• Άρθρα

    Δικαιολογημένη μεταρρυθμιστική καθυστέρηση

    Στην κρίση, ηγεσία σημαίνει φυγή προς τα εμπρόςσύγκρουση ΕΚΤ- Επιτροπής και ΕΜΣ;

    Αντώνης Κεφαλάς-Αρθρογράφος


    Μεταρρυθμιστική κόπωση καταλογίζει στην κυβέρνηση το σχέδιο της έκθεσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του Φεβρουαρίου 2021, που συντάσσεται στο πλαίσιο της αυξημένης εποπτείας (Εnhanced Surveillance Report, Institutional Paper 145).

    Η έκθεση επιβεβαιώνει ότι ορισμένες μεταρρυθμίσεις έχουν προχωρήσει και υλοποιούνται –όπως. π.χ. στους τομείς της παιδείας, των ιδιωτικοποιήσεων, του χρηματοπιστωτικού, της ενέργειας και του προϋπολογισμού δημοσίων επενδύσεων.

    Ταυτόχρονα, όμως, υπογραμμίζει καθυστερήσεις σε αρκετούς τομείς, όπως π.χ. στην ολοκλήρωση των προσλήψεων για την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων και την ψηφιοποίηση της δημοσιονομικής οργάνωσης, την διευκόλυνση και απλοποίηση των επενδύσεων, την μείωση των οφειλών του δημοσίου, την υιοθέτηση νέου κώδικα εργασίας, την αναμόρφωση του συστήματος υγείας και την καταπολέμηση της διαφθοράς. Ειδικά για την μεταρρύθμιση της δικαιοσύνης η έκθεση υποστηρίζει ότι αυτή πρέπει να ξεκινήσει από την αρχή (relaunched).

    Η έκθεση αναγνωρίζει ότι η πανδημία και η απαιτήσεις για την προετοιμασία των προγραμμάτων που θέλει να εντάξει η χώρα στο Ταμείο Ανάκαμψης φέρουν σημαντική ευθύνη για τις καθυστερήσεις. Αυτή η διαπίστωση και μόνο οδηγεί αυτόματα στο συμπέρασμα ότι οι ποιοτικοί ανθρώπινοι πόροι που διαθέτει η κυβέρνηση δεν επαρκούν. Και δεν επαρκούν διότι (α) οι επιπτώσεις από τις δεκαετίες κακοδιαχείρισης απαιτούν τώρα μεγάλη προσπάθεια και χρόνο για να διορθωθούν, και, (β) κορυφαία στελέχη έχουν αποχωρήσει, ενώ άλλα του ιδιωτικού τομέα δεν διατίθενται για κανένα λόγο να απασχοληθούν στο ελληνικό δημόσιο.

    Σε παλαιότερο άρθρο σ’ αυτήν την στήλη, με αφορμή ορισμένα κυβερνητικά λάθη, είχε επισημανθεί ότι η χώρα δεν διαθέτει επάρκεια ποιοτικού προσωπικού για να διαχειριστεί τρεις κρίσεις μαζί: την Τουρκική απειλή, την μετανάστευση και την πανδημία—οπότε και τα λάθη ήταν αναπόφευκτα.

    Η έκθεση της Ε.Ε. έμμεσα το επιβεβαιώνει, με αναφορά στην μεταρρυθμιστική καθυστέρηση και την αδυναμία ταυτόχρονης διαχείρισης των προγραμμάτων για το Ταμείο Ανάκαμψης, της πανδημίας και των μεταρρυθμίσεων.

    Ως υπουργός διοικητικής μεταρρύθμισης, ο σημερινός πρωθυπουργός είχε διαπρέψει. Είναι γενική η ομολογία ότι επί υπουργίας του επιχειρήθηκε να μπει τάξη στο χώρο των δημοσίων υπαλλήλων. Σήμερα, υπάρχει η αίσθηση ότι στη δική του κυβέρνηση αυτή η προσπάθεια έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί.

    Είναι σαφής η ζημιά που έχει γίνει από την τετραετία του ΣΥΡΙΖΑ. Ένας λόγος παραπάνω, επομένως, να ληφθούν τώρα μέτρα αποκατάστασης της: αξιολόγηση, αποτελεσματικά πειθαρχικά συμβούλια, ποινές που να εφαρμόζονται, υποχρεωτικά σεμινάρια εκπαίδευσης και μετεκπαίδευσης, είναι μερικά από τα πράγματα που μπορεί να προωθηθούν.

    Επειδή, όμως, τα χρονικά περιθώρια είναι περίπου ανύπαρκτα, η κυβέρνηση θα όφειλε να μην διστάσει ούτε για μια στιγμή να προχωρήσει, όπου υπάρχουν καθυστερήσεις λόγω των ελλείψεων της κρατικής μηχανής, στην δημιουργία παράλληλων μηχανισμών, στελεχωμένων από τον ιδιωτικό τομέα.

    Το έκανε ως ένα βαθμό με την απονομή των συντάξεων. Ας το επαναλάβει όπου απαιτείται.

    Είναι χαρακτηριστικό των καιρών μας ότι η έκθεση λίγο ασχολείται με τα δημοσιονομικά—αναγνωρίζοντας ότι η μεγάλη αβεβαιότητα δεν προσφέρει έδαφος για ακριβείς προβλέψεις. Από την έκθεση εξάγεται το συμπέρασμα ότι το πραγματικό κόστος των μέτρων που λήφθηκαν το 2020 για να στηρίξουν την αγορά και τα νοικοκυριά ανέρχεται τουλάχιστον  στο 6,9% του ΑΕΠ – κι αυτή είναι η απόκλιση ανάμεσα στον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% που όφειλε να πετύχει η χώρα μας σύμφωνα με τις υποχρεώσεις της και το πρωτογενές έλλειμμα 3,4% με το οποίο φαίνεται ότι κλείνει το 2020.

    Πολύ θετικά χαρακτηρίζει η έκθεση την διαχείριση του δημόσιου χρέους, αν και αποφεύγει να εκφραστεί ως προς την ακρίβεια της κυβερνητικής πρόβλεψης ότι αυτό θα φτάσει το 209% του ΑΕΠ το 2020 και θα μειωθεί στο 200% το 2021.

    Είναι φανερό ότι πολλά από τα μεγέθη είναι προσωρινά και η αναθεώρηση τους πολύ πιθανή. Και μάλλον προς το χειρότερο – όσο κι αν εύχεται και ελπίζει κανείς να είναι προς το καλύτερο. Διότι, παρόλο που οι καιροί απαιτούν προετοιμασία, η Ε.Ε. εξακολουθεί ατάραχη να μην ασχολείται με το αύριο των δημοσιονομικών.

    Η έκθεση, τέλος, εμφανίζεται μάλλον ανήσυχη για τις εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα, όπου παρατηρεί κατά κύριο λόγο τα εξής: (α) το μεγάλο ύψος των κόκκινων δανείων –στο 36% του συνόλου, (β) την θετική επιρροή του προγράμματος «Ηρακλής» και του μορατόριουμ στην εξυπηρέτηση δανείων αλλά και την προοπτική να αλλάξει άρδην η εικόνα μόλις αποσυρθούν τα μέτρα στήριξης, (γ) την χαμηλή κερδοφορία του τραπεζικού συστήματος, και, (δ) την μάλλον αδύναμη θέση των τραπεζών να αντιμετωπίσουν άλλα σοκ.



    ΣΧΟΛΙΑ