Η οικογένεια Δακτυλίδη δεν δημιούργησε αυτοκρατορία των 14 ξενοδοχείων και του ενός που ετοιμάζει, αλλά είναι ένα με την αίσθηση, τον τρόπο ζωής, τον άνεμο, την πέτρα, τον ήλιο και τους ανθρώπους αυτού του αιώνιου βράχου στο Αιγαίο, της φημισμένης, διάσημης Μυκόνου. Ήταν κάποτε, ένας καιρός αθωότητας, που παρά τη νοσταλγία και τα τακτικά ετήσια, νοσταλγικά αφιερώματα δεν θα ξαναϋπάρξει.

Όχι, η Μύκονος των clubs, των πούρων, των show-off influencers, των super yachts, των ιδιωτικών τζετ, των trendy gourmet restos, της platinum πιστωτικής, των ελικοπτέρων, της πλαστικής ξαπλώστρας – ρεζερβέ ή της αφράτης σεζλόνγκ με waiting list, της σαμπανιέρες κάτω από τις ομπρέλες, του συνωστισμού στα σοκάκια, των ντεσιμπέλ και των βιτρίνων πολυτελείας, καραδοκούσε ακόμα στο μέλλον.

1

Μα και η άλλη Μύκονος, με τη λιτή απλότητα της, το αιώνια καυτερό κυκλαδίτικο φως, τα ψηλοτάβανα καφενεία, τα γραμμόφωνά, τα τραπεζάκια πλάι στο κύμα με υφαντό τραπεζομάντιλο, λούντζα και κοπανιστή, οι άνδρες που φορούσαν ακόμη βράκες και οι ξυπόλυτοι ψαράδες που το τράβηγμα της τράτας στον γιαλό αποτελούσε συλλογική διαδικασία δεν είναι αυτή της ιστορίας μας, που μοιάζει τόσο μακρινή, τόσο απατηλά ιδανική, που είναι σα να μην υπήρξε ποτέ.

Το νησί, η εποχή και ένα μεταχειρισμένο Caterpillar 920

Το «μια φορά και έναν καιρό» ξεκινά απ’ τις αρχές της δεκατίες του 70 που η Μύκονος αναδύοντας σαν αφρός απ’ τα κύματα του Αιγαίου στον παγκόσμιο μαζικό τουρισμό. Ήταν γεμάτη ενέργεια, άγρια όμορφη και ατίθαση, απελευθερωμένη, εκκεντρική με μέτρο, ανέμελη, καλόγουστη, καταδεκτική, ξενύχτισα, ανεκτική και ελαφρώς αμαρτωλή ώστε να αφήνει έξω από τα συνηθισμένα συμπεριφορές, σε όριο πριν την κραιπάλη και την ακαλαίσθητη ακολασία.

Ήταν το νησί που η πέτρα των Κυκλάδων, ο άνεμος του Αιγαίου και το φως που καίει και εθίζει έκανε την οικογένεια Δακτυλίδη να χτίζουν για να στεγάζει ταξιδιώτες, περιηγητές, τουρίστες σαν φιλοξενούμενους. Η ιστορία τους ξεκινά με χώμα, με σκάψιμο, με ιδρώτα — και φτάνει μέχρι τις αίθουσες της Λωζάνης, τα decks της Relais & Châteaux και τις κορυφές της παγκόσμιας ξενοδοχειακής φινέτσας. Και όλα αρχίζουν από την ημέρα, που ο Γιώργος Δακτυλίδης ανέβηκε πάνω από την Αλευκάντρα, οδηγώντας έναν μεταχειρισμένο Caterpillar 920, ξεκινώντας μια από τις πιο εντυπωσιακές οικογενειακές ιστορίες της σύγχρονης Μυκόνου.

