• Άρθρα

    Κοινωνικά ανάλγητες, πολιτικά επικίνδυνες

    Αντώνης Κεφαλάς

    Αντώνης Κεφαλάς


    Αρκετές φορές είναι ανέφικτη η ταυτόχρονη υλοποίηση στόχων, είτε διότι οι στόχοι είναι αντίθετοι είτε επειδή δεν επαρκούν τα μέσα. Κατά κανόνα, ανάλογα με τον στόχο υπάρχει το κατάλληλο μέσο, σε αναλογία μάλιστα τουλάχιστον 1 προς 1.

    Στις ημέρες μας, τυπικό παράδειγμα είναι η σύγκρουση στόχων μεταξύ ενεργειακής επάρκειας και απολιγνιτοποίησης. Μπροστά στο φάσμα να μην υπάρχει επαρκής ηλεκτρική ενέργεια, ο στόχος της σταδιακής πλην γρήγορης απολιγνιτοποίησης χρειάστηκε να αναβληθεί – έστω και προσωρινά.

    Στην ίδια λογική εντάσσεται και η σύγκρουση του στόχου για την προστασία του περιβάλλοντος με τον αναγκαίο στόχο ταχείας αύξησης της παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ. Ο υπερβολικός ζήλος περιφερειαρχών (π.χ. της Δυτικής Ελλάδος Ν. Φαρμάκη και Δ. Μακεδονίας Γ. Κασαπίδη) να καθυστερούν υπέρμετρα την εγκατάσταση νέων ΑΠΕ στο όνομα της περιβαλλοντολογικής…αισθητικής, αναδεικνύει την επικράτηση κοντόφθαλμων  κομματικών-ψηφοθηρικών σκοπιμοτήτων έναντι του κοινωνικά απαραίτητου.

    Το αυτό ισχύει και στην οικονομική πολιτική. Ως δανειστές που θίγονται από τον πληθωρισμό, οι αγορές τον μάχονται με μανία. Ουδόλως τις ενδιαφέρει αν η μάχη  οδηγεί σε ύφεση, αν θίγονται οι ασθενέστεροι, αν το δίκτυ ασφάλειας που οφείλει να έχει κάθε ευνομούμενη και με ανθρώπινο πρόσωπο κοινωνία καταρρέει.

    Έχοντας διανύσει την περίοδο 1975-1990 με υψηλούς ρυθμούς πληθωρισμού, οι αγορές κατάφεραν να επιβάλλουν την δική τους ιδεολογία στο χώρο της οικονομικής πολιτικής, με τον πληθωρισμό ξορκισμένο στα τάρταρα και το επιτόκιο ως το μόνο όπλο για να υλοποιήσει ταυτόχρονα τους στόχους της χαμηλής ανεργίας, της υψηλής ανάπτυξης και της νομισματικής σταθερότητας.

    Ο φαύλος κύκλος που δημιουργείται είναι σαφής: όσο το χρήμα είναι φτηνό, ο δανεισμός είναι υψηλός, η νομισματική σταθερότητα εξασφαλισμένη, η ανάπτυξη σημαντική. Η επάρκεια δανείων διασφαλίζεται με την χρήση παλαιών, νέων και ιδιαίτερα καινοτόμων μεθόδων μόχλευσης. Ο έλεγχος του πληθωρισμού και μέσω της περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής – που βέβαια θίγει τους αδύναμους. Η ανάπτυξη απλά προκύπτει από τα δύο πρώτα.

    Το σύστημα, όμως, είναι δομικά ασταθές. Η μόχλευση γίνεται υπερβολική, οι επιπτώσεις των νέων μεθόδων δεν είναι πάντα υπολογισμένες, η αναζήτηση κέρδους καταλήγει στην υποεκτίμηση του ρίσκου που ενέχει ο δανεισμός, με αποτέλεσμα τις κρίσεις που γνώρισε η παγκόσμια οικονομία από το 1985 και μετά, με αποκορύφωμα την καθαρά χρηματοπιστωτική του 2008.

    Αν τώρα, σ’ αυτό το ασταθές σύστημα προστεθεί ένας αστάθμιστος παράγοντας, όπως ο κορωνοϊός, ο πόλεμος, η διαμάχη για την ενέργεια και τις σπάνιες πρώτες ύλες, δηλαδή ένα αναπάντεχο γεγονός, μία εξωγενής εξέλιξη, ένας ασύμμετρος κίνδυνος, τότε το σύστημα …βγάζει δόντια.

    Τα «δόντια» αυτά βιώνουμε σήμερα, καθώς οι κεντρικοί τραπεζίτες υπακούουν, θέλουν δεν θέλουν, στα κελεύσματα των αγορών και έχουν ριχτεί σε γύρο διαδοχικών αυξήσεων των επιτοκίων προκειμένου να ελεγχθεί ο πληθωρισμός. Το γεγονός ότι νομοτελειακά η παγκόσμια οικονομία οδηγείται σε ύφεση, ενώ ορατός είναι ο κίνδυνος του στασιμοπληθωρισμού, ουδόλως ενδιαφέρει.

