• Άρθρα

    Ηλίας Γ. Αναγνωστόπουλος: Στην χώρα των κακουργημάτων

    • Ηλίας Γ. Αναγνωστόπουλος, Πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων
    Ηλίας Γ. Αναγνωστόπουλος: Στην χώρα των κακουργημάτων

    Ηλίας Γ. Αναγνωστόπουλος, Πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων


    Το φαινόμενο έχει προσλάβει ανησυχητικές διαστάσεις: Με αφορμή κάποια υπόθεση που προβάλλουν –και συχνά διογκώνουν– τα ΜΜΕ, η ποινική νομοθεσία μας δέχεται ομαδικά πυρά ως υπερβολικά «επιεικής». Τηλεοπτικοί και διαδικτυακοί τιμητές, καθώς και παντοειδείς δημοσιογραφούντες, αγανακτούν για την έλλειψη αυστηρότητας των διατάξεων που προβλέπουν την περί ης πρόκειται συμπεριφορά και απαιτούν από τον νομοθέτη να την πατάξει.

    Οι αρμόδιοι της πολιτικής, πάλι, αφουγκραζόμενοι την φωνή του λαού που μεταδίδουν, υποτίθεται, τα ΜΜΕ, σπεύδουν να υποσχεθούν ότι σύντομα θα «αυστηροποιήσουν» την νομοθεσία για να θεραπεύσουν την ασύμβατη με το «λαϊκό αίσθημα» ασθένεια της επιείκειας που την χαρακτηρίζει. Ως θεραπευτική αγωγή επιλέγεται συνήθως η εισαγωγή ενός νέου ή βαρύτερου κακουργήματος. Το νέο κακούργημα κατευνάζει προσωρινά την αγανάκτηση των ΜΜΕ και επιτρέπει στους δημιουργούς του να «πωλήσουν» ασφάλεια στους ανήσυχους πολίτες επιδεικνύοντας αποφασιστικότητα και πυγμή.

    Η επίθεση στην ισχύουσα ποινική νομοθεσία και η αγκίστρωση στην παραγωγή του νέου κακουργήματος δεν επιτρέπουν την νηφάλια και έλλογη συζήτηση των πλέον σημαντικών παραμέτρων της εγκληματικής συμπεριφοράς που εξάπτει το κοινό και τους πολιτικούς μας (περιβάλλον και αιτίες που αυτή αναπτύσσεται, μηχανισμοί πρόληψης και κοινωνικού ελέγχου, σωφρονιστική και μετασωφρονιστική μέριμνα για τους παραβάτες κ.α.). Αντ’ αυτού κυριαρχεί η ανιστόρητη και αφελής αντίληψη, ότι όσο αυξάνονται οι ποινές τόσο μειώνεται το έγκλημα.

    Η αθρόα παραγωγή κακουργημάτων είχε παραμορφώσει τον Ποινικό Κώδικα του 1951, ο οποίος στην αρχική μορφή του χαρακτηριζόταν από αξιολογική αρμονία και λογική-συστηματική συνοχή. Ο κακουργηματικός πληθωρισμός του παρελθόντος συνοδευόταν από δύο ακόμη στρεβλώσεις: τον ευτελισμό των πλημμελημάτων και της ποινής της φυλάκισης μέσω της άνευ διακρίσεως μετατροπής ή αναστολής της, και την περιοδική ψήφιση «εκπτωτικών» νόμων για την αποσυμφόρηση των φυλακών, όποτε αυτές ασφυκτιούσαν υπό το βάρος των καταδικασθέντων για κακουργήματα.

    Την παθολογία του παρελθόντος επιδίωξε να τερματίσει ο νέος Ποινικός Κώδικας του 2019 με την αναμόρφωση του συστήματος των ποινών ώστε αυτές να γίνουν ειλικρινείς, αναλογικές και αποτελεσματικές. Η Άννα Μπενάκη-Ψαρούδα (Προβλήματα της ποινικής δικαιοσύνης στην Ελλάδα και οι νέοι ποινικοί κώδικες, Ποινικά Χρονικά 2020, 5) σημείωνε σχετικώς ότι: «Η επιλογή αυτή του μετριασμού των ποινών δικαιολογείται από μία σχεδόν αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα. Ότι δηλ. μόνη η απειλή διά του νόμου αυστηροτάτων ποινών δεν συμβάλλει τόσο καθοριστικά στην αποτροπή της τέλεσης σοβαρών εγκλημάτων. Μεγάλης κλίμακας εμπειρικές μελέτες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι εκφοβιστική επιρροή στον πιθανό δράστη δεν έχει τόσο η απειλή στο νόμο υπέρμετρα βαριάς ποινής, όσο το κατά πόσο, κατά την εκτίμησή του, θα συλληφθεί και πάντως το ότι θα εκτελεσθεί, όπως προβλέπεται στον νόμο, η ποινή που θα του επιβληθεί».

    Εν τούτοις, πολλές από τις πρόσφατες νομοθετικές πρωτοβουλίες «αυστηροποίησης» της ποινικής νομοθεσίας μας την επιμολύνουν με ασθένειες του παρελθόντος. Η παραγωγή φρέσκων κακουργημάτων συνδυάζεται με τον ευτελισμό των πλημμελημάτων ως οιονεί μη αξιόποινων πράξεων, ενώ η εισαγωγή ανελαστικών και δυσανάλογων ποινών και η τιμωρητική παραμόρφωση πολύτιμων σωφρονιστικών θεσμών, όπως η υφ’ όρον απόλυση, εμποδίζουν την εξατομικευμένη ποινική μεταχείριση και οδηγούν σε συμφόρηση των φυλακών. Ακόμη, η προαγωγή σε κακουργήματα πράξεων που μπορούν κάλλιστα να αντιμετωπιστούν με ταχύτητα και αποτελεσματικότητα ως πλημμελήματα, επιβαρύνει υπέρμετρα ανακριτές, δικαστικά συμβούλια και δικαστήρια κακουργημάτων και επιβραδύνει αφόρητα την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης. Αν η τάση αυτή δεν ανακοπεί, η Ελλάδα δεν θα αργήσει να μετατραπεί σε μία –μοναδική στην Ευρωπαϊκή Ένωση– χώρα ονομαστικών κακουργημάτων που αδυνατεί να διαχειριστεί ορθολογικά την εγκληματικότητα.

    Είναι καιρός λοιπόν οι παρ’ ημίν αυθόρμητοι παραγωγοί «επίκαιρων» κακουργημάτων να αναθεωρήσουν την στάση τους και αντί των θορυβούντων υπερμάχων της αυστηρότητας να ακούσουν την φωνή της επιστήμης και της λογικής.

    Σας ευχόμαστε αίσιο το νέο έτος!

    *Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο δέκατο τέταρτο τεύχος του Nova Criminalia, της νέας περιοδικής έκδοσης της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων τον Δεκέμβριο του 2021



    ΣΧΟΛΙΑ