• Business

    Πώς Γκίκας Χαρδούβελης και Θοδωρής Πελαγίδης αποτιμούν τη ζημιά της πολιτικής Τσίπρα


    Το ετήσιο διήμερο συνέδριο του Κύκλου ιδεών, Η ΕΛΛΑΔΑ ΜΕΤΑ, ξεκίνησε την Τετάρτη και συνεχίζεται την Πέμπτη 20/6 στο ξενοδοχείο Divani Caravel

    «Η εχθρότητα ΣΥΡΙΖΑ στη μεσαία τάξη υπάρχει επειδή η μεσαία τάξη αποτελεί το μαξιλάρι μεταξύ των πλούσιων και των φτωχών και γι αυτό έπρεπε να πέσει», είπε ο καθηγητής κ. Θοδωρής Πελαγίδης  στην ομιλία του στο ετήσιο διήμερο συνέδριο του Κύκλου ιδεών, Η ΕΛΛΑΔΑ ΜΕΤΑ, που ξεκίνησε την Τετάρτη και συνεχίζεται την Πέμπτη 20/6 στο ξενοδοχείο Divani Caravel, με τίτλο, «Η ανασύσταση της μεσαίας τάξης». Και τόνισε ότι όσο ισχυρότερη είναι η μεσαία τάξη τόσο πιο δημοκρατική γίνεται μια κοινωνία και όσο ανεβαίνει το εισόδημα τόσο μεγαλύτερη είναι η ανάγκη για περισσότερη δημοκρατία.

    Όμως όπως εξήγησε, η μεσαία τάξη ήταν η τάξη που επλήγη περισσότερο από όλους κατά τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης με σημαντικές συνέπειες τόσο στα κρατικά έσοδα όσο και στην οικονομία γενικότερα. Ταυτόχρονα η καταδίωξη της μεσαίας τάξης έχει και πολιτικές συνέπειες αφού τότε αυξάνεται η πόλωση και η ριζοσπαστικοποίηση της πολιτικής.

    «Όταν δεν δίνονται ευκαιρίες κάποιος να επιχειρήσει μόνος του και δεν μπορεί να ενταχθεί στο οικονομικό σύστημα, η μεσαία τάξη σπάει και γεννιέται η πόλωση και οι ριζοσπαστικές τάσεις», είπε κάνοντας την πρόβλεψη πως ένα ακόμη πιο πολωμένο Κοινοβούλιο έρχεται.

    Στην παρουσίασή του περιέγραψε την εξαφάνιση ενός μεγάλου μέρους της μεσαίας τάξης από την κρίση της τελευταίας δεκαετίας, με αποτέλεσμα την ανάλογη μεγάλη μείωση στα κρατικά και ασφαλιστικά έσοδα αφού από το εισόδημα αυτό προέρχονταν το μεγαλύτερο μέρος των φόρων.

    Υπογράμμισε, ότι η άνω μεσαία τάξη με εισοδήματα άνω των 60.000 ευρώ μειώθηκε από τους 81.000 το 2009 στους 44.000 το 2017, ενώ η μεσαία τάξη με εισοδήματα από 30.000 ευρώ μέχρι 60.000 ευρώ μειώθηκε στους 195.000, το 2017 από 446.000 που ήταν το 2009.

    Η μετακίνηση αυτή της μεσαίας τάξης έγινε προς τα κάτω, καθώς αυξήθηκαν οι κατηγορίες με χαμηλότερα εισοδήματα.

    Ωστόσο σημείωσε, «το upper middle class σέρνει το κάρο της χώρας» και η αποδυνάμωσή του είχε άμεση επίπτωση στην υγεία της οικονομίας.

    Ένα από τα προβλήματα που επεσήμανε είναι το υψηλό κόστος της εργασίας, αφού το 44% του εργασιακού κόστους είναι φόροι, με αποτέλεσμα να αποτρέπονται οι προσλήψεις και να οδηγούμαστε στην αποδυνάμωση των ταμείων, στην παραοικονομία και στη φυγή του ανθρώπινου δυναμικού.

    Ταυτόχρονα η υψηλή φορολογία, έγινε αντικίνητρο στην επιδίωξη του κέρδους, των επενδύσεων και της απασχόλησης, σημείωσε.

    Γκίκας Χαρδούβελης: Μας κόστισε ακριβά η πολιτική ενηλικίωση του κ. Τσίπρα

    Από την πλευρά του ο πρώην υπουργός Οικονομιών κ. Γκίκας Χαρδούβελης, έριξε φως στην οικονομική κρίση των τελευταίων ετών, εξηγώντας ότι πρόκειται ουσιαστικά για δύο κρίσεις, την αναγκαία μέχρι το 2014 και την αχρείαστη από το 2015 μέχρι το 2018, «την οποία», όπως είπε, «προκάλεσε η πολιτική ενηλικίωση κάποιων και κόστισε στη χώρα σε όρους ΑΕΠ, 20 δισ. ετησίως από το 2015 μέχρι σήμερα».