Ξεκινώντας με έναν εκσκαφέα να... αλλάζει τη Μύκονο
Ξεκινώντας με έναν εκσκαφέα να… αλλάζει τη Μύκονο

Μόλις είχε επιστρέψει από τη στρατιωτική του θητεία μακριά από το νησί και ήταν έτοιμος για να ξεκινήσει τη ζωή του, αυτοσχεδιάζοντας όπως όλοι, όταν έπεισε τα αδέρφια του να επενδύσουν στον τρόπο που καταλάβαινε πως θα εξελιχθεί το νησί. Ανοιχτόμυαλοι, φιλόξενοι, πάρα πολύ δεκτικοί, όπως όλοι οι Μυκονιάτες,  οι αδελφοί λοιπόν, απέκτησαν ένα στόλο 25 λεωφορείων και οικοδόμησαν το μοναδικό δίκτυο δημόσιων συγκοινωνιών του νησιού.

Εκεί, στα λεωφορεία, στα βαρκάκια για τις παραλίες, τη Παράγκα, τη Paradise και στα ταβερνάκια, οι άνθρωποι συναντιόντουσαν ξανά και ξανά, μιλάγανε, γνωρίζονταν, γινόταν στο τέλος μια παρέα και αυτοσχέδια πάρτι γεννιόταν, με το ελάχιστο.  Στο νησί φτιάχνεται ο μύθος του και η παραμυθένια γοητευτική εποχή του. Μεσουρανεί το Pierro’s, το οποίο έχει μείνει στην ιστορία ως ένα από τα πιο γνωστά μπαρ της περιόδου με διεθνή φήμη, με τους θαμώνες να διασκεδάζουνε μέχρι το ξημέρωμα.

Σχεδιαστές μόδας, ο μέγας κληρονόμος της γερμανικής βαριάς βιομηχανίας και της πολεμικής τεχνολογία Κρουπ, ο οποίος συνοδευόταν πάντα από δεκάδες μυώδεις, ημίγυμνους άνδρες, η Σοράγια «η θλιμμένη πριγκίπισσα» της Περσίας, κινηματογραφικοί σούπερ σταρ, όπως η Ελιζαμπεθ Τέιλορ με ή χωρίς τον Ρίτσαρντ Μπάρντον, εξακολούθησαν να περνούν απ’ το νησί έστω και για λίγα 24ωρα.

Κοιμόντουσαν σε ενοικιαζόμενα δωμάτια, στα σλίμπινγκ μπανγκ τους και στα δυο καινούργια ξενοδοχεία του νησιού. Εκεί, βρήκε το κενό ο Γιώργος Δακτυλίδης και το 1979, έχτισε το πρώτο του ξενοδοχείο το «Kohili», με θέα στους ανεμόμυλους της Χώρας.

Λεωφορεία, το πρώτο ξενοδοχείο και οι επιχειρήσεις ως οικογενειακή υπόθεση

Ο Γιώργος Δακτυλίδης όπως κατάλαβε την ανάγκη για λεωφορεία που θα ένωναν το νησί και τις παρέες των ανθρώπων, είδε την ανάγκη για ξενοδοχεία, κατανοώντας, νωρίς πως το νησί άλλαζε, η φήμη γιγαντώνονταν και υποδομές δεν υπήρχαν. Ο ίδιος με το Caterpillar του έσκαβε τα θεμέλια και έγινε ο τρίτος ξενοδόχος του νησιού, χωρίς τυμπανοκρουσίες, χωρίς «επενδυτικό πλάνο», μόνο από ένστικτο, ικανότητα να αντιληφθεί τις προοπτικές και σκληρή δουλειά.

