• Άρθρα

    Η νέα πολιτική της οικονομίας

    Στην κρίση, ηγεσία σημαίνει φυγή προς τα εμπρόςσύγκρουση ΕΚΤ- Επιτροπής και ΕΜΣ;

    Αντώνης Κεφαλάς-Αρθρογράφος


    Είναι γεγονός ότι έρχονται δύσκολες ημέρες. Πέρα από την πανδημία του κορωνοϊού που θα αποτελεί πλέον μόνιμο σύντροφο της καθημερινότητάς μας, η οικονομία θα μας πονέσει. Χιλιοειπωμένο ότι η δεκαετία της άρνησης έχει αφήσει την χώρα με βαριά βαρίδια. Γνωστό ότι επιχειρήσεις θα κλείσουν, η ανεργία θα αυξηθεί, η φτώχεια θα εξαπλωθεί. Κοινός τόπος ότι η τεχνολογική πρόοδος εντείνει αυτά τα φαινόμενα.

    Σ’ αυτό το σκηνικό ποντάρει η αξιωματική αντιπολίτευση. Προσδοκά, επιπλέον, ότι οι μεταρρυθμίσεις θα επιφέρουν αναπόφευκτη αναστάτωση που με την σειρά της θα χειροτερεύσει την κατάσταση σε όφελος της.

    Υπό άλλες συνθήκες η συγκεκριμένη  ανάλυση και τα συμπεράσματα της θα μπορούσαν κάλλιστα να δικαιολογούν τις προσδοκίες της. Αυτό είναι το όνειρο, για μία «δεύτερη φορά αριστερά»: για την κατάληψη της εξουσίας και όχι μόνο της κυβέρνησης, για τις εκκαθαρίσεις στους δημόσιους υπαλλήλους και τους θεσμούς, για να «τελειώσει» η Αριστερά την Δεξιά.

    Από τις καταβολές του, εξάλλου, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορούσε να σκεφτεί αλλιώς. Αυτή είναι η ιδεολογική νομοτέλεια που κληρονόμησε από την διεθνή ριζοσπαστική αριστερά, και σ’ αυτήν εμμένει μέχρι…θανάτου. Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση ισοδυναμεί με απώλεια της ιδεολογικής ταυτότητας και κατάρρευση της πολιτικής του οντότητας.

    Οι προσδοκίες στηρίζονται, όμως, σε λάθος ανάλυση – κι αυτό επειδή η αξιωματική αντιπολίτευση αδυνατεί –ή και αρνείται—να εκτιμήσει με ρεαλισμό τις νέες συνθήκες που έχει δημιουργήσει η πανδημία στην οικονομική σκέψη και την οικονομική πολιτική.

    Θέμα πρώτο, η εμμονή στην δημοσιονομική ορθοδοξία έχει υποστεί ένα σχεδόν θανάσιμο πλήγμα. Είναι εξαιρετικά πιθανό ότι οι δημοσιονομικοί κανόνες θα λειτουργήσουν πλέον με μεγάλη χαλαρότητα – για να μιλήσουμε για την ουσιαστική κατάργησή τους. Αυτό σημαίνει ότι και η ελληνική κυβέρνηση θα έχει περιθώριο να αποφύγει πολιτικές λιτότητας που ενέχουν μεγάλο κομματικό κόστος.

    Θέμα δεύτερο, για τουλάχιστον την επόμενη διετία ή και (το πιθανότερο) τριετία το χρέος δεν θα αποτελέσει περιοριστικό παράγοντας στην άσκηση οικονομικής πολιτικής. Η πανδημία το διόγκωσε αλλά, στην ουσία, είναι σαν να ξοδέψαμε το μαξιλάρι των 30 δις, που είχαμε—και ούτε καν. Επειδή το μαξιλάρι υπάρχει, δεν προκύπτει θέμα ρευστότητας. Η ισχυρή παρουσία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στην αγορά ομολόγων προσφέρει σημαντική εγγύηση κατά της απότομης ανόδου των επιτοκίων. Και τα προϊόντα διαχείρισης κινδύνων (interest rates swaps) στα οποία έχει επενδύσει ο ΟΔΔΗΧ μειώνουν σημαντικά τις επιπτώσεις αυτού του κινδύνου αν τελικά εκδηλωθεί.  Αυτό σημαίνει ότι η ελληνική κυβέρνηση διατηρεί σημαντικά περιθώρια δημοσιονομικής ελευθερίας στην κρίσιμη περίοδο όπου θα αποσυρθούν τα μέτρα στήριξης.

