Το πώς θα μοιραστεί η περιουσία αποτελεί ένα σημαντικό ζήτημα όχι μόνο για ανθρώπους με μεγάλο οικονομικό υπόβαθρο, αλλά και όταν το άτομο επιθυμεί να διανείμει την περιουσία του σε περισσότερα άτομα (π.χ. περισσότερα παιδιά).
Εφόσον ο διαθέτης δεν προβλέψει πριν τον θάνατό του να ορίσει με κάποιο τρόπο τη διανομή, τότε η κληρονομία θα μεταβιβαστεί εξ αδιαθέτου, δηλαδή οι κληρονόμοι θα λάβουν το μερίδιο που ορίζει ο νόμος. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι αν υπάρχουν περισσότερα περιουσιακά στοιχεία και περισσότερα παιδιά, θα βρεθεί κάθε παιδί με εξ αδιαιρέτου ποσοστό σε κάθε στοιχείο (π.χ. από 50% σε δύο ακίνητα), εκτός αν μπορέσει να υπάρξει συνεννόηση μεταξύ τους και να γίνουν οι απαραίτητες αμοιβαίες μεταβιβάσεις (κάτι που δεν είναι πάντα αυτονόητο).
Για να μη γίνει αυτό, οι περισσότεροι προσφεύγουν στη διαθήκη, όμως και αυτή δεν στερείται προβλημάτων. Αμφισβητήσεις εγκυρότητας, προσφυγές από κληρονόμους, δικαστικές διαμάχες για τη νόμιμη μοίρα και καθυστερήσεις στην εκκαθάριση της κληρονομίας είναι μερικά μόνο από αυτά.
Ιδίως σε οικογένειες με πολύπλοκες σχέσεις (παιδιά από προηγούμενους γάμους, επιχειρηματική περιουσία κλπ.), η απλή σύνταξη διαθήκης συχνά δεν αρκεί. Ωστόσο, τόσο το ελληνικό όσο και το διεθνές δίκαιο παρέχουν εναλλακτικούς τρόπους διανομής της περιουσίας, οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις είναι καταλληλότεροι από τη σύνταξη διαθήκης όσον αφορά την ασφάλεια, τη φορολογική μεταχείριση της περιουσίας και την αποφυγή μελλοντικών προστριβών.
Γονική παροχή και δωρεά εν ζωή
Η γονική παροχή και η δωρεά εν ζωή είναι δύο πολύ διαδεδομένοι τρόποι με τους οποίους κάποιος μπορεί να μεταβιβάσει την περιουσία σε συγγενείς ή τρίτους πριν τον θάνατό του, αποφεύγοντας τη διαθήκη και τη διαδικασία της κληρονομικής διαδοχής.
Η γονική παροχή γίνεται με συμβολαιογραφική πράξη με την οποία ο γονέας μεταβιβάζει ακίνητο ή χρηματικό ποσό στο παιδί του. Η φορολογική κλίμακα δεν έχει διαφορά με την φορολογία κληρονομίας, αφού και στις δύο το όριο είναι πολύ υψηλό (800.000 ευρώ ανά γονέα ανά παιδί).
Συνεπώς, το παιδί είτε λάβει το ακίνητο με γονική παροχή είτε το κληρονομήσει μετά θάνατον θα κληθεί να πληρώσει φόρο μετά από ένα αρκετά υψηλό όριο. Όμως, η γονική παροχή έχει το πλεονέκτημα ότι παρέχει ξεκάθαρους όρους:
Συνήθως, μεταβιβάζεται η ψιλή κυριότητα στο παιδί και ο γονέας διατηρεί την επικαρπία, ώστε να μπορεί να διαμένει στο ακίνητο, να λαμβάνει τα μισθώματα κλπ. Μετά θάνατον, η επικαρπία παύει να ισχύει και το παιδί αποκτά πλήρη κυριότητα.
Η δωρεά εν ζωή μπορεί να γίνει και προς τρίτους, όμως η φορολογία της είναι υψηλή αν ο δωρεοδόχος δεν είναι συγγενής πρώτου βαθμού. Φυσικά, αυτή η υψηλή φορολογία ισχύει και στον φόρο κληρονομίας, οπότε εδώ δεν υπάρχει διαφορά.
