
Δεν είχαν περάσει καλά-καλά 48 ώρες από την ομιλία του Κώστα Καραμανλή στην Παλαιά Βουλή και ο Κυριάκος Βελόπουλος βάλθηκε με κάθε τρόπο να δικαιώσει των πρώην πρωθυπουργό.
«Εσύ που έλεγες ότι οι Πόντιοι είναι Τούρκοι δεν έχεις δικαίωμα δια να ομιλείς. Εσύ που έλεγες ότι είμαστε απόγονοι Τούρκων δεν έχεις δικαίωμα να ομιλείς, τέλος η πλάκα», ήταν τα λόγια που χρησιμοποίησε για να «απαντήσει» στο Δημήτρη Καιρίδη που τον διέκοπτε από τα βουλευτικά έδρανα. Η προσφυγή στο πολιτικό σύνθημα του Μένιου Κουτσόγιωργα, δείχνει μία βαθύτατα αντιδημοκρατική αντίληψη – όχι πως αυτό εκπλήσσει εφόσον πρόκειται για τον Βελόπουλο.
Ο John Stuart Mill είχε γράψει ότι η ελευθερία του λόγου αποτελεί προϋπόθεση για να ανεύρεση της αλήθειας και την διόρθωση σφαλμάτων. Η Hanna Arendt, έθεσε το θέμα πιο φιλοσοφικά γράφοντας ότι πολιτική υπάρχει μόνο όταν οι άνθρωποι «εμφανίζονται» ο ένας στον άλλο με λόγο και πράξη. Αυτά, όμως, είναι μάλλον ψιλά γράμματα για αρκετούς εκπροσώπους του λαού στο κοινοβούλιο.
«Δεν δικαιούσθε δια να ομιλείτε» είχε ξεκαθαρίσει ο τότε ισχυρός άνδρας του ΠΑΣΟΚ, απευθυνόμενος, κατά τα φαινόμενα στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Αναρωτιέμαι αν υπάρχει στην Βουλή έστω ένας που θα είχε το θράσος να χρησιμοποιήσει την συγκεκριμένη φράση απευθυνόμενος στον σημερινό πρωθυπουργό; Παρά ταύτα, η ατμόσφαιρα του διαλόγου κουφών και της προσωπικής αντιπαράθεσης πλανάται σήμερα ως πυκνή ομίχλη μέσα στο ελληνικό κοινοβούλιο.
Η φράση του Βελόπουλου δεν προκαλεί έκπληξη. Αντανακλά την αβίαστη προσωπική και όχι την πολιτική σύγκρουση που χρησιμοποιείται ως μέσο διεκδίκησης της εξουσίας. Μην έχοντας αρκετά πειστικά πολιτικοοικονομικά επιχειρήματα, βλέποντας ότι η πρωτοκαθεδρία της Ν.Δ. δεν θίγεται παρά τα επικοινωνιακά λάθη της και την μερική εθελοτυφλία της στην αντιμετώπιση χρόνιων παθογενειών που ταλαιπωρούν τον πολίτη, η αντιπολίτευση επενδύει στην χυδαιότητα της προσωπικής επίθεσης και στην ακρότητα της εκφοράς προκειμένου να… κοντύνει την κυβέρνηση. Στόχος της δεν είναι εξουσία που με πείσμα δεν πλησιάζει αλλά η δημιουργία πολιτικής αστάθειας από την οποία ελπίζει (τι ακριβώς;) να κερδίσει. Η στήλη δεν υιοθετεί την διαρροή ότι ο Καραμανλής υποστηρίζει «ας έρθει όποιος είναι φτάνει να φύγει ο Μητσοτάκης», διότι ο πρώην πρωθυπουργός είναι θέρος θεσμικός. Ούτε ότι ο Σαμαράς δεν στραφεί για δεύτερη φορά κατά της παράταξης του, διότι ως άτομο μπορεί να διαχωρίσει την πολιτική ως πολιτική από την προσωπική αντιπάθεια και την όποια διαφωνία. Αυτά εύχεται η αντιπολίτευση, κι αυτά ονειρεύεται για να καλύψει την δική της ένδεια ιδεολογίας και πράξης.
Ο αντίλογος δεν είναι χάρη που κάνει η πλειοψηφία αλλά δικαίωμα της μειοψηφίας. Αν η φράση «δεν δικαιούσθε δια να ομιλείτε» είχε εκστομιστεί από μέλος της κυβερνητικής πλειοψηφίας θα μπορούσε να λεχθεί ότι προσβάλει την αρχή της λογοδοσίας και την πρακτική ελέγχου της εξουσίας, αναπαράγοντας πλειοψηφικό αυταρχισμό. Ευτυχώς δεν συνέβη. Το γεγονός και μόνο, όμως, ότι ακούστηκε μέσα στο κοινοβούλιο, αντιστρέφει τον σκοπό του θεσμού και κανονικοποιεί την απονομιμοποίηση του αντίλογου.
Οι ατάκες είναι τελικά φτηνές. Η ρήξη με τον πυρήνα της δημοκρατίας δεν είναι. Έχει κόστος. Το «κακιά» αντανακλά την χαμηλή ποιότητα ενσυναίσθησης του ατόμου. Η άρνηση στον αντίλογο, έστω κι αν η συζήτηση διεξάγεται με μη θεσμικούς όρους, είναι παραταύτα βαθύτατα αντιδημοκρατική. Η περίφημη φράση (που λαθεμένα αποδίδεται στον Βολτέρο ενώ την έγραψε η Evelyn Beatrice Hall) «διαφωνώ με όσα λες αλλά θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμα σου να τα λες» είναι σήμερα στην Ελλάδα επίκαιρη—διότι προϋποθέτει σεβασμό και αξιοπρέπεια, και τα δύο σε έλλειμμα.
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Γιατί ο Γιάννης Αλαφούζος σπάει το ταμείο και ρίχνει τρελά λεφτά στον Παναθηναϊκό
- Πιερρακάκης στο Reuters: Η Ελλάδα μπορεί να πρωταγωνιστήσει στις διασυνοριακές συγχωνεύσεις και εξαγορές στην Ευρώπη
- Αυτές είναι οι «σιδηρές κυρίες» του ελληνικού ποδοσφαίρου
- Χρηματιστήριο: Ποιοι και γιατί αγόρασαν Coca Cola και ΟΠΑΠ που έβαλαν φρένο στη μεγάλη πτώση
