• Άρθρα

    Με τόλμη και ελπίδες τα φορολογικά μέτρα

    Στην κρίση, ηγεσία σημαίνει φυγή προς τα εμπρόςσύγκρουση ΕΚΤ- Επιτροπής και ΕΜΣ;

    Αντώνης Κεφαλάς-Αρθρογράφος


    Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει διακριθεί για την τόλμη του – ήδη από την εποχή που ως υπουργός διοικητικής μεταρρύθμισης δεν είχε διστάζει να συγκρουστεί με το δημοσιοϋπαλληλικό κατεστημένο. Την ίδια τόλμη έδειξε με την απόφαση του να αγνοήσει το εκβιαστικό νομοθετικό μορατόριουμ που πρότεινε ο ΣΥΡΙΖΑ και να προχωρήσει στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που είχε εξαγγείλει στην προεκλογική περίοδο του 2019.

    Τελευταία πράξη τόλμης η απόφαση να μειώσει τα φορολογικά βάρη – μερικά προσωρινά, άλλα μόνιμα.

    Πολιτικά η πράξη ερμηνεύεται ως μία απόπειρα να ελαφρύνει το τεράστιο οικονομικό κόστος της πανδημίας. Με τον κορωνοϊό να κάνει πάρτι στα πνευμόνια των πολιτών, των πολλών που φοβούνται και των ολίγων που χωρίς λογική τον αψηφούν και με την ψυχολογία της κοινωνίας συνολικά στα τάρταρα, η ανάσα στον  οικογενειακό καθώς και στον επιχειρηματικό προϋπολογισμό σημαίνει πολλά: πρακτικά και συναισθηματικά.

    Κομματικά, τα οφέλη είναι προφανή. Χωρίς να παρασυρθεί στην χωρίς όριο παροχολογία του ΣΥΡΙΖΑ, δείχνει ότι κατανοεί μεν το πρόβλημα αλλά δεν το αντιμετωπίζει ανεύθυνα. «Λεφτόδενδρα» δεν υπάρχουν, μας λέγει.

    Η οικονομική λογική είναι ενδιαφέρουσα και λειτουργεί σε δύο επίπεδα.  Με απλά λόγια, μειώνει την τιμή με την ελπίδα πως έτσι θα προσελκύσει και κανένα πελάτη. Η «τιμή» είναι αυτή που πληρώνει ο πελάτης για το κέρδος του – είτε ατομικά, είτε ως επιχείρηση. Μειώνοντάς την ελπίζει ότι ο πελάτης θα έχει ένα μεγαλύτερο κίνητρο να δηλώσει το πραγματικό κέρδος του. Ότι έσοδο χάσει από την μείωση της φορολογίας, ελπίζει έστω και μερικώς να το πάρει πίσω από την αύξηση της αξίας των δηλώσεων.

    Σε δεύτερη ανάγνωση προκύπτει μία ενδιαφέρουσα στρατηγική. Θα μπορούσε, δηλαδή, να υποστηριχτεί πως η κυβέρνηση έχει κατά μία έννοια ξεγράψει το 2021 ως χρονιά με κάποια κανονικότητα. Ο κορωνοϊός την υποχρεώνει να είναι ρεαλίστρια. Το τρίτο κύμα είναι ακόμη εδώ. Σαφέστατα η πανδημία θα συνεχίσει να έρχεται σε κύματα. Τα εμβόλια προσφέρουν προσωρινή ανακούφιση. Η αδυναμία να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα σε παγκόσμιο επίπεδο, διασφαλίζει τις μεταλλάξεις και αυτές, με την σειρά τους, υπονομεύουν την αποτελεσματικότητα των εμβολίων.

    Τι το καλύτερο, λοιπόν, από το να φορτώσει στην φετινή χρονιά μεγαλύτερο έλλειμμα που κάλλιστα δικαιολογείται και εύκολα γίνεται αποδεκτό από την Ε.Ε. λόγω των ειδικών συνθηκών που επικρατούν.

    Το κόστος των μέτρων ανέρχεται σε 2,7 δισ. ευρώ – σύμφωνα με τις ανακοινώσεις. Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι ένα μέρος του ανακτάται με την αυξημένη ειλικρίνεια των δηλώσεων, είναι αμφίβολο αν το τελικό κόστος θα είναι μικρότερο από τα 2 δισ. ευρώ.

    Θεωρητικά, το πρωτογενές έλλειμμα θα αυξηθεί ισόποσα από τα 6,8 δισ. στα 8,8 δισ. δηλαδή περίπου στο 5% του ΑΕΠ.

    Με την κίνηση αυτή, η κυβέρνηση περίπου στοιχηματίζει ότι από το 2022 και μετά, όπου θα υπάρξει κάποια επιστροφή στην κανονικότητα στην οικονομία, οι σκληροί όροι του Συμφώνου Σταθερότητας δεν θα ισχύσουν για σημαντικό χρονικό διάστημα (ας πούμε μία διετία ακόμη τουλάχιστον) και, ίσως, να υπάρξει μια ευρύτερη διευθέτηση των χρεών που τώρα συσσωρεύει η παγκόσμια οικονομία.

    Κίνηση τολμηρή αλλά λογική, και με στρατηγικό βάθος.

    Παραμένει, πάντως, ένα ερώτημα. Εφόσον η κυβέρνηση βουτά στον λάκκο με τα φορολογικά φίδια, γιατί δεν σκοτώνει και κανένα ακόμη; Για παράδειγμα, γιατί δεν καταργεί την διαφορά στην φορολόγηση ανάλογα με την πηγή. Πρόκειται για ένα έκτρωμα, απολίθωμα άλλης εποχής, όπου το χρώμα του χρήματος αντιμετωπιζόταν ως πρωταρχικά ταξικό.

    Σήμερα, και ιδιαίτερα στην covid εποχή, αυτή η διάκριση δεν έχει ούτε νόημα ούτε προσφέρει κάποιο ιδιαίτερο πλεονέκτημα στη συλλογή των εσόδων. Η κατάργησή της  θα απλοποιούσε το σύστημα και, ταυτόχρονα, θα μπορούσε να χρησιμεύσει και ως έναυσμα για επενδύσεις.



    ΣΧΟΛΙΑ