
Ο Διονύσης Σαββόπουλος είναι, κατά τη γνώμη μου, ο τελευταίος – με εξαίρεση τον χαλκέντερο Σταύρο Ξαρχάκο – μιας εποχής μουσικών, τραγουδοποιών και συνθετών που δεν θα ξαναβγάλει η Ελλάδα.
Και είναι ισάξιος του Μίκη, του Μάνου, του Γιάννη Μαρκόπουλου. Μια εμβληματική προσωπικότητα της ελληνικής μουσικής, ένας πολυσύνθετος άνθρωπος, ένας σπουδαίος αφηγητής μιας ολόκληρης εποχής.
Ηταν το ρεύμα που έδωσε η ψυχή του, αυτός που έβαλε στα ρούχα μας φωτιά…
Ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο «Νιόνιος» όλης της Ελλάδας, ήταν αυτός που μπόρεσε να καταγράψει τις οβιδιακές μεταμορφώσεις της χώρας μας από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 μέχρι και σήμερα. Τα ταραγμένα χρόνια της «μαύρης» δεκαετίας, που γέννησε τη Χούντα, τον «γύψο» των Συνταγματαρχών, την επαναφορά της Δημοκρατίας και τη Μεταπολίτευση, την «Αλλαγή» της δεκαετίας του ’80, το «Μητσοτάκ» και το «κούρεμα» της δεκαετίας του ’90.
Ήταν ο «Νιόνιος» του «Καραγκιόζη», της «Συννεφούλας», του «Μπάλου»· ήταν ο ροκάς, ο ρεμπέτης, ο λαϊκός κι ο λόγιος ταυτόχρονα.
Και ήταν ένας εραστής της μουσικής, βαθιά πολιτικοποιημένος αλλά ελεύθερος· δεν μπήκε ποτέ σε κομματικά καλούπια. Λοιδορήθηκε από την Αριστερά που τον αγάπησε με πάθος, αλλά και τον μίσησε.
Με τη μουσική του συνέδεσε τον Καραγκιόζη με τον Μπομπ Ντύλαν, τον Αριστοφάνη με τη ροκ, τη λαϊκή ψυχή με τη σύγχρονη αμφισβήτηση. Ήταν ο άνθρωπος που μας έμαθε πως το τραγούδι μπορεί να είναι ποίηση, σχόλιο, προσευχή και διαμαρτυρία μαζί. Ο Σαββόπουλος ήταν -και παραμένει- η ζωντανή φωνή μιας Ελλάδας που, παρά τις αντιφάσεις της, συνεχίζει να τραγουδά.
Ο Σαββόπουλος ήταν όλη η Ελλάδα των τελευταίων εξήντα χρόνων — με τις αντιφάσεις της, τις καταστροφές της, τις ελπίδες, τα όνειρα, τα οράματα και τις απογοητεύσεις της. Ήταν, με λίγα λόγια, ο καθρέφτης της πατρίδας μας, με όλα τα καλά και τα κακά της. Ένας άνθρωπος με βαθιά αγάπη για τη μουσική, την παράδοση, και το δέσιμο του σύγχρονου με το παλιό.
Γεννήθηκε “Στο περιβόλι του τρελού”, στη Θεσσαλονίκη, το 1944. Από μικρός είχε μέσα του την αίσθηση ότι η ζωή είναι “Μια θάλασσα μικρή”, όπου όλα μπορούν να αλλάξουν με ένα τραγούδι. Φοιτητής στη Νομική, αλλά “Ο πολιτευτής” μέσα του δεν χωρούσε στα έδρανα. Τον κέρδισε το τραγούδι, η ανάγκη να πει “Τι έπαιζε ο ραδιοφωνικός σταθμός” της ψυχής του.
Στα χρόνια της αναζήτησης, έφυγε για την Αθήνα. “Ας κρατήσουν οι χοροί”, είπε, κι άνοιξε δρόμους πρωτόγνωρους για την ελληνική μουσική. Με το “Φορτηγό” του ξεκίνησε ένα ταξίδι γεμάτο εικόνες, έρωτες, κοινωνικά ρεύματα και πολιτικές ταραχές. Σ’ αυτό το φορτηγό χωρούσαν “Οι συνειδήσεις”, “Οι παλιοί μας φίλοι”, “Των Ελλήνων οι κοινότητες”. Όλοι μαζί τραγουδούσαν για “Το Περιβόλι του Τρελού”, έναν κόσμο όπου η τρέλα είναι αλήθεια και η λογική ψεύδος.