Η βασική διαφορά μεταξύ δωρεάς εν ζωής και διαθήκης είναι ότι η δωρεά δεν έχει απόλυτα οριστικό χαρακτήρα, αφού μπορεί να ανακληθεί.
Οι περιπτώσεις ανάκλησης της δωρεάς είναι:
- Αχαριστία του δωρεοδόχου: Ο δωρητής μπορεί να ανακαλέσει τη δωρεά αν ο δωρεοδόχος αποδειχθεί αχάριστος, δηλαδή αν επιδείξει βαριά προσβλητική ή επικίνδυνη συμπεριφορά απέναντι στον δωρητή (π.χ. κάνει απόπειρα ανθρωποκτονίας εναντίον του, προκαλέσει σωματική βλάβη ή προσβάλει την αξιοπρέπειά του).
- Μη εκπλήρωση όρου: Η δωρεά μπορεί να γίνει και υπό όρους (π.χ. μεταβίβαση ακινήτου υπό τον όρο ότι ο δωρεοδόχος θα φροντίζει τον δωρητή μέχρι το τέλος της ζωής του). Σε αυτή την περίπτωση, αν ο δωρεοδόχος δεν τηρήσει τον όρο, ο δωρητής μπορεί να ζητήσει την ανάκληση ή αποζημίωση.
- Γέννηση τέκνου μετά τη δωρεά: Αν ο δωρητής δεν είχε παιδιά κατά τον χρόνο της δωρεάς και αργότερα αποκτήσει βιολογικό ή θετό τέκνο, μπορεί να ανακαλέσει τη δωρεά (όχι όμως αν είχε ήδη τέκνο κατά τη δωρεά και το αγνόησε).
Ένα ακόμα ζήτημα με τη δωρεά εν ζωή είναι η μέμψη άστοργης δωρεάς:
Εάν ένας γονέας δωρίσει δυσανάλογο μέρος της περιουσίας του σε ένα παιδί ή σε τρίτο, προσβάλλοντας τη νόμιμη μοίρα των άλλων παιδιών του, αυτά μπορούν μετά τον θάνατό του να προσφύγουν στο δικαστήριο και να ζητήσουν την ανατροπή ή αναλογική απομείωση της δωρεάς.
Με λίγα λόγια, δεν μπορεί ο γονέας να δωρίσει όλα του τα ακίνητα σε ένα ίδρυμα, καθώς τα παιδιά του θα προσβάλλουν τη δωρεά μετά θάνατον, ώστε να λάβουν τη νόμιμη μοίρα που τους αναλογεί.
Αυτό σημαίνει ότι οι εν ζωή δωρεές δεν είναι πάντα αμετάκλητες. Αν παραβιάζουν τη νόμιμη μοίρα των άλλων κληρονόμων, μπορούν να ακυρωθούν, ενώ επιπλέον μπορούν να ανακληθούν και όσο βρίσκεται εν ζωή ο δωρεοδόχος.
Νέμηση ανιόντος: Διανομή της περιουσίας εν ζωή με συμφωνία
Πρόκειται για τη διανομή της περιουσίας του γονέα στα παιδιά ή στα εγγόνια του, ώστε να γνωρίζει το καθένα τι θα πάρει μετά το θάνατό του. Είναι ενιαία πράξη που περιλαμβάνει ολική ή μερική διανομή της περιουσίας και απαιτεί τη συγκατάθεση όλων των αποδεκτών. Είναι, δηλαδή, μορφή κληρονομικής σύμβασης, όπου ουσιαστικά όλοι οι συμβαλλόμενοι συμφωνούν ειρηνικά πώς θα κατανεμηθεί η περιουσία μετά θάνατον.
Η διαφορά της νέμησης ανιόντος με τη γονική παροχή είναι ότι η πρώτη είναι ενοχική δικαιοπραξία, ενώ η δεύτερη εμπράγματη. Με λίγα λόγια, η πρώτη αποτελεί συμφωνία, η οποία στην πορεία της ζωής του γονέα μπορεί να ανατραπεί, δηλαδή μπορεί ο γονέας να συντάξει διαθήκη με διαφορετικό περιεχόμενο, οπότε αυτή υπερισχύει της νέμησης. Αντίθετα, η γονική παροχή συνιστά εν ζωή μεταβίβαση της περιουσίας και δεν ανατρέπεται.
