• Business

    PwC: Τα λάθη και οι «φούσκες» στις οικονομικές καταστάσεις της Folli-Τι λέει για την απαίτηση των 43,9 εκατ. δολ. του Δ. Κουτσολιούτσου και την Dufry

    • Γιώργος Μανέττας
    folli follie

    Δημήτρης, Καίτη και Τζώρτζης Κουτσολιούτσος


    «Καταπέλτης» για τις διαδικασίες και τις παραδοχές που χρησιμοποίησε η διοίκηση της Folli για να καταρτίσει τις οικονομικές καταστάσεις του 2017 είναι το πόρισμα της PwC.

    Συνολικά, οι ελεγκτές έχουν σημειώσει 20 παρατηρήσεις σε διάφορα σημεία του ισολογισμού, και έχουν εκφράσει πλήθος ενστάσεων σε διάφορα ζητήματα, όπως η ικανότητα της εταιρείας να συνεχίσει να λειτουργία, τα δάνεια προς τις θυγατρικές ενώ αμφισβητεί και την αξιοπιστία των στοιχείων, επί των οποίων βασίστηκε η σύνταξή του.

    Επιπλέον, κάνει λόγο για διάτρητα συστήματα ελέγχου, που είναι απαραίτητα για την κατάρτιση χρηματοοικονομικών καταστάσεων, απαλλαγμένων από ουσιώδη σφάλματα που οφείλονται είτε σε απάτη είτε σε λάθος.

    «Οι συνημμένες αναθεωρημένες εταιρικές και ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις δεν παρουσιάζουν εύλογα, από κάθε ουσιώδη άποψη, την εταιρική και ενοποιημένη χρηματοοικονομική θέση της Εταιρείας και του Ομίλου κατά την 31η Δεκεμβρίου 2017, την εταιρική και ενοποιημένη χρηματοοικονομική τους επίδοση και τις εταιρικές και ενοποιημένες ταμειακές τους ροές…», επισημαίνουν χαρακτηριστικά οι ελεγκτές της PwC.

    Η ελεγκτική εταιρεία διαφωνεί με την εκτίμηση της διοίκησης για την ικανότητά της εταιρείας να συνεχίσει να λειτουργεί, με δεδομένο ότι οι δανειακές υποχρεώσεις του ομίλου έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες και, παράλληλα, δεν έχει συμφωνία με τους δανειστές του για αναδιάρθρωση του υφιστάμενου χρέους, ενώ ούτε έχει καταφέρει να εξασφαλίσει χρηματοδότηση από άλλα μέρη.

    «Στο παρόν στάδιο υφίσταται ουσιώδης αβεβαιότητα που εγείρει σημαντική αμφιβολία για την ικανότητα της Εταιρείας και του Ομίλου να συνεχίσουν απρόσκοπτα τις δραστηριότητες τους», αναφέρουν χαρακτηριστικά.

    Υπογραμμίζει, επίσης, ότι η εταιρεία δεν διαθέτει αξιόπιστο σύστημα χρηματοοικονομικής πληροφόρησης, με αποτέλεσμα να μην διαθέτει επαρκή και αξιόπιστα δεδομένα, ώστε να καταρτίσει τις αναθεωρημένες εταιρικές και ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις απαλλαγμένες από ουσιώδη σφάλματα, που οφείλονται είτε σε απάτη είτε σε λάθος.

    Και αυτό, όπως λέει, γιατί δεν ολοκληρώθηκε ποτέ το έργο που είχε ανατεθεί στην εταιρεία Alvarez & Marsal (A&M), το οποίο περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, τη διερεύνηση των γεγονότων, που έχουν οδηγήσει στη σύνταξη και δημοσίευση διαστρεβλωμένων εταιρικών και ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων. Κάνει, μάλιστα, λόγο για ημιτελή έλεγχο από την A&M.

    Επιπρόσθετα, επισημαίνει πως δεν κατέστη εφικτό να γίνει από τη διοίκηση πλήρης αναδρομική διόρθωση των λαθών στις ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις και προσθέτει πως, τόσο οι εταιρικές, όσο και οι ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις είναι εσφαλμένες, διότι η διοίκηση δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει όλα τα απαραίτητα στοιχεία που θα επέτρεπαν τη σύνταξη των εν λόγω καταστάσεων, απαλλαγμένων από ουσιώδη λάθη.

