• Business

    GlaxoSmithΚline: Μια ζωή πρόστιμα για αθέμιτες πρακτικές – Το χρονικό της απόφασης και το πρόσωπο-κλειδί

    glaxosmithkline


    «Φωτιά» έχουν πάρει τα «πηγαδάκια» της φαρμακευτικής αγοράς ύστερα από το βαρύ «προστιμο» που έριξε η Ολομέλεια της Επιτροπής Ανταγωνισμού στην φαρμακευτική εταιρία GLAXOSMITHKLINE AEBE (GSK AEBE) και στη μητρική της GLAXOSMITHKLINE PLC για τις πολιτικές διάθεσης δύο συγκεκριμένων φαρμάκων. Ήδη έχουν αρχίσει να συζητιούνται τα πρόσωπα και τα δεδομένα της επίμαχης εποχής, αλλά και οι πρακτικές του βρετανικού κολοσσού σε διεθνές επίπεδο. Η «καμπάνα» της Επιτροπής Ανταγωνισμού προέκυψε μέσα από μια μακρά διαδικασία και αφού κρίθηκε ότι οι δύο εταιρίες καταχράστηκαν τη δεσπόζουσα θέση τους στην αγορά των αντιημικρανικών φαρμάκων για την αντιμετώπιση της οξείας κρίσης της ημικρανίας, στην οποία εντάσσεται το φάρμακο Imigran, για το χρονικό διάστημα από τον Νοέμβριο του 2000 έως και το 2004.

    Σημειώνεται ότι μια φαρμακευτική εταιρία εκμεταλλεύεται κατά τρόπο καταχρηστικό τη δεσπόζουσα θέση της όταν αρνείται να ικανοποιήσει τις συνήθεις παραγγελίες χονδρεμπόρων προκειμένου να εμποδίσει τις παράλληλες εξαγωγές.

    Με την ίδια απόφασή της, η Επιτροπή Ανταγωνισμού επέβαλε πρόστιμο συνολικού ύψους 1.168.343 ευρώ για την προαναφερόμενη παράβαση αναφορικά με το φάρμακο Imigran και για το ανωτέρω χρονικό διάστημα και για την παράβαση των ίδιων διατάξεων ως προς το αντιεπιληπτικό φάρμακο Lamictal, την οποία διαπίστωσε με αποφάσεις του το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, για τα χρονικά διαστήματα Νοεμβρίου 2000 έως Φεβρουαρίου 2001 και από 20 Απριλίου 2001 έως 19 Μαρτίου 2002.

    Η χρηματική ποινή προσδιορίστηκε συνολικά σε 2.919.378 €, συμπεριλαμβανομένου του προστίμου για τη μη συμμόρφωση των εταιριών με την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων της Επιτροπής Ανταγωνισμού, το 2001.

    Ωστόσο, δεν καταλογίστηκε παράβαση αναφορικά με το SEREVENT για το άσθμα, παρόλο που είχε τεθεί αρχικά ζήτημα, καθώς η Επιτροπή έκρινε ότι δεν προέκυψαν ικανά στοιχεία ότι οι ανωτέρω εταιρίες κατείχαν δεσπόζουσα θέση στην αγορά στην οποία εντάσσεται το φάρμακο.

    Το χρονικό της απόφασης

    Επί σειρά ετών, οι χονδρέμποροι προμηθεύονταν από την GSK ΑΕΒΕ μεταξύ άλλων τα προϊόντα Imigran, Lamictal και Serevent, φάρμακα για τη θεραπεία της ημικρανίας, της επιληψίας και του άσθματος, αντίστοιχα, υπό όλες τους τις μορφές, για να τα διαθέσουν στη συνέχεια στην ελληνική αγορά, καθώς και σε άλλα κράτη μέλη της ΕΕ.

    Από τις αρχές Νοεμβρίου του 2000 η GSK, επικαλούμενη σημαντικές ελλείψεις στην ελληνική αγορά και αποδίδοντάς τες σε επανεξαγωγή από τρίτους των φαρμάκων που η ίδια εισήγαγε, σταμάτησε να εκτελεί τις παραγγελίες  των  φαρμακαποθηκών και εταιριών, δηλώνοντας ότι θα προμηθεύει απευθείας τα φαρμακεία και τα νοσοκομεία, μέσω της εταιρίας Farmacenter AE.