Είχε ήδη κάνει ένα διαφορετικό ξεκίνημα, όταν με ένα λεωφορείο μετέφερε εργάτες στο ορυχείο βορίτη. Από εκεί γεννήθηκε, η μικρή αυτοκρατορία μετακινήσεων του και όπως ήδη, είπαμε πιο πάνω, το πρώτο λεωφορείο έφερε ένα δεύτερο, μετά ένα τρίτο και σύντομα έγιναν είκοσι πέντε, φτιάχνοντας το πρώτο δημόσιο δίκτυο συγκοινωνίας στο νησί. Δίπλα του, σταθερά, βρίσκονταν η Ελευθερία, η γυναίκα της ζωής του, σε κάθε δραστηριότητα του στο πλευρό του και σε κάθε του ξεκίνημα εμψυχώτρια, δουλευταρού η ίδια, και πανταχού παρούσα– σ’ όλα.

Την παντρεύτηκε νωρίς, σχεδόν παράλληλα με την πρώτη επιχειρηματική του απόφαση. Σπίτι και δουλειά ξεκίνησαν μαζί. Οι τέσσερις γιοι του, ο Παναγιώτης, ο Μάρκος, ο Μάριος και ο Βαγγέλης, μεγάλωναν δουλεύοντας από νωρίς, με δεδομένο πως θα είναι πάντα συνεπείς στο σχολείο τους, ανάμεσα στους Μυκονιάτες που ναι μεν, έβλεπαν τον τόπο τους να αλλάζει, αλλά οι ίδιοι κρατούσαν τη λιτή, απλή, κοινωνικά γεμάτη καθημερινότητά τους.

Η Ελευθερία έφτιαχνε τα πρωινά για όλους στο ξενοδοχείο, ήταν στην αυτή που έκανε την καθαριότητά του, αλλά τα ίδια έκανε και στο σπίτι της, μεγαλώνοντας τέσσερα ζωηρότατα αγόρια, που από μικρά μικροί ανέβαιναν στα λεωφορεία και έκοβαν εισιτήρια, βοηθώντας την οικογένεια τους και κυρίως, μαθαίνοντας πως είναι η δουλειά και ο σεβασμός σε όλους όσους εργάζεται σκληρά.

Το χτίσιμο μιας ξενοδοχειακής αυτοκρατορίας

Με το «Kohili» να λειτουργεί, η οικογένεια Δακτυλίδη βρέθηκε μπροστά στο επόμενο βήμα: το «Korali». Ίδιο μέγεθος, ίδια φιλοσοφία. Απλότητα, καθαριότητα, φροντίδα, οικειότητα.

Η φιλοξενία δεν ήταν για εκείνους προϊόν, αλλά υποδοχή σε καλούς φίλους. Όλα δούλευαν με τη συμμετοχή όλων και τα παιδιά βοηθούσαν όσο μπορούσαν, ενώ η Ελευθερία ήταν παντού, στα δωμάτια, στα πλυντήρια, στις κουζίνες, στα σερβιρίσματα! Ό,τι έλειπε, το κάλυπτε η ίδια!

Ο Βαγγέλης Δακτυλίδης θυμάται ακόμα τη γλυκιά μυρωδιά από το κέικ, που έψηνε η μητέρα τους και την εικόνα του πατέρα τους, να δουλεύει από το πρωί ως το βράδυ, να επενδύει κάθε δραχμή πίσω στην επιχείρηση και να μην αφήνεται σε καμιά καυχησιά ή επιδεκτικότητα, με την απλότητα της ζωής να συνεχίζεται, φυσιολογικά και Μυκονιάτικα κανονικότατα. Η Ελευθερία φορούσε το καλό της ζευγάρι παπούτσια, μόνο τις Κυριακές, για να πάει στην εκκλησία.

Τις υπόλοιπες μέρες στη δουλειά, στο σπίτι και με όλες τι φροντίδες για τα παιδιά ήταν απλά ντυμένη, καθημερινά και άνετα. Το 1986 ο Γιώργος Δακτυλίδης χτίζει άλλα δύο ξενοδοχεία, το «Κύμα» και το «Καλυψώ».