    H PwC, προσθέτει μάλιστα, πως εντόπισε διαφορές που, αν διορθώνονταν, «θα μείωναν τα Ίδια Κεφάλαια της Εταιρείας και του Ομίλου κατά περίπου €11 εκ.και €6 εκ. αντίστοιχα».

    Ιδιαίτερη αναφορά κάνει σε δάνεια ύψους 41 εκατ. ευρώ, που παρείχε η μητρική προς τις θυγατρικές, για τα οποία δεν έλαβε ποτέ τα απαιτούμενα ελεγκτικά τεκμήρια, ενώ στέκεται ιδιαίτερα στο γεγονός πως δεν μπόρεσε να αποκτήσει αξιόπιστα και επαρκή στοιχεία για την προετοιμασία και παρουσίαση όλων των γνωστοποιήσεων/ επεξηγήσεων.

    «Διάτρητα συστήματα ελέγχου»

    Η PwC στηλιτεύει επίσης την απουσία καταγεγραμμένων διαδικασιών, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα τη μη ολοκλήρωση των απαραίτητων ελεγκτικών διαδικασιών μας για την επιβεβαίωση σημαντικών κονδυλίων των χρηματοοικονομικών καταστάσεων, καθώς και τη συγκέντρωση επαρκών τεκμηρίων για την επαλήθευση της ακρίβειας και πληρότητας των γνωστοποιήσεων, στις σημειώσεις επί των συνημμένων αναθεωρημένων εταιρικών και ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων.

    Ειδική μνεία γίνεται και στις συναλλαγές με τα συνδεδεμένα μέρη, οι οποίες δεν κατέστη εφικτό να επιβεβαιωθούν σε πλήρη έκταση, αφού η εταιρεία μέχρι και το Μάιο 2019 (!), «δεν είχε διαδικασία για την καταγραφή και τον εντοπισμό των συνδεδεμένων μερών, καθώς και για την ορθή και έγκαιρη αποτύπωση των συναλλαγών της εταιρείας με τα συνδεδεμένα μέρη».

    Αδυναμία εκφράζει η PwC και όσον αφορά στον εντοπισμό και επιβεβαίωση της απαίτησης ύψους 43,9 εκατ. δολ., που έχει ο άλλοτε πανίσχυρος άνδρας της Folli και βασικός μέτοχος, Δ. Κουτσολιούτσος από την εταιρεία. Ο τελευταίος, κατά τη διάρκεια του 2019, απέστειλε επιστολή προς τη Διοίκηση, με την οποία γνωστοποιεί ότι αξιώνει την καταβολή $43,9 εκ., ισχυριζόμενος ότι το ποσό αυτό είχε χορηγηθεί μέχρι την 31 Δεκεμβρίου 2018 από τον ίδιο, προς τη θυγατρική εταιρεία FF Group SourcingLtd.

    Η PwC στέκεται και σε μια σύμβαση που εντόπισε με προμηθευτή, η οποία συνάφθηκε στις 18 Μαΐου 2018 και η οποία δέσμευε την εταιρεία στην καταβολή αμοιβής επιτυχίας, σε περίπτωση επιτυχούς διαμεσολάβησης για την προσέλκυση επενδυτών. Ο συγκεκριμένος προμηθευτής τιμολόγησε ποσό $5 εκ., με επιβάρυνση των αποτελεσμάτων του 2018, επικαλούμενος την προσφορά τρίτου για την πραγματοποίηση επένδυσης στην εταιρεία ποσού €250 εκ. !

    Ο Όμιλος, μέχρι και τον Αύγουστο του 2018, είχε καταβάλει στο συγκεκριμένο προμηθευτή συνολικό ποσό άνω των $3 εκ., μέσω δύο εταιρειών του Ομίλου. Ωστόσο, οι ελεγκτές επισημαίνουν πως δεν μπόρεσαν να επιβεβαιώσουν την οικονομική ουσία της ανωτέρω συναλλαγής, ενώ υπογραμμίζουν πως η διοίκηση της Folli έχει κινηθεί νομικά για την ανάκτηση των καταβληθέντων ποσών, που αφορούν σε μη παρασχεθείσες υπηρεσίες.