    Όπως έδειξε στο σχετικό γράφημα, οι δύο φάσεις της κρίσης αποδεικνύονται από την εξάρτηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος από το δανεισμό από την ECB και τον ELA.

    Οι ανάγκες δανεισμού από τον ELA είχαν μηδενιστεί το 2014 και κορυφώθηκαν μετά και πάλι το 2015.

    Ειδικότερα σημείωσε, «Η ECB ήταν πάντα ο πολιορκητικός κριός στην Τρόικα, όχι το ΔΝΤ. Μέχρι το τέλος του 2009 οι καταθέσεις αυξάνονταν, ενώ από το 2010 όσο υποχωρούσαν οι καταθέσεις άρχισε να αυξάνεται η εξάρτηση από το δανεισμό της ECB, με αποκορύφωμα το Φεβρουάριο του 2012 όταν έφτασε τα 160 δισ. ευρώ, με το μεγαλύτερο μέρος να είναι από τον ELA.

    To 2014 είχε μειωθεί στα 45 δισ. ευρώ και μετά το 2015 εκτινάχθηκε και πάλι άνω των 120 δισ. ευρώ. Αυτές οι δύο κορυφές στο γράφημα, αποδεικνύουν ότι οι οικονομικές κρίσεις ήταν δύο, η απαραίτητη και η αχρείαστη».

    Πόσο κόστισε η πολιτική ενηλικίωση του κ. Τσίπρα; 

    Ο κ. Χαρδούβελης επιχείρησε να αποτιμήσει το κόστος της κρίσης σε όρους  ΑΕΠ και συγκρίνοντας την πορεία της ελληνικής κρίσης με την αμερικάνικη οικονομική κρίση του 1929, υπολόγισε ότι αν δεν υπήρχε το δεύτερο στάδιο της κρίσης που προκλήθηκε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ μετά το 2015, τότε η αύξηση του ΑΕΠ θα ήταν 7,8 ποσοστιαίες μονάδες ετησίως ή 18 δισ. ευρώ.

    Όσον αφορά την προοπτική, ο κ. Χαρδούβελης σημείωσε, ότι πλέον εδώ και 5 μήνες δεν έχουμε δανεισμό ELA, ο δανεισμός από την ECB είναι στα 8 δισ. ευρώ και είναι πτωτικός και σήμερα έχουμε την ευκαιρία να βάλουμε τις βάσεις για μια θετική πορεία.

    Δύο προϋποθέσεις έθεσε για την ανάπτυξη, τις εξαγωγές και τις επενδύσεις.

    Ειδικά για τις επενδύσεις, σημείωσε ότι μειώθηκαν από 26% του ΑΕΠ το 2007 στο 11% του ΑΕΠ το 2018 ή σε απόλυτο νούμερο από τα 65 δισ. ευρώ στα 22,8 δισ. ευρώ.

    Γιώργος Στρατόπουλος: Έτσι κατέρρευσε η μεσαία τάξη

    Ο αναλυτής Γιώργος Στρατόπουλος, παρουσίασε κάποια νούμερα για να απεικονίσει την κατάρρευση της μεσαίας τάξης, και ειδικότερα των αυτοαπασχολούμενων και των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα.

    Όπως σημείωσε στα χρόνια της κρίσης μειώθηκαν κατά 40% μειώθηκαν τα εισοδήματα στον ιδιωτικό τομέα τα χρόνια της κρίσης, κρίσιμα εισοδήματα αφού από αυτά προέρχονται εισφορές και φόροι.

    Το 2017 ο μέσος μισθός στη χώρα ήταν όπως και η μέση σύνταξη, ενώ το 2008 ο μέσος μισθός ήταν 25% υψηλότερος, αφού χάθηκαν πολλές θέσεις μονιμης απασχόλησης. Το 2018 μειώθηκαν κατά 54% οι αυτοαπασχολούμενοι από 773.000 στους 354.000, ενώ ο λόγος εισοδημάτων του δημοσίου μισθούς και συντάξεις σε σχέση με τα εισοδήματα του ιδιωτικού τομέα έφτασε το 1,5/1.

    Τάσος Γιαννίτσης: Μειώθηκε κατά 40% το εισόδημα- τι έχασαν 700.000 πολίτες

    Μείωση διαθέσιμου εισοδήματος κατά 40% ανά νοικοκυριό είχαμε στην περίοδο της κρίσης σημείωσε ο κ. Τάσος Γιαννίτσης, σημειώνοντας ότι σε όλα τα εισοδηματικά στρώματα υπήρξαν απώλειες, αλλά σε άλλα μεγαλύτερες και σε άλλα μικρότερες.

    Όπως σημείωσε μεταξύ 2013 και 2017 226.000 νοικοκυριά, ή 700.000 πολίτες που είχαν εισόδημα 20.000 ευρώ με 80.000 ευρώ, κατρακύλησαν στην κατηγορία εισοδημάτων 1-20.000 ευρώ, ενώ στα χαμηλότερα εισοδηματικά τμήματα η αύξηση του φόρου έφτασε το 59%.



    ΣΧΟΛΙΑ