Το όραμα του πλέον φανερώνεται και γινεται πράξη. Κάθε γιος του θα έχει το δικό του ξενοδοχείο. Αλλά, όπως λέει ο Μάριος, «του άρεσε τόσο πολύ το Caterpillar του, που συνέχισε και έκτισε έξι ακόμη». Ήταν η χαρά της δημιουργίας και η εμπιστοσύνη σε ένα νησί που έβραζε τουριστικά. Βλέποντας τη ζήτηση να αυξάνεται χρόνο με τον χρόνο, ο κυρ – Γιώργος, όπως τον αποκαλούσαν όλοι, αγοράζει γη με θέα τον Πλατύ Γιαλό. Δεν ήταν μια εύκολη επένδυση.

Χρειάστηκαν έξι ολόκληρα χρόνια για να χτιστεί το Myconian Ambassador, το πρώτο πεντάστερο της οικογένειας και ένα από τα πρώτα στο νησί. Το 1992 άνοιξε τις πόρτες του, κυρίως για Αμερικανούς και Καναδούς ταξιδιώτες, που αναζητούσαν κάτι πιο προσεγμένο, πιο διακριτικό, πιο αυθεντικό στην κοσμική Μύκονο. Για τον Γιώργο Δακτυλίδη ηταν η στιγμή που η Μύκονος από το νησί του καλοκαιρινού τουρίστα περνούσε στον αγαπημένο τόπο διαμονής του απαιτητικού φιλοξενούμενου και δεν ήθελε απλώς να ακολουθήσει αυτή την πορεία αλλά να την οδηγήσει. Ήξερε όμως ότι, για να χτιστεί μια επιχείρηση με διάρκεια, θα έπρεπε οι επόμενοι να είναι καλύτεροι από τους πρώτους. Έτσι, τα παιδιά σταδιακά έφυγαν για τις καλύτερες δυνατές σπουδές.

Οι εποχές άλλαξαν. Ο αυτοσχεδιασμός και το ένστικτο δεν αρκούσαν πια. Όσο πιο πολλά τα γνωστικά εφόδια τόσο πιο σταθερά και σίγουρα θα ήταν και τα επόμενα επιχειρηματικά βήματα. Η εμπειρία του πατέρα μεταφράζονταν τωρα, σε τεχνογνωσία, στρατηγική και επαγγελματισμό.

Τέσσερις γιοι, ένα όραμα και μια Μύκονος, που αλλάζει διαρκώς

Κάποτε, τα καλοκαίρια, οι 4 γιοι βοηθούσαν στο ξενοδοχείο ενώ μάθαιναν το επάγγελμα. «Οι γονείς μας, θυσίασαν τα πάντα για να δημιουργήσουν ευκαιρίες για εμάς» λέει σε συνέντευξη του ο Βαγγέλης Δακτυλίδης. Τα αδέρφια φοιτούν, ένας – ένας,  στη διάσημη πανεπιστημιακή σχολή École Hotelière στη Λωζάνη. Δύο χρόνια πριν την αλλαγή του αιώνα, η οικογένεια Δακτυλίδη βρίσκεται, πια, πλήρης στο νησί. Οι τέσσερις γιοι, έπειτα από σπουδές και εμπειρίες στο εξωτερικό, έφεραν μαζί τους ένα νέο τρόπο σκέψης.

Οχι για να αλλάξουν πορεία, αλλά για να συνεχίσουν με νέους, σύγχρονους όρους.

Ήξεραν, ακόμα, ότι το στοίχημα δεν ήταν να παραμείνουν πιστοί στο παρελθόν, αλλά να γίνουν αντάξιοι του. Στρέφονται στην παραλία της Ελιάς και όχι στο κομμάτι που, ήδη, είχε αναπτυχθεί, αλλά σε πιο απόμερο σημείο, σε έναν λοφίσκο όλο κατηφορική κλίση, μα με θέα ονειρική. Αγόρασαν το πρώτο χωράφι και άρχισαν να σχεδιάζουν, να χτίζουν και να επενδύουν  μεθοδικά και χωρίς βιασύνη. Άλλωστε δεν είχαν λόγους να βιάζονται!

