• Άρθρα

    Οικονομικές παγίδες και πολιτικοί γκρεμοί

    Στην κρίση, ηγεσία σημαίνει φυγή προς τα εμπρόςσύγκρουση ΕΚΤ- Επιτροπής και ΕΜΣ;

    Αντώνης Κεφαλάς-Αρθρογράφος


    Ο πολιτικός κίνδυνος για τη Νέα Δημοκρατία δεν προέρχεται από τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά από τις ίδιες τις τάξεις της – που χρειάζεται να εκσυγχρονίσουν το σκεπτικό τους.

    Ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει εγκλωβισμένος στην αντιπολιτευτική στρατηγική που τον έφερε στην εξουσία το 2015. Συνοπτικά η θέση του είναι το «όχι σε όλα». Είναι αλήθεια πως μετά τις εκλογές πειραματίστηκε στη λογική της εποικοδομητικής κριτικής. Το αποτέλεσμα ήταν να ξεσπάσουν εσωτερικές διαμάχες.

    Φυσιολογικό. Πρόκειται, εξάλλου, για Συνασπισμό – η έννοια της ριζοσπαστικής αριστεράς δεν επιδέχεται μονοδιάστατη ερμηνεία. Αντίθετα συγκαλύπτει πολλαπλά και ποικίλα ιδεολογικά ρεύματα. Συγκολλητική ουσία είναι η εξουσία ή, η ρεαλιστική (κατά την άποψη της…ΡΙΖΑ) προοπτική εξουσίας. Αυτό κράτησε τον ΣΥΡΙΖΑ ενωμένο –αυτό, και οι απόλυτα ανεδαφικές, συνυφασμένες με τις αρχές του 20ου αιώνα, θέσεις του ΚΚΕ.

    Η τυφλή αντιπολίτευση της περιόδου 2012-2015, η ασέβεια προς την αλήθεια, η ευκολία της εκτόξευσης μεγαλόσχημων υποσχέσεων,  έδωσαν στον ΣΥΡΙΖΑ την πολυπόθητη εξουσία. Σήμερα, μπροστά στο χάος του ενδοκομματικού σπαραγμού, η επιλογή της επιστροφής στα γνωστά και δοκιμασμένα, ήταν περίπου μονόδρομος.

    Εξάλλου, αυτό είναι και το πραγματικό DNA του αρχηγού του. Ακόμη και στην κυβέρνηση, ο Αλέξης Τσίπρας αντιπολίτευση έκανε στη Ν.Δ. Τώρα, ισχυρίζεται διαρκώς ότι ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης θα κάνει εκλογές, διότι έτσι αποδυναμώνει τις ενδογενείς διαφωνίες και συγκρούσεις.

    Παρασυρόμενος από την λογική των μνημονίων, ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί πως είναι σε όφελος του το γεγονός ότι περίπου το 50% των πολιτών πιστεύει ότι από οικονομικής πλευράς, το 2021 θα είναι χειρότερο από το 2020. Αυτή είναι, εξάλλου, η πραγματικότητα. Τα οικονομικά θα είναι χειρότερα το 2021 σε σύγκριση με το 2020.

    Αυτό δεν σημαίνει ότι αυτόματα ο ΣΥΡΙΖΑ θα εισπράξει την δυσαρέσκεια. Τουλάχιστον όχι όσο δεν εμφανίζεται με πειστικό αφήγημα που να κάνει τον κόσμο να ξεχάσει την ολέθρια διακυβέρνηση της τετραετίας 2015-2019.

    Η κυβέρνηση, όμως, έχει να παίξει, και οφείλει να παίξει, τον δικό της ρόλο.

    Σε επικοινωνιακό επίπεδο, να τονίσει ότι η Ελλάδα δεν διαφέρει σε τίποτα απ’ όσα συμβαίνουν τώρα και θα συμβούν το 2021 σε όλη την Ευρώπη. Αυτό πρέπει να είναι ένα σαφές, επαναλαμβανόμενο και ισχυρό μήνυμα—η αντίθεση στην θέση του ΣΥΡΙΖΑ ότι το δικό του πρόγραμμα είναι καλύτερο. Ευτυχώς που η ελληνική κοινωνία αντιμετωπίζει πλέον με την δέουσα αδιαφορία τα προγράμματα τύπου Ζάππειο 1&2, Θεσσαλονίκη 1&2 κοκ. Αλλά, η υπενθύμιση για το έωλο των υποσχέσεων του ΣΥΡΙΖΑ και η ευνοϊκή σύγκριση με την Ευρώπη να είναι συνεχής.

