• Μετοχές

    «Χρυσά» κέρδη μέχρι και 475,3% από την… πτώση των ελληνικών μετοχών το τελευταίο 2μηνο


    Κέρδη που φτάνουν μέχρι το… εκτυφλωτικό 475,3% έχουν αποκομίσει το τελευταίο δίμηνο οι έμπειροι «παίκτες» που πήραν το ρίσκο και στοιχημάτισαν στην… πτώση των ελληνικών μετοχών. Διότι σε αντίθεση με ό,τι πιστεύουν πολλοί, οι αποδόσεις στη χρηματιστηριακή αγορά δεν προέρχονται μονοσήμαντα και από την… κλασική διαδρομή της ανόδου των τιμών. Υπάρχουν και τα Παράγωγα, τα οποία προσφέρουν μια σειρά από εναλλακτικά «εργαλεία», ικανά να αποζημιώσουν πλουσιοπάροχα εκείνους που θα προβλέψουν σωστά τη μελλοντική κατεύθυνση της αγοράς, όσο και των επί μέρους μετοχών. Είτε ανοδική, είτε καθοδική είναι η πορεία τους.

    Η πρόσβαση στα προσφερόμενα προϊόντα των Παραγώγων είναι ανοικτή σε όλους, με την προϋπόθεση βεβαίως της εξοικείωσης που απαιτείται ως προς το αναλαμβανόμενο ρίσκο. Καθότι αν αστοχήσει το στοίχημα, τα ποθούμενα παχυλά κέρδη μετατρέπονται σε μεγάλες ζημιές.

    Όπως προκύπτει από τα δεδομένα της χρηματιστηριακής αγοράς, από την αρχή του περασμένου Φεβρουαρίου έως τώρα, ο δείκτης FTSE των εταιριών της μεγάλης κεφαλαιοποίησης έχει καταγράψει πτώση 10,6%. Στο ίδιο διάστημα το «καλάθι» των μετοχών των τεσσάρων συστημικών τραπεζών έχει μεσοσταθμικές απώλειες 24%. Αν λοιπόν κάποιος είχε αποφασίσει προ διμήνου να ποντάρει στην πτώση των τιμών, θα μπορούσε να το πράξει αγοράζοντας δικαιώματα πώλησης (Long Put), καθώς επίσης και ανοίγοντας θέση Short με Συμβόλαια Μελλοντικής Εκπλήρωσης (ΣΜΕ). Πρόκειται δια δύο από τις αρκετές και συνάμα σύνθετες λύσεις που δίνουν τα Παράγωγα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση τα Δικαιώματα πώλησης θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τον δείκτη FTSE, αλλά όχι για τις μετοχές, αφού δεν υπάρχει εμπορευσιμότητα επ’ αυτών. Μέσω των ΣΜΕ όμως, το στοίχημα της πτώσης των τραπεζικών μετοχών θα απέφερε μεσοσταθμικά κέρδη της τάξεως του 116,7%…

    Ποντάροντας στην κάθοδο του FTSE Large Cap

    Όλα αυτά δεν είναι θεωρητικά, αλλά προκύπτουν από τα επίσημα στοιχεία που αποτυπώνουν τα δεδομένα, έτσι όπως διαμορφώνονται στην αγορά. Αρχής γενομένης από τον FTSE Large Cap, την πρώτη μέρα του περασμένου Φεβρουαρίου ο συγκεκριμένος Δείκτης είχε κλείσει στις 2.256,39 μονάδες. Παίζοντας το στοίχημα της πτώσης, η αγορά ενός δικαιώματος πώλησης με τιμή εξάσκησης στις 2.2250 μονάδες είχε ονομαστική αξία 4.500 ευρώ, καθώς η κάθε μονάδα πολλαπλασιάζεται με 2 ευρώ. Ωστόσο, η πραγματική τιμολόγηση για τη συγκεκριμένη τιμή εξάσκησης ήταν στους 50 «πόντους» που πολλαπλασιαζόμενοι με 2 ευρώ, είχαν κόστος 100 ευρώ. Και συνακόλουθα 1000 ευρώ για την αγορά 10 Δικαιωμάτων πώλησης. Στις 16 Μαρτίου όταν ολοκληρώθηκε η «ζωή» της θέσης, το Δικαίωμα με τιμή εξάσκησης στις 2.250 μονάδες, είχε φτάσει να τιμολογείται στους 167,65 «πόντους». Απόρροια της πτωτικής, χρηματιστηριακής πορείας. Τα κέρδη που προέκυψαν από αυτήν τη διαφορά ανέρχονται σε 3.353 ευρώ (167,5Χ2Χ10 Δικαιώματα). Στον παίκτη που ευστόχησε, επιστρέφονται και τα 1.000 ευρώ που είχαν καταβληθεί για αυτό το στοίχημα. Συνεχίζοντας στο ίδιο τέμπο και καθώς ο Δείκτης FTSE της μεγάλης κεφαλαιοποίησης είχε πέσει στις 2.088,10 μονάδες, το νέο Δικαίωμα πώλησης με τιμή εξάσκησης στις 2.100 μονάδες, αγοραζόταν στους 51 «πόντους». Δηλαδή 1.020 ευρώ για 10 δικαιώματα (51Χ2Χ10), που σημαίνει επαναχρησιμοποίηση του αρχικού κεφαλαίου. Στην τελευταία χρηματιστηριακή συνεδρίαση, της περασμένης Πέμπτης, το συγκεκριμένο Δικαίωμα είχε φτάσει να τιμολογείται στους 70 «πόντους». Με το κλείσιμο της θέσης να δίνει κέρδη 1.400 ευρώ (70Χ2Χ10). Έτσι, με τα δύο αυτά συνεχόμενα στοιχήματα προέκυψαν κέρδη 4.753 ευρώ. Δηλαδή 457,3% σε σχέση με το αρχικό διακύβευμα των 1.000 ευρώ. Αν η αγορά είχε πάει αντίθετα, τότε τα 1.000 ευρώ δεν θα είχαν επιστραφεί, καθώς θα ήταν το κόστος της συνεπαγόμενης ζημιάς.

