• Άρθρα

    Μερικές απλές σκέψεις για την προσέγγιση Ελλάδας – Τουρκίας

    Αντώνης Κεφαλάς

    Αντώνης Κεφαλάς


    Οι αντιπαλότητες λύνονται είτε με σύγκρουση (και όποιος κερδίσει) είτε με διαπραγματεύσεις.

    Αν θεωρήσουμε ότι η συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας δεν θέλει πόλεμο και δεν παρασύρεται από τις τρέλες της «πατριωτικής» ακροδεξιάς, τότε ο μόνος δρόμος στη συγκεκριμένη περίπτωση της διαμάχης Ελλάδος – Τουρκίας έχει δύο εναλλακτικές – είτε τη συνέχιση της υβριδικής σύγκρουσης που ζήσαμε από το 2021 έως το 2023 είτε την έναρξη ουσιαστικών διαπραγματεύσεων.

    Η συνέχιση της υβριδικής σύγκρουσης αποτελεί μία ρεαλιστική πιθανότητα, καθώς και οι δύο πλευρές είναι ως ένα βαθμό εγκλωβισμένες στα πολιτικά όρια που έχουν οι ίδιες θέσει εδώ και δεκαετίες.

    Ο κίνδυνος, όμως, θερμής σύρραξης παραμένει ορατός και το οικονομικό κόστος εξακολουθεί να είναι μεγάλο.

    Η υβριδική σύγκρουση, συνεπάγεται, λοιπόν, μία κούρσα εξοπλισμών, η οποία έχει τους κύκλους της. Υπήρξαν περίοδοι όπου η χώρα μας είχε το πλεονέκτημα μιας μορφής υπεροπλίας – ορθά, όμως, δεν το εκμεταλλεύτηκε.

    Αντίθετα, σε περιόδους αντίστοιχου πλεονεκτήματος και με ιδιαίτερη αναφορά στην τριετία που πέρασε, η Τουρκία προχώρησε σε πιο ριψοκίνδυνες κινήσεις.

    Τον Ιούλιο του 2023 η Ελλάδα έχει ανακτήσει το εξοπλιστικό πλεονέκτημα και, ταυτόχρονα, έχει να επιδείξει μια ανθεκτική οικονομία με – κι αυτό είναι το πιο  σημαντικό—άριστες προοπτικές αν η παρούσα κυβέρνηση υλοποιήσει τους σχεδιασμούς της.

    Αντίθετα, η Τουρκική οικονομία αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα που δεν λύνονται με Αραβική ελεημοσύνη, αλλά και την ανάγκη να αναπροσαρμόσει τον γεωπολιτικό σχεδιασμό της, καθώς η συμμαχία με τη Ρωσία σταματά να αποδίδει τα αναμενόμενα.

    Από την πλευρά της, η χώρα μας έχει παγιώσει τις γεωπολιτικές επιλογές αποκομίζοντας σημαντικά εξοπλιστικά και οικονομικά οφέλη.

    Αναγνωρίζοντας τη συγκεκριμένη συγκυρία, και όπως δείχνει η σύνθεση της, η δεύτερη κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει θέσει στον πίνακα των σχεδιασμών της την πιθανότητα να βρεθεί κοινός τόπος με την Τουρκία που θα επιτρέψει την πραγματική ειρηνική συμβίωση των δυο γειτόνων με αμοιβαία οικονομικά και κοινωνικά οφέλη.

    Η τρίτη θητεία Ερντογάν, ίσως, λέμε ίσως, να ακολουθεί αντίστοιχη γραμμή πλεύσης.

    Στο πλαίσιο αυτό είναι χρήσιμο να μην δημιουργούνται ούτε ονειρικές προσδοκίες ούτε μη ρεαλιστικές απαισιοδοξίες.

    Θεωρώ ότι η ελληνική γραμμή είναι μία και σταθερή: προσφυγή στη Χάγη για να λυθεί το θέμα της υφαλοκρηπίδας στη Ν.Α. Μεσόγειο. Καμία ελληνική κυβέρνηση δεν θα δεχόταν να συζητηθεί στη Χάγη οποιοδήποτε άλλο θέμα.