Trust και καταπίστευμα: Δύο διαφορετικοί δρόμοι με κοινό στόχο
Σε πιο σύνθετες περιπτώσεις, ιδίως με μεγάλη περιουσία, ανήλικους δικαιούχους ή περιουσιακά στοιχεία στο εξωτερικό, υπάρχουν πιο εξειδικευμένοι μηχανισμοί διαχείρισης: το trust και το καταπίστευμα.
Το trust είναι θεσμός του αγγλοσαξονικού δικαίου, κατά τον οποίο ο διαθέτης (settlor) μεταβιβάζει την περιουσία του σε έναν διαχειριστή (trustee) προς όφελος ενός τρίτου (beneficiary), υπό συγκεκριμένους όρους.
Το trust μπορεί να ιδρυθεί εν ζωή ή μετά θάνατον και προβλέπει σταδιακή μεταβίβαση ενδεχομένως υπό όρους, όπως π.χ. το παιδί να πάρει την περιουσία στα 30 έτη του ή εφόσον αποφοιτήσει από πανεπιστήμιο.
Στην Ελλάδα, το trust δεν προβλέπεται στη νομοθεσία, ωστόσο μπορεί να αναγνωριστεί αν έχει ιδρυθεί νομίμως στο εξωτερικό (π.χ. στην Κύπρο, τη Μάλτα ή το Λουξεμβούργο). Όμως, υπάρχουν δύο βασικές περιπτώσεις, κατά τις οποίες το trust δεν αναγνωρίζεται στην Ελλάδα:
- Αφορά ακίνητο στην Ελλάδα: Τα ακίνητα στην Ελλάδα υπάγονται αποκλειστικά στο δίκαιο της χώρας, οπότε δεν μπορούν να υπαχθούν σε trust ξένου κράτους.
- Προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα: Όταν πρόκειται για Έλληνες πολίτες ή ελληνική περιουσία, δεν μπορεί το trust να υπερβεί την απαίτηση για νόμιμη μοίρα.
Με λίγα λόγια, ένα trust που θέτει ως όρο ότι ένα ακίνητο στην Ελλάδα θα κληροδοτηθεί στον κληρονόμο υπό τον όρο ότι αυτός θα παντρευτεί, δεν αναγνωρίζεται στη χώρα μας. Το ίδιο ισχύει αν ο διαθέτης θέτει τον ίδιο όρο για τη μεταβίβαση ολόκληρης της περιουσίας του στο παιδί του, γιατί αυτό προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα του τελευταίου (με δεδομένο ότι με έναν τέτοιο όρο μπορεί να μη τη λάβει ποτέ).
Από την άλλη, το καταπίστευμα είναι ένα νομικό εργαλείο του ελληνικού κληρονομικού δικαίου, που επιτρέπει στον διαθέτη να ορίσει προσωρινό κληρονόμο και καταπιστευματοδόχο. Παράδειγμα: «Αφήνω το σπίτι μου στην κόρη μου Α μέχρι τον θάνατό της και μετά να περιέλθει στον εγγονό μου Β».
Το καταπίστευμα εφαρμόζεται μόνο με διαθήκη και συνεπάγεται ότι ο πρώτος δικαιούχος δεν αποκτά πλήρη ιδιοκτησία, αλλά προσωρινή κατοχή με υποχρέωση μελλοντικής απόδοσης. Το καταπίστευμα, όμως, δεν μπορεί να προσβάλει τη νόμιμη μοίρα των δικαιούχων (π.χ. δεν μπορεί κληρονόμος όλης της περιουσίας να είναι τρίτος και καταπιστευματοδόχος το παιδί υπό όρο ή άλλος τρίτος).
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Autohellas: Με το βλέμμα στο α΄ εξάμηνο και τιμή στόχο στα 16,02 ευρώ ανά μετοχή
- Το στυλ αγγίζει το νερό: Η Kith και η Cigarette Racing επαναπροσδιορίζουν την ταχύτητα εν πλω
- Νίκος Ρασσιάς (RAFARM): Το κυνήγι της επιτυχίας και η διαδρομή από το Γεωργίτσι με «όπλο» την εντιμότητα – Η βιογραφία του
- Μάχη στα 4play πακέτα – Τι δίνουν Cosmote Telekom – Nova – Vodafone
