, ανταποκρινόμενος στο αίτημα του υπουργού δεν δίστασε να τα ανακατέψει.

    Η στήλη αυτή έχει συχνά υποστηρίξει ότι δεν υπάρχει τεκμηριωμένη βάση στην ατελή «επιστήμη» των οικονομικών για την ακρίβεια και την αναγκαιότητα των δύο βασικών στόχων: για το πρωτογενές έλλειμμα και για το χρέος.

    Στην ουσία πρόκειται για δύο μεγέθη που βγήκαν περίπου όπως ο λαγός του ταχυδακτυλουργού: μέσα από ένα καπέλο.

    Το κείμενο που δημοσίευσε το ΓΠΒ δεν τα αποδομεί επιστημονικά αλλά υπογραμμίζει για μεν το πρώτο τις πραγματικές δυσκολίες στην ακρινή μέτρηση του, για δε το δεύτερο το γεγονός ότι απλά δεν εφαρμόζεται.

    Ως γενικός κανόνας που ισχύει για όλα τα μέλη της ευρωζώνης, ο απόλυτος περιορισμός ως προς το ύψος του πρωτογενούς ελλείμματος σε σχέση με το ΑΕΠ δεν λαμβάνει διόλου υπόψη το γεγονός ότι, τον περισσότερο καιρό, δεν είναι όλα τα κράτη-μέλη στην ίδια φάση της οικονομικής συγκυρίας.

    Θεωρητικά, οι υπερασπιστές της γερμανικής οικονομικής ορθοδοξίας, υποστήριζαν πως αυτό μπορούσε να επιτευχθεί με την εναρμόνιση και αυστηρή τήρηση της νομισματικής πολιτικής. Η εμπειρία απέδειξε το αντίθετο. Και η πανδημία καταρράκωσε το επιχείρημα. Έχει φανταστεί κανείς σε τι νέες θυσίες θα πρέπει να υποβληθεί ο ελληνικός λαός προκειμένου να συμμορφωθεί με τους κανόνες; Σε τι θυσίες θα πρέπει να υποβληθούν και τουλάχιστον 10 ακόμη κράτη του ευρώ; Η δεκαετία 2020-2019, εξάλλου, απέδειξε πόσο ανέφικτη είναι η επίτευξη αυτού του στόχου.

    Η ίδια ακριβώς επιχειρηματολογία ισχύει και για τον στόχο της σχέσης χρέους προς ΑΕΠ. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, μάλιστα, προσπάθειες μερικών οικονομολόγων να δικαιολογήσουν τον στόχο με αναφορά σε ιστορικά στοιχεία όπου συνδέουν το ύψος του χρέους με τον πληθωρισμό, αποδείχτηκαν επιστημονικά λαθεμένες και αποδομήθηκαν από πολλούς συναδέλφους τους.

    Οπότε τίθεται το αμείλικτο ερώτημα: τι νόημα έχει ένας στόχος αν δεν εφαρμόζεται ή και αν είναι έξω από κάθε πραγματικότητα;

    Η πρόταση του ΓΠΒ να χρησιμοποιηθεί ο ρυθμός αύξησης των δημοσίων δαπανών για να υπολογιστεί εκείνο το πρωτογενές έλλειμμα που συνεισφέρει στην μείωση του χρέους είναι μεν καινοτόμα αλλά δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα της ετεροχρονισμού στους κύκλους της συγκυρίας μεταξύ των κρατών ούτε την διαφορά ανάμεσα σε μία προσπάθεια μείωσης του χρέους π.χ. από το 120% του ΑΕΠ και σε μία άλλη που ξεκινά από το 220%.

    Στην ουσία, το μόνο ρεαλιστικό –ιδιαίτερα τώρα πλέον όπου η πανδημία έχει τινάξει όλους τους δείκτες στα ύψη – είναι η υιοθέτηση του στόχου της τάσης μείωσης του χρέους με την προϋπόθεση πως αυτή δεν συνεπάγεται ταυτόχρονα συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους.

    Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο μπορεί τότε να συζητηθεί επιτέλους το θέμα του εθνικού ελάχιστου κεφαλαίου (ΕΕΚ -universal basic income) σε συνδυασμό πάντα με την καθιέρωση του ελάχιστου εθνικού εισοδήματος (EEE–universal basic income). Αν τα δύο δεν συνδυαστούν τότε τα funds που θα έχουν και θα «κατανέμουν» το ΕΕΚ δεν θα διαφέρουν σε τίποτα από τα σημερινά που επιδιώκουν μόνο την μεγιστοποίηση των βραχυχρόνιων κερδών και όχι της αξίας.

    Μία διαφορετική προσέγγιση στο θέμα των δημόσιων επενδύσεων θα αντιμετώπιζε και τα δύο προβλήματα. Η αναφορά είναι στον τυπικά ισχύοντα διαχωρισμό ανάμεσα στον τακτικό προϋπολογισμό και τον προϋπολογισμό δημοσίων επενδύσεων (ΠΔΕ). Στην Ελλάδα η ορθή αυτή σύλληψη καταστρατηγήθηκε καθώς όλες οι κυβερνήσεις χρησιμοποίησαν τον ΠΔΕ για να εντάξουν σ’ αυτόν καταναλωτικές δαπάνες και να ικανοποιήσουν μικροπολιτικές-κομματικές ανάγκες.

    Η πρακτική της Ε.Ε. είναι το πρωτογενές μέγεθος θα υπολογίζεται επί του συνδυασμένου συνόλου.

    Ένας ουσιαστικός διαχωρισμός, όπου το πρωτογενές πλεόνασμα ή έλλειμμα θα υπολογίζεται μόνο με αναφοράς τις τρέχουσες δαπάνες, όπου όλες οι δημόσιες επενδύσεις θα βασίζονταν σε κριτήρια οικονομικής απόδοσης με ελάχιστο την απόσβεση του έργου σε οικονομικά ορατά χρονικά όρια και όπου η εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα θα γινόταν μόνο μέσω ΣΔΙΤ και μόνο με αυστηρές προϋποθέσεις οικονομικής βιωσιμότητας, θα επέτρεπε: (α) την αυτόματη μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος και έτσι την δομική αναμόρφωση του, και (β) την πιο ρεαλιστική σύνδεση του πρωτογενούς πλεονάσματος με μία πιο ρεαλιστικά διαδικασία προσαρμογής του χρέους.



    ΣΧΟΛΙΑ