    Την περίοδο εκείνη πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας GSK διατελούσε ο Νίκος Μανασάκης, ένα απ’ τα πιο δυνατά στελέχη της φαρμακοβιομηχανίας, ο οποίος λέγεται ότι προσπαθούσε να αλλάξει τα δεδομένα της αγοράς, έτσι ώστε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της μητρικής εταιρίας.

    Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της «θητείας του, έγινε και η συγχώνευση, σε διεθνές επίπεδο, ανάμεσα στη βρετανική Glaxo Wellcome και στην αμερικανοβρετανική Smithkline Beecham, μέσα από την οποία προέκυψε η Glaxosmithkline, η οποία κατέκτησε ένα τεράστιο μερίδιο της ελληνικής αγοράς φαρμάκων, το οποίο διαχειρίστηκε με ιδιαίτερη μαεστρία.

    Το Imigran, την εποχή εκείνη (2000-2004), ήταν η πρώτη διαθέσιμη τριπτάνη και μοναδική αιτιολογική θεραπεία για την ημικρανία, ενώ το Lamictal ήταν ένα από τα πιο καινοτόμα και ασφαλή αντιεπιληπτικά φάρμακα της εποχής, κυρίως για τις εγκύους ασθενείς, με μικρότερα ποσοστά τερατογένεσης από τις προϋπάρχουσες θεραπείες.

    Τον Δεκέμβριο του 2000, η GSK ΑΕΒΕ ζήτησε από την Επιτροπή Ανταγωνισμού να της χορηγήσει αρνητική πιστοποίηση, στην οποία να αναφέρεται ότι η νέα πολιτική της απευθείας πωλήσεως των φαρμάκων στα ελληνικά νοσοκομεία και φαρμακεία δεν συνιστούσε παράβαση του σχετικού νόμου (άρθρο 2 του νόμου 703/1977).

    Τον Φεβρουάριο του 2001, εκτιμώντας ότι ο εφοδιασμός της ελληνικής αγοράς σε φάρμακα είχε, σε κάποιο βαθμό, εξομαλυνθεί και ότι τα αποθέματα των νοσοκομείων και των φαρμακείων είχαν ανασυσταθεί, η GSK ΑΕΒΕ άρχισε να εφοδιάζει και πάλι τους χονδρεμπόρους με περιορισμένες ποσότητες των επίμαχων φαρμάκων, ενώ, λίγο αργότερα, διέκοψε τη συνεργασία της με τη Farmacenter.

    Στη συνέχεια, απέσυρε την αίτηση χορήγησης αρνητικής πιστοποίησης και τον Φεβρουάριο του 2001, κατέθεσε νέα αίτηση χορήγησης αρνητικής πιστοποίησης σχετικά με την πολιτική της πωλήσεων, την οποία αντικατέστησε και πάλι, τον Δεκέμβριο του 2001, με άλλη αίτηση με το ίδιο περιεχόμενο. Κατόπιν συζητήσεων με την Επιτροπή Ανταγωνισμού, η GSK ΑΕΒΕ δέχθηκε να προμηθεύει ποσότητες φαρμάκων αντίστοιχες προς την εθνική κατανάλωση, προσαυξημένες κατά 18 %.

    Εν τω μεταξύ, οι χονδρέμποροι φαρμάκων, καθώς και ορισμένες ελληνικές ενώσεις φαρμακοποιών και χονδρεμπόρων ζήτησαν από την Επιτροπή Ανταγωνισμού να διαπιστώσει ότι η εφαρμοζόμενη από τις GSK ΑΕΒΕ και GSK plc πολιτική πωλήσεων φαρμάκων συνιστούσε κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης (άρθρα 2 του νόμου 703/1977 και 82 ΕΚ.