    Για να φτάσουμε στη Χάγη, η Τουρκία θα πρέπει να συμφωνήσει στην προσφυγή και στη θεματολογία – δηλαδή στο μοναδικό θέμα της υφαλοκρηπίδας. Ταυτόχρονα θα πρέπει να αποδεχτεί ότι οι αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου εδράζονται στο δίκαιο της θάλασσας που εκπορεύεται από την UNCLOS.

    Αυτό σημαίνει εγκατάλειψη των θέσεων που έχει αναπτύξει, κυρίως στην τελευταία πενταετία, όπως επίσης, υπογραφή της διεθνούς συνθήκης —πράγμα που δεν έχει κάνει μέχρι τώρα.

    Για την Ελλάδα, η Χάγη σημαίνει κατά πάσα πιθανότητα ότι θα υπάρξει συνεκμετάλλευση της Ν. Α. Μεσογείου. Διότι, ενώ η αρχή της «μεσαίας γραμμής» σε συνδυασμό με το άρθρο 56 της UNCLOS ευνοεί την  Ελλάδα, η Τουρκία στηρίζεται στην αρχή του «ίσου δικαίου» σε συνδυασμό με το άρθρο 59 κι αυτό περιορίζει την ελληνική ΑΟΖ.

    Είναι επίσης σαφές ότι άλλα θέματα όπως ο ελληνικός εναέριος χώρος (όπου το άρθρο 49 δεν φαίνεται να μας ευνοεί), η στρατικοποίηση των νήσων και τα 12 μίλια στο Αιγαίο δεν αποτελούν αντικείμενο διαπραγματεύσεων στη Χάγη.

    Για το θέμα της Κύπρου, η χώρα μας και η Κύπρος μπορούν να δεχτούν διζωνική λύση με βάση τις αρχές και τις προτάσεις του ΟΗΕ.

    Στην παρούσα φάση, όμως, είναι μάλλον σαφές ότι το Κυπριακό μάλλον δεν θα ενταχθεί στις διαπραγματεύσεις – εκτός κι αν ο Ερντογκάν έχει αποφασίσει να θέσει όλα τα προβλήματα στο τραπέζι και ζητήσει από την ελληνική κυβέρνηση να πράξει το ίδιο.

    Θεωρώ, όμως, ότι αυτή η πιθανότητα είναι στην καλύτερη περίπτωση μικρή, ρεαλιστικά ανύπαρκτη – ιδίως καθώς μία ελληνική κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να τα συζητήσει.

    Θεωρητικά θα μπορούσε να υπάρξει η προοπτική συμφωνίας για τη διατήρηση του καθεστώτος στο Αιγαίο, την τροποποίηση του FIR και την αμοιβαία, σταδιακή με εγγυήσεις και επιθεωρήσεις σταθεροποίηση των εξοπλισμών—αλλά μόνο μετά τη Χάγη και την έμπρακτη αποδοχή των αποφάσεων της και από τις δύο πλευρές.

    Οφείλουμε να κρατάμε μικρό καλάθι με την Τουρκία. Εξάλλου, στη διάρκεια της διακυβέρνησης του ο Ερντογάν οδήγησε τη χώρα του σε δρόμο που ανέδειξε τον πραγματικό χαρακτήρα της: το όνειρο της κοσμικής Τουρκίας ως γέφυρα ανάμεσα στη Δύση και το Ισλάμ είναι νεκρό εδώ και καιρό – όπως είναι και η ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε.

    Μία ειρηνική συνύπαρξη σύμφωνα με τον ορισμό του Λένιν ίσως να είναι το καλύτερο που μπορούμε να ελπίζουμε.

    Διαβάστε επίσης:

    Με έφιππη Αχτσιόγλου, γαλλικά, πιάνο και μπαλέτο η νέα πρόταση ΣΥΡΙΖΑ

    Η Ελλάδα σε πολιτική ραστώνη – με εξαίρεση τις γραφικότητες

    Η ανεπάρκεια των υποψηφιοτήτων αντανακλά την ανεπάρκεια του κόμματος



    ΣΧΟΛΙΑ