    Οι ελεγκτές επισημαίνουν, ακόμη, ότι δεν έλαβαν απαντητικές επιστολές για το σύνολο των συνεργαζόμενων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ώστε να υπάρχει πληροφόρηση για το σύνολο της σχέσης με το κάθε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα και να μπορέσουν να επιβεβαιώσουν την ορθή απεικόνιση των χρηματικών διαθεσίμων, ύψους €42,6 εκ., αλλά και τυχόν δανείων, εγγυήσεων και λοιπών ενδεχόμενων απαιτήσεων και υποχρεώσεων. Επιπλέον, οι ελεγκτές δεν έλαβαν τα απαραίτητα ελεγκτικά τεκμήρια, προκειμένου να επιβεβαιώσουν το σύνολο των ενδεχόμενων υποχρεώσεων της εταιρείας και του ομίλου προς τρίτους.

    Ανύπαρκτα έγγραφα και σκοτεινές συναλλαγές

    Οι ελεγκτές εκφράζουν ενστάσεις για τις ανοιχτές νομικές υποθέσεις και τυχόν αξιώσεις τρίτων έναντι της εταιρείας, σημειώνοντας πως δεν μπόρεσαν να συλλέξουν τις απαραίτητες επιστολές από το σύνολο των νομικών συμβούλων. Αδυναμία επαλήθευσης εκφράζουν και για τις απαιτήσεις που έχει η εταιρεία από πελάτες, χρεώστες και συνδεδεμένα μέρη, ύψους €70,8 εκατ. ευρώ. «Η επαλήθευση της ύπαρξης και ακρίβειας των προαναφερόμενων απαιτήσεων με επιβεβαιωτικές επιστολές ή με εξέταση της μεταγενέστερης ρευστοποίησής τους δεν κατέστη εφικτή», σημειώνουν χαρακτηριστικά.

    Επιπλέον, οι ελεγκτές δεν μπόρεσαν να επιβεβαιώσουν την ύπαρξη των ενσώματων παγίων στοιχείων της εταιρείας, εκτός από τα οικόπεδα, αξίας €10,4 εκ. και τα κτίρια, με αναπόσβεστη αξία €22,2 εκ., ενώ δηλώνουν αδυναμία να εκτιμήσουν το ύψος της ενδεχόμενης υποχρέωσης της εταιρείας προς την DufryAG, καθώς δεν έλαβαν ενημέρωση από το νομικό σύμβουλο της Εταιρείας που χειρίζεται την υπόθεση της διαιτησίας.

    Υπενθυμίζεται ότι η εταιρεία βρίσκεται σε διαιτησία με την DufryAGγια την απελευθέρωση των μετοχών της τελευταίας, οι οποίες είναι υπό συμβατική μεσεγγύηση. Σημειώνεται ότι η διοίκηση της Folli δεν έχει αναγνωρίσει τυχόν υποχρέωση, λόγω της αδυναμίας να προβεί σε αξιόπιστη εκτίμηση. Η PwC διαφωνεί και με το ποσό ύψους €7 εκατ. που περιλαμβάνεται στις «Επενδύσεις διαθέσιμες προς πώληση» των οικονομικών καταστάσεων, το οποίο αντικατοπτρίζει την αξία δικαιωμάτων προαίρεσης, που σχετίζονται με την αγορά μετοχών DufryAG μέσω δανεισμού.

    Το εν λόγω, επισημαίνει, «ποσό θα έπρεπε να παρουσιάζεται σε διακριτή γραμμή της αναθεωρημένης ενοποιημένης κατάστασης χρηματοοικονομικής θέσης, ως παράγωγο χρηματοπιστωτικό μέσο».

    Ανάλογη αδυναμία εκφράζει και για την επαλήθευση των αποθεμάτων, του κόστους πωλήσεων, καθώς επίσης και των λειτουργικών εξόδων και των δανειακών υποχρεώσεων, των πωλήσεων λιανικής και χονδρικής, λόγω του ότι δεν κατάφερε να συλλέξει τα απαραίτητα ελεγκτικά τεκμήρια. Επίσης, δεν κατέστη εφικτή και η επαλήθευση της ακρίβειας υποχρεώσεων, ύψους €13,5 εκατ., είτε με επιβεβαιωτικές επιστολές, είτε με την εξέταση της μεταγενέστερης τακτοποίησης τους, ενώ παράλληλα αδυνατεί η PwC να εκτιμήσει τις φορολογικές υποχρεώσεις της εταιρείας, εξαιτίας της πλημμελούς τήρησης των βιβλίων της, σημειώνοντας πως δεν έλαβε το φάκελο τεκμηρίωσης ενδοομιλικών συναλλαγών για το έτος 2017.