Το Royal ήταν έτοιμο το 2000. Ακολούθησε το Imperial το 2002, το Villa Collection το 2012, το Utopia το 2013 και το Avaton ένα χρόνο αργότερα. Καθένα είχε τον δικό του χαρακτήρα, αλλά όλα διατηρούν την ίδια φιλοσοφία της λιτής, όχι κραυγαλέας πολυτέλειας, της ουσιαστικής φιλοξενίας προσεγμένης σε κάθε λεπτομέρεια και της αρχιτεκτονικής, που μοιάζει γεννημένη απ’ το τοπίο, με μέτρο και υψηλή αισθητική και όχι με χυδαίες φτήνιες φανταχτερής επίδειξης σε σχέση με τη μοναδικότητα του τοπίου.

Παναγιώτης, Μάρκος, Μάριος και Βαγγέλης Δακτυλίδης
Παναγιώτης, Μάρκος, Μάριος και Βαγγέλης Δακτυλίδης

Όχι εκκεντρικότητες, ούτε περιττές υπερβολές. Παράλληλα, τα παλιότερα ξενοδοχεία άρχισαν να ανακαινίζονται. Δημιουργήθηκε ένας μεγάλος ξενοδοχειακός όμιλος, αλλά η φροντίδα, η δουλειά και η αίσθηση της οικογένειας παρέμεινε ίδια. Μέχρι και σήμερα, η παρουσία όλων τους είναι καθημερινή, χειροπιαστή, χωρίς την ψυχρή απόσταση του manager – ιδιοκτήτη.

Στον Ορνό είναι ήδη υπό κατασκευή νέο ξενοδοχείο. Ένα ακόμη, στην περιοχή Καστελλάκια, έχει εξασφαλίσει άδεια, με προϋπολογισμό 40 εκατομμύρια ευρώ και έκταση 53 στρεμμάτων. Όμως, παρά τα μεγέθη και τις διακρίσεις, με τρία από τα ξενοδοχεία να ανήκουν στη διεθνή αλυσίδα Relais & Châteaux, το κριτήριο της οικογένειας δεν ήταν οι βραβεύσεις, αλλά ο φιλοξενούμενος να νιώθει οικειότητα και να θέλει να επιστρέφει, πάντα, γνωρίζοντας πως το ζητούμενο δεν είναι μόνο θέα και η φινετσάτη άνεση, αλλά οι μοναδικές εμπειρίες και οι άνθρωποι.

Το κατάλαβαν οι γονείς, πρώτοι, από ευφυΐα και Μυκονιάτικο DNA και το συνεχίζουν οι γιοι, έχοντας τελειοποιήσει κάθε ειδική γνώση. «Πάντα δουλεύαμε μαζί. Η σχέση μας μεταξύ μας είναι φανταστική!

Δεμένος με το νησί

Ο καθένας μας έχει τα δυνατά του σημεία, είτε πρόκειται για φαγητό και ποτό, είτε για recruiting, είτε για αγορές» επισημαίνει ο Βαγγέλης. Σχετικά με το εάν ο πατέρας, ο κυρ – Γιώργος, αποφασίσει να συνταξιοδοτηθεί, ο Βαγγέλης δίνει την δική του απάντηση: «Είναι βαθιά δεμένος με το νησί, την οικογενειακή επιχείρηση και την κληρονομιά, που έχει χτίσει. Η ιδέα της χαλάρωσης για εκείνον περιλαμβάνει τη συμμετοχή σε νέα έργα ή την παρασκηνιακή βοήθεια.

Η επιρροή και η παρουσία του πατέρα μου είναι ακόμα πολύ αισθητή με διάφορους τρόπους. Είναι έμπνευση για εμάς. Μας υπενθυμίζει ότι το πάθος με το οποίο έχτισε αυτή τη συλλογή από το μηδέν, είναι ζωντανό στην οικογένειά μας».