    Σε επίπεδο πραγματικής οικονομίας, η κυβέρνηση έχει ένα πολύ δύσκολο γήπεδο μπροστά της. Η προσπάθεια να διασώσει την υπάρχουσα δομή της παραγωγής είναι καταδικασμένη. Με βάση τα διεθνή δεδομένα, ο ελληνικός παραγωγικός ιστός είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό ξεπερασμένος. Η ψηφιοποίηση, η τεχνητή νοημοσύνη και η κλιματική αλλαγή θα τον καταστήσουν απαρχαιωμένο.

    Θα έρθει, έτσι, τσουνάμι  χρεοκοπιών και ανεργίας. Για την αντιμετώπιση του  η κυβέρνηση έχει τέσσερα όπλα:

    (α) την άμεση εφαρμογή του νέου πτωχευτικού κώδικα – η καθυστέρηση με την δικαιολογία πως απαιτούνται 50 υπουργικές αποφάσεις αποτελεί μνημείο υπεκφυγής και γραφειοκρατίας.

    (β) την άμεση επανεκκίνηση της επαγγελματικής εκπαίδευσης και μετεκπαίδευσης, με βάση τις εξαγγελίες που έγιναν – ώστε να δημιουργηθούν προϋποθέσεις απασχόλησης των νέων ανέργων σε νέες θέσεις εργασίας.

    (γ) την έναρξη έργων υποδομών, χωρίς να αναμένεται η έγκριση του Ταμείου Ανάκαμψης. Αν μερικά απορριφθούν, ας ενταχθούν στην συνέχεια στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων.

    Το κυριότερο «όπλο», όμως, είναι ο επαναπροσδιορισμός των προτεραιοτήτων του σχεδίου ανάκαμψης που έχει δοθεί στο Ταμείο Ανάκαμψης. Το πρόγραμμα έχει ένα μεγάλο έλλειμμα: όπως και η έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη, ουσιαστικά δεν αναφέρει και δεν διαπραγματεύεται το θέμα της ανισότητας.

    Ο αντίλογος είναι αναμενόμενος:  η ανισότητα θα μειωθεί μέσω της ανάπτυξης. Είναι, όμως, παρωχημένο επιχείρημα, διότι η σύγχρονη ανάπτυξη δεν μειώνει, αυξάνει τις ανισότητες. Απαιτείται σαφής και συνειδητή κρατική πολιτική για να  αντιμετωπιστούν. Απαιτείται ενημέρωση της κοινωνίας και σύμπραξη του επιχειρηματικού κόσμου – που στην πλειοψηφία του άλλα τυρβάζει.

    Το θέμα της ανισότητας βρίσκεται στο επίκεντρο της παγκόσμιας συζήτησης από ακαδημαϊκούς, οραματικούς πολιτικούς, διανοούμενους και δεξαμενές σκέψης, διότι αφορά το μέλλον του καπιταλισμού. Η αντίστοιχη σιωπή των προγραμμάτων της κυβέρνησης είναι εκκωφαντική.

    Μία πολύ μικρή μερίδα του ΣΥΡΙΖΑ έχει ήδη επισημάνει το θέμα. Σήμερα, εν μέσω πανδημίας, η συζήτηση αυτή μπορεί να εμφανίζεται ως άκαιρη –αν όχι άσχετη. Αν, όμως,  θέλει η Ν.Δ. να αποφύγει στο όχι μακρινό μέλλον επικίνδυνες οικονομικές παγίδες και πολιτικούς γκρεμούς καλά θα κάνει να διαφοροποιήσει το διανοητικό πλαίσιο σχεδιασμού της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής και να λάβει υπόψη της με καθαρά λόγια και ξεκάθαρες πράξεις το θέμα των ανισοτήτων.



    ΣΧΟΛΙΑ