    Στις 3 Αυγούστου 2001, η Επιτροπή Ανταγωνισμού εξέδωσε απόφαση ασφαλιστικών μέτρων με την οποίαν υποχρέωσε την GSK ΑΕΒΕ να εκτελεί τις παραγγελίες των χονδρεμπόρων στα επίμαχα φάρμακα μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της υποθέσεως. Η GSK ΑΕΒΕ άσκησε αίτηση αναστολής της εκτέλεσης και αίτηση ακύρωσης της απόφασης αυτής ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, το οποίο απέρριψε τις αιτήσεις της.

    Έτσι ξεκίνησε μια πολυετής διαδικασία, με αγωγές, αιτήσεις, αποφάσεις και αναιρέσεις, η οποία, μετά την έκδοση σχετικών αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών και του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), οδήγησε την Επιτροπή Ανταγωνισμού στην απόφαση να επιβάλλει στην εταιρία το υπέρογκο πρόστιμο για τις πολιτικές διάθεσης των εν λόγω προϊόντων.

    Επιπλέον, προσδιόρισε  ομοφώνως ότι ο χρόνος κατά τον οποίο οι ανωτέρω εταιρίες δεν συμμορφώθηκαν με την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων της Επιτροπής Ανταγωνισμού, όπως δέχθηκε με αποφάσεις του το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, εκτείνεται από 08 Αυγούστου 2001 έως 26 Σεπτεμβρίου 2001 και από 23 Νοεμβρίου 2001 έως 01 Σεπτεμβρίου 2006 και προσδιόρισε κατά πλειοψηφία το συνολικό ύψος της χρηματικής ποινής σε 2.919.378 €.

    Πλούσιο ενεργητικό σε «πρόστιμα»

    Η εταιρία Glaxosmithkline έχει απασχολήσει αρκετές φορές για τις μη θεμιτές πρακτικές της.

    Το 2010 κλήθηκε να καταβάλει 750 εκατ. δολ. για τη διευθέτηση ποινικών και αστικών καταγγελιών που την καθιστούσαν υπεύθυνη για την πώληση επί χρόνια μολυσμένης βρεφικής αλοιφής και αναποτελεσματικού αντικαταθλιπτικού.

    Το 2012 της επιβλήθηκε πρόστιμο ρεκόρ ύψους 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων προκειμένου να τερματιστεί η δίωξή της από τις αμερικανικές δικαστικές αρχές για απάτη σχετικά με «παράνομη προώθηση ορισμένων φαρμάκων, για μη αποκάλυψη ορισμένων δεδομένων που συνδέονται με την ασφάλεια των φαρμάκων και για ψευδείς δηλώσεις ως προς την τιμή τους».

    Όπως είχε δηλώσει ο τότε υφυπουργός Δικαιοσύνης των Ηνωμένων Πολιτειών, Τζέιμς Κόουλ, επρόκειτο για το μεγαλύτερο συμβιβασμό για απάτη στον τομέα της υγείας στην ιστορία της χώρας και για την καταβολή του υψηλότερου προστίμου από έναν φαρμακευτικό όμιλο.

    Το 2014 το κινεζικό δικαστήριο έκρινε ένοχο για διαφθορά και καταδίκασε τον βρετανικό φαρμακευτικό κολοσσό σε πρόστιμο 3 δισεκατομμυρίων γιουάν, δηλαδή 380 εκατομμύρια ευρώ. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής, επρόκειτο για το μεγαλύτερο σκάνδαλο διαφθοράς που έπληξε ξένη εταιρία στην Κίνα, έπειτα από την υπόθεση της Rio Tinto το 2009.

    Στις 12 Φεβρουαρίου του 2016 η βρετανική Αρχή Ανταγωνισμού ανακοίνωσε ότι επέβαλε πρόστιμο 37,61 εκατ. στερλινών στην GlaxoSmithKline, επειδή αποπειράθηκε να καθυστερήσει την πιθανή είσοδο ανταγωνιστριών εταιριών γενοσήμων, στη βρετανική αγορά.

    ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Glaxosmithkline Ελλάς: Τεράστιο πρόστιμο από την Επιτροπή Ανταγωνισμού. Όλες οι λεπτομέρειες



    ΣΧΟΛΙΑ