    «Με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν στη διάθεσή μας εκτιμούμε ότι οι συνολικά αναγνωρισθείσες φορολογικές υποχρεώσεις της Εταιρείας, όπως απεικονίζονται στις αναθεωρημένες εταιρικές χρηματοοικονομικές καταστάσεις, υπολείπονται των ενδεχόμενων φορολογικών υποχρεώσεων, χωρίς να έχουμε λάβει επαρκή τεκμήρια, ώστε να προσδιορίσουμε το ακριβές ποσό», επισημαίνει.

    Όσον αφορά στα αποθεματικά, η PwC μπόρεσε να επιβεβαιώσει μόνο την ορθότητα του αφορολόγητου αποθεματικού, ύψους €262,6 εκ., που σχηματίστηκε από την απόσχιση κλάδου των αφορολογήτων ειδών.

    Που δεν ολοκληρώθηκε ο έλεγχος

    Επιπρόσθετα, η PwC εντόπισε συναλλαγές της εταιρείας, που παρεκκλίνουν του νόμου. Ειδικότερα, κατά παρέκκλιση του άρθρου 23ατου Κωδ. Ν. 2190/1920, η Εταιρεία παρείχε δάνεια σε πρώην μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και είχε συμβληθεί με εταιρεία συνδεδεμένη με πρώην μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, χωρίς την προηγούμενη λήψη ειδικής άδειας από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων.

    Επίσης, κατά παρέκκλιση των άρθρων 24 και 34 του Κωδ. Ν. 2190/1920 και της απόφασης της τακτικής Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της 30 Ιουνίου 2017, η εταιρεία κατέβαλε στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου αμοιβές και παροχές, οι οποίες συνολικά υπερβαίνουν το εγκεκριμένο ποσό διάθεσης.

    Τέλος, με δεδομένο πως το σύνολο των Ιδίων Κεφαλαίων της Εταιρείας, κατά την 31 Δεκεμβρίου 2017 έχει καταστεί αρνητικό, καλεί το διοικητικό συμβούλιο να συγκαλέσει τη γενική συνέλευση των μετόχων, ώστε να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα.

    H PwC επισημαίνει, ακόμη, ότι δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τις προγραμματισμένες διαδικασίες στις θυγατρικές Links(London) Limited, Folli Follie UK Ltd, FF Group Sourcing Limited, FF Hong Kong International Limited, Folli Follie Shenzhen Limited, Shanghai Pilion Trading Company Limited, Folli Follie(Macau) Ltd., Folli Follie Asia Limited, Folli Follie Business Development & Technical Consulting Ltd, Folli Follie International Holdings Ltd., FF Origins Ltd., καθώς δεν
    παρασχέθηκαν όλα τα απαραίτητα ελεγκτικά τεκμήρια.

    Για την εταιρεία Folli Follie Thailand, θυγατρική της FF Group Sourcing, δεν έλαβε κανένα από τα στοιχεία που ζήτησε και ως εκ τούτου δεν εκτέλεσε καμία ελεγκτική διαδικασία.

    H συγκεκριμένη θυγατρική, σύμφωνα με τη διοίκηση της Folli, παραμένει αδρανής από τον Ιανουάριο του 2018 και δεν υπάρχει πρόσβαση στα βιβλία και στοιχεία αυτής. Σε αδράνεια παραμένουν άλλες δέκα (10) θυγατρικές, κάτι που σύμφωνα με την PwC αυξάνει σημαντικά το λειτουργικό κίνδυνο για τον Όμιλο.

    Η PwC διορίστηκε για πρώτη φορά ως Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές της Folli, με την από 21 Δεκεμβρίου 2018 απόφαση της έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων.



    ΣΧΟΛΙΑ