Βούτηξε στη “Θαλασσογραφία” της ψυχής του για να τραγουδήσει την “Ωδή στον Καραϊσκάκη” και τη “Συννεφούλα” του, τη δική του Νεφελοκοκκυγία. Και χόρεψε με το “Ντιρλανταντά”, ξορκίζοντας τη σκοτεινή εποχή της Χούντας και της φυλάκισής του. Στα χρόνια της δικτατορίας, έγινε ο “Παλιάτσος κι ο ληστής”, μια φωνή που συνδύαζε την ποίηση με την πολιτική σάτιρα.
Και σκάρωνε δικά του διαμαντάκια γιατί «τι να τα κάνω τα τραγούδια σας, είναι πολύ ζαχαρωμένα και δεν λένε ποτέ την αλήθεια».
Μέσα στις δύσκολες εποχές, όταν “Ο Βιετναμέζος με το γιε γιε του” και “Ο Μπάλλος” γίνονταν ύμνοι αντίστασης, ο Σαββόπουλος απέδειξε πως “Η ζωή του Παλληκαριού” δεν είναι μόνο αγώνας, αλλά και τραγούδι. “Μη μιλάς άλλο γι’ αγάπη”, έλεγε ειρωνικά, την ίδια ώρα που με μια κιθάρα και μια μελωδία έδινε ελπίδα στους σιωπηλούς.
Μετά τη Μεταπολίτευση, ο Σαββόπουλος έγινε “Ο Ρεμπέτης του Ροκ”, γεφυρώνοντας το παλιό με το νέο. Ονειρεύτηκε “Το Βρώμικο Ψωμί”, αλλά το έκανε καθαρό με την τέχνη του. Έστησε “Αχαρνείς” στη μουσική σκηνή, παντρεύοντας Αριστοφάνη με ηλεκτρική κιθάρα, ρεμπέτικο με ψυχεδέλεια.
Δεν έμεινε ποτέ στάσιμος. Πέρασε από “Το Κούρεμα” των ιδεών και το “Μητσοτάκ”, από το “Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας” στο “Ζήτω το ελληνικό τραγούδι”. Γιατί ο Σαββόπουλος δεν ήταν ποτέ απλώς τραγουδοποιός. Ήταν “Ο ασώματος θίασος” της Ελλάδας, ο αφηγητής που ένωσε το “Ζεϊμπέκικο” με τη ροκ.
Κι αν πίκρανε πολλούς, ειδικά από τον χώρο της Αριστεράς, δεν πειράζει· όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες δεν χωράνε στα στενά κομματικά και πολιτικά κοστούμια που κάποιοι θέλουν να τους βάλουν.
Η “Δημοσθένους Λέξις”, η “Κυρά Μάρω”, το “Βιετνάμ γιε γιε”, ο “Καραγκιόζης”, η “Συννεφούλα” δεν λεκιάζονται από καμιά πολιτική τοποθέτηση. Είναι ιστορία – κι έτσι θα μείνουν.
Στην ιστορία, όπως και ο ίδιος ο Σαββόπουλος.
Οι αντιφάσεις των μεγάλων, όπως του Σαββόπουλου, είναι αυτές που γράφουν και την ιστορία του ταλαιπωρημένου αυτού τόπου.
Και γι’ αυτό, “Παιδιά, ας κρατήσουν οι χοροί” – γιατί το τραγούδι δεν τελειώνει ποτέ.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος θα μείνει μέσα στην καρδιά μας. Οι στίχοι που σκάρωνε και οι μουσικές που έφτιαχνε θα συντροφεύουν όλες τις επόμενες γενιές.
Γιατί, όσο υπάρχει Ελλάδα, κάπου θα ακούγεται μια κιθάρα να ψιθυρίζει:
«Ας κρατήσουν οι χοροί…»
Ο «Νιόνιος» φτιάχνει τώρα τραγουδάκια στη «Γειτονιά των Αγγέλων» και χορεύει ένα βαρύ Ζεϊμπέκικο…
Διαβάστε επίσης:
Διονύσης Σαββόπουλος: Η γυναίκα της ζωής του, Άσπα, και τα 58 χρόνια γάμου [βίντεο]
Η ιστορία της «Συννεφούλας» και η «τσαπερδόνα» του Διονύση Σαββόπουλου
Διονύσης Σαββόπουλος: Ο ποιητής της μουσικής και της ελληνικής ψυχής
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Χρηματιστήριο: Ποια deals έρχονται μέχρι το τέλος του 2025
- Βουτιά για τον χρυσό, κόπωση στη Wall Street- Πώς θα κλείσει το έτος σύμφωνα με τους αναλυτές
- Το φάντασμα της Lehman Brothers πλανάται πάνω από τις αγορές
- Θεσσαλονίκη: Έρχονται αλλαγές στα λεωφορεία – Πρόσω ολοταχώς και για νέες προσλήψεις οδηγών