Δίνοντας πίσω στο νησί που έδωσε τα πάντα ή ουσιαστική προσφορά, χωρίς καμιά διάθεση για προβολή.

Σήμερα, οι τέσσερις γιοι του Γιώργου και της Ελευθερίας Δακτυλίδη δεν διαχειρίζονται απλώς έναν όμιλο, αλλά τη συνέχεια ενός τρόπου ζωής. Είναι πάντα εκεί, στα ξενοδοχεία, μελετημένοι, προσιτοί, χωρίς την έπαρση της επιτυχίας, οι Παναγιώτης, Μάρκος, Μάριος και Βαγγέλης, που δεν επαναπαύθηκαν αλλά επένδυσαν, σχεδίασαν, διόρθωσαν, βελτίωσαν, μεγάλωσαν.

Και μέρος του τρόπου ζωής της Μυκόνου, με ενσυναίσθηση και σεβασμό τόσο στο νησί, όσο και στους ανθρώπους, βοηθάνε, μοιράζονται, φροντίζουν να διορθωθούν ή να γίνουν καλύτερα όσα δύσκολα και προβληματικά παρουσιάζονται στη καθημερινότητα του νησιού. Η πρόσφατη δωρεά δεκαέξι, κομψών, κυκλαδίτικης αρχιτεκτονικής, πλήρως εξοπλισμένων κατοικιών για γιατρούς και νοσηλευτές της Μυκόνου δεν έγινε για να διαφημιστεί, αλλά για να εξασφαλίσει στους ανθρώπους που υπηρετούν την υγεία, με αξιοπρέπεια και ποιότητα, σε έναν τόπο που η στέγη είναι πανάκριβη.

Από τα εγκαίνια των 16 οικίσκων φιλοξενίας ιατρικού προσωπικού
Από τα εγκαίνια των 16 οικίσκων φιλοξενίας ιατρικού προσωπικού, δωρεά της οικογένειας Δακτυλίδη

Αντίστοιχα, η ανέγερση σχολικού συγκροτήματος στην Άνω Μερά δεν ήταν κίνηση εντυπωσιασμού αλλά πράξη ουσίας. Για να έχουν τα παιδιά του νησιού ένα σταθερό σημείο, έναν τόπο που να τους δίνει όχι μόνο εκπαίδευση αλλά και αίσθηση συνέχειας. Το ζητούμενο τους, δεν να πουν οι άλλοι ότι «έκαναν το σωστό».

Απλά τους είναι κάτι φυσικό να το κάνουν! Όπως κάποτε βοηθούσαν τη μητέρα τους να καθαριστούν τα δωμάτια, ή έκοβαν εισιτήρια στα λεωφορεία γυρνώντας καθημερινά όλη τη Μύκονο, έτσι και τώρα προσφέρουν, συμπαραστέκονται, βοηθούν όπου μπορούν. Γιατί έτσι είναι οι άνθρωποι!

Έτσι είναι οι Μυκονιάτες. Κι όσο φυσάνε αυτά τα μυρωμένα, αλμυρά μελέτεμια πάνω από τον λόφο της Ελιάς και τα σοκάκια της Χώρας, η ιστορία συνεχίζεται…

Διαβάστε επίσης:

Άννα Βίσση και Δήμητρα Κούστα: Η ιστορία μιας ισχυρής γυναικείας φιλίας

Ευάγγελος Κατσιούλης, Ντέμης Χασαμπής, Κωνσταντίνος Δασκαλάκης, Ουίλιαμς Μαΐλλης και Τζέιμι Ντάιμον: Πέντε ιδιοφυίες ελληνικού DNA

Όταν οι νότες έχουν ψυχή: Ο Στέλιος Κερασίδης και η εφηβεία του στο Λονδίνο