    Στην σημερινή παγκόσμια οικονομία, όμως, ο πληθωρισμός θα αποτελούσε το κλασικό «ουδέν κακό αμιγές καλού». Θα βοηθούσε στην αποπληρωμή χρεών, θα ανακούφιζε τις ασθενέστερες τάξεις μέσω της συνεχιζόμενης χαλαρής δημοσιονομικής πολιτικής και, με κόστος μικρότερο από την απώλεια κερδών που θα έχουν οι δανειστές, η οικονομία θα μπορούσε να ξαναβρεί μία πιο στέρεα βάση επανεκκίνησης.

    Το μεγαλύτερο πρόβλημα, όμως, δεν είναι το οικονομικό αλλά το πολιτικό. Μετά από περίπου 35 χρόνια εφαρμογής της ανάλγητης οικονομικής πολιτικής, σε πολλές φιλελεύθερες δημοκρατίες το κοινωνικό κράτος είναι δραματικά υποβαθμισμένο. Μία διαρκώς διογκούμενη κοινωνική μάζα βρίσκει εαυτόν ουσιαστικά εκτός συστήματος, και έτσι ριζοσπαστικοποιείται. Η έλξη του λαϊκισμού, της δεξιάς αν στο στερέωμα των προβλημάτων προστεθεί το μεταναστευτικό που ισοδυναμεί με σύγκρουση πολιτισμών, ή της Aριστεράς, αν το θέμα είναι η ιδεολογία της πάλης των τάξεων, είναι έντονη: είναι ο αυταρχισμός, φανερός ή καλυμμένος, με τις υποσχέσεις των εύκολων, ανώδυνων, γρήγορων, λύσεων. Η χαμηλή ποιότητα της εκπαίδευσης διασφαλίζει ότι η απλοϊκότητα της μάζας δεν θα φιλτράρει το μέγεθος του ψέματος.

    Στην Ελλάδα, η αντιπολίτευση βασίζεται στην αναστάτωση του προκαλεί η αδυναμία όλης της Δύσης να ελέγξει το κόστος ενέργειας και τον πληθωρισμό για να έρθει στην εξουσία. Το γεγονός ότι δεν έχει λύση να προσφέρει, διότι η χώρα μας είναι αναπόσπαστο μέρος ενός παγκόσμιου συστήματος και αυτό το σύστημα δεν αλλάζει με τα ευχολόγια των κκ. Τσίπρα και Ανδρουλάκη, αποσιωπάται πίσω από τις επαναλαμβανόμενες υποσχέσεις τύπου «με ένα νόμο με ένα άρθρο». Μάχεται υπέρ της υποβαθμισμένης παιδείας ( ζήτω ο συνδικαλισμός των δασκάλων που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του σκοταδισμού – είναι γεγονός ότι αν εφαρμοζόταν στην Ελλάδα ένα αξιόπιστο σύστημα αξιολόγησης όπως του Η.Β. ή πολλών πανεπιστημίων των ΗΠΑ δεν θα «περνούσε» ούτε το 20%) και ελπίζει στην εξουσία.

    Μετά από σχεδόν 15 χρόνια κρίσεων, η ελληνική κοινωνία δεν έχει το περιθώριο να παρασυρθεί στα ψέματα του ΣΥΙΡΖΑ και στις αοριστίες του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει είναι παγκόσμια και μόνο με νέες παγκόσμιες λύσεις και ισορροπίες μπορούν να ξεπεραστούν. Καμία κυβέρνηση, της Δύσης ή της Ανατολής, του Βορά ή του Νότου δεν έχει από μόνη της το μαγικό ραβδί.

    Στις επόμενες εκλογές , η δική μας κοινωνία μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα ωριμότητας – δίνοντας ένα οριστικό τέλος στην πολιτική των ψεύτικων κομματικών υποσχέσεων που την έχουν καταδικάσει να ζει σε στενούς ορίζοντες.  Όσο για την παγκόσμια οικονομική τάξη, όσο οι αγορές θα αφήνονται ανεξέλεγκτες η τραμπάλα μεταξύ ύφεσης και πληθωρισμού θα συνεχίζεται, πάντα σε βάρος των ασθενέστερων και πάντως σε βάρος της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Η επιστροφή σ’ ένα καθεστώς που θα εμπεριέχει σημαντικά στοιχεία από αυτό της περιόδου 1945-1975 θα ήταν μία αρχή για να αντιμετωπιστούν οι κοινωνικά ανάλγητες και πολιτικά επικίνδυνες σημερινές αγορές.



    ΣΧΟΛΙΑ