    Θέμα τρίτο, οπωσδήποτε, η ψηφιοποίηση, η τεχνητή νοημοσύνη και εξελίξεις-καταλύτης όπως το 5G ακυρώνουν θέσεις εργασίας και διογκώνουν τους θύλακες υπανάπτυξης και φτώχειας που ευδοκιμούν στην χώρα μας. Με διανοητική άνεση, μάλιστα, γίνεται η σύγκριση με παρόμοιες καταστάσεις που ακολούθησαν τις βιομηχανικές/τεχνολογικές επαναστάσεις του παρελθόντος.

    Η αναλογία δεν είναι απόλυτη όμως. Παραβλέπονται μερικές σημαντικές διαφορές. Σήμερα, υπάρχει το κράτος πρόνοιας για να απαλύνει τις χειρότερες επιπτώσεις της τεχνολογικής προόδου. Και η κυβέρνηση Μητσοτάκη δείχνει έτοιμη να επενδύσει σ’ αυτό ώστε να το καταστήσει περισσότερο αποτελεσματικό, μετά την χειμερινή νάρκη της τελευταίας εικοσαετίας.

    Παράλληλα, και σε αντίθεση με ότι συνέβη στο παρελθόν, η νέα τεχνολογία δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας με ρυθμό που σε ορισμένες περιπτώσεις ξεπερνά αυτόν με τον οποίον χάνονται οι παραδοσιακές ασχολίες. Το κρίσιμο θέμα είναι, βέβαια, ο ρόλος της παιδείας και της μετεκπαίδευσης –με αναφορά, δηλαδή, στην ποιότητά της και την ικανότητα προσαρμογής των πεδίων μάθησης στις νέες απαιτήσεις που δημιουργεί η τεχνολογία. Αλλά, κι εδώ η κυβέρνηση δείχνει ότι κινείται προς την σωστή κατεύθυνση.

    Θέμα τέταρτο, μετά τα κακά της πανδημίας και την εμπειρία της τραγικής διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, η κοινωνία έχει ωριμάσει αρκετά ώστε να αποκηρύσσει την πολιτική της σύγκρουσης και του πεζοδρομίου – στην οποία έχει τόσα επενδύσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Η ελληνική κοινωνία του 2021 είναι πολύ πιο ώριμη απ’ αυτήν του 2010. Η δεκαετία των μνημονίων της διαφοροποίησαν τον χρονικό της ορίζοντα και την έκαναν καχύποπτη απέναντι στους πωλητές της εύκολης λύσης.

    Δεν υποβαθμίζεται το γεγονός ότι ο πόνος θα είναι σημαντικός. Αλλά, η χώρα είναι αρκετά προετοιμασμένη και η διαχείριση που έχει γίνει είναι αρκετά ικανοποιητική,  ώστε βάσιμα να προσδοκάται πως η έξοδος από αυτήν την φάση κρίσης της πανδημίας μπορεί να γίνει με ελαχιστοποίηση του υλικού και ανθρώπινου κόστους και με αρκετή ταχύτητα που θα επιτρέψει την σημαντική άνοδο του ΑΕΠ.

    Ο κίνδυνος ελλοχεύει από αλλού. Για μία ακόμη φορά η Γερμανία κινδυνεύει κυριολεκτικά να τινάξει την Ευρώπη στον αέρα. Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης δεν έκλεισε το θέμα της προσφυγής κατά του Ταμείου Ανάπτυξης, αντίθετα την άφησε ανοιχτή. Αν οι προσφυγές συνεχιστούν σε άλλη βάση από αυτήν που απέρριψε το Δικαστήριο, τότε θα σημειωθούν κρίσιμες καθυστερήσεις στον δανεισμό και στην εκταμίευση πόρων. Στην περίπτωση αυτή τα όρια της ελληνικής οικονομίας και  κοινωνίας θα δοκιμαστούν σκληρά, καθώς η ανάκαμψη θα είναι αργή και αναιμική. Κι αυτό είναι που ενέχει κομματικούς κινδύνους για τη Ν.Δ. και αυξημένο κόστος για τους πολίτες.



    ΣΧΟΛΙΑ