    Tα συμβόλαια στην πτώση των τραπεζών

    Στην περίπτωση των Συμβολαίων Μελλοντικής Εκπλήρωσης, οι θέσεις Short στις τραπεζικές μετοχές έχουν την ακόλουθη εξέλιξη, πάντα με τα πραγματικά δεδομένα των συναλλαγών. Την πρώτη μέρα του περασμένου Φεβρουαρίου και με χρονικό ορίζοντα τον προσεχή Ιούνιο, οι τιμές εκκαθάρισης ήταν 2,08 ευρώ για την Alpha Bank, 3,67 ευρώ για την Πειραιώς, 0,911 για τη Eurobank και 0,344 για την Εθνική. Το κάθε ΣΜΕ αντιστοιχεί σε 100 μετοχές, επί των οποίων και υπολογίζεται το απαιτούμενο, κεφαλαιακό περιθώριο ασφάλισης. Με μια κατά το δυνατόν ισομερή κατανομή, τα 9 Συμβόλαια στην Alpha Bank είχαν ονομαστικό κόστος 1.872 ευρώ (2,08Χ9Χ100) και η ζητούμενη δέσμευση του 17%, αντιστοιχούσε σε 318,2 ευρώ. Τα 5 ΣΜΕ στην Πειραιώς είχαν αξία 1.835 ευρώ και εξ αυτών, έπρεπε να καταβληθεί το 21%, ήτοι 385,4 ευρώ. Για 28 Συμβόλαια στη Eurobank αξίας 1.822 ευρώ, η απαιτούμενη καταβολή του 19%, μεταφραζόταν σε 346,2 ευρώ. Το ονομαστικό κόστος για 54 Συμβόλαια στην Εθνική ήταν 1.857,6 ευρώ, με το απαιτούμενο περιθώριο ασφάλισης (18%) να διαμορφώνεται στα 334,4 ευρώ. Συνολικά δηλαδή οι θέσεις πτώσεις στις τραπεζικές μετοχές απαίτησαν στο συγκεκριμένο παράδειγμα 1.384,2 ευρώ. Θέσεις που διακανονίζονται καθημερινά με χρηματικές πιστώσεις ή πρόσθετες καταβολές, ανάλογα με την πορεία των τιμών. Αν το όλο αυτό στοίχημα έκλεινε την περασμένη Πέμπτη, τότε με βάση τις τιμές εκκαθάρισης θα προέκυπταν κέρδη. Στην Alpha Bank τιμολόγηση της μετοχής είναι 0,36 ευρώ χαμηλότερα σε σύγκριση με εκείνη στην αρχή του Φεβρουαρίου. Συνεπώς το κέρδος που προκύπτει είναι 324 ευρώ (0,36Χ100 μετοχές Χ9ΣΜΕ). Αντίστοιχα, το 1,09 ευρώ της πτώσης στην Πειραιώς δίνει κέρδη 545 ευρώ. Οι απώλειες 0,152 ευρώ στη μετοχή της Eurobank μεταφράζονται σε κέρδη 304 ευρώ, ενώ από την Εθνική που έχει κινηθεί 0,082 ευρώ χαμηλότερα προκύπτουν κέρδη 442,8 ευρώ. Με το συνολικό κερδοφόρο αποτέλεσμα να αποτιμάται στα 1.615,8 ευρώ. Δηλαδή στο 116,7% του αρχικού διακυβεύματος των 1.384,2 ευρώ που επιστρέφεται στον παίκτη που στοιχημάτισε στην πτώση.

     Εξυπακούεται ότι ανάλογα με την οικονομική δύναμη του κάθε του κάθε παίκτη, τα πονταρίσματα μέσω των Παραγώγων μπορεί καταφανώς να είναι μεγαλύτερα. Σε μια περίοδο, μάλιστα, κατά την οποία η χρηματιστηριακή αγορά της Αθήνας, δείχνει να παραμένει εγκλωβισμένη στην αβεβαιότητα. Άλλωστε υπάρχουν και ισχυρά Fund που επιμένουν καιρό τώρα να διατηρούν τις Short θέσεις τους.

    Η επιβεβαίωση και οι εκτιμήσεις του Παντελή Τσίτου

    Ο έμπειρος διαχειριστής χαρτοφυλακίων Παντελής Τσίτος, χαρακτηρίζεται για τις ευθύβολες εκτιμήσεις του. Αποφεύγοντας τις γενικότητες, που χαρακτηρίζουν τους περισσότερους από τους επαγγελματίες της αγοράς, δίνει με ακρίβεια το στίγμα των όσων εκείνος διαβλέπει. Είναι ενδεικτικό ότι στις αρχές του περασμένου Φεβρουαρίου και ενώ το ελληνικό χρηματιστήριο βρισκόταν στα επίπεδα των 850 μονάδων, δεχόμενο τα πρώτα σφυροκοπήματα των πωλητών, ο διαχειριστής με δηλώσεις του στο mononews.gr είχε ορίσει τις 790 μονάδες ως το πρώτο καθοδικό σκαλοπάτι για τον Γενικό Δείκτη. Kάνοντας επίσης τότε και μια ειδική αναφορά για τις αποτιμήσεις πλειάδας εταιριών που είχαν παραφουσκώσει…

    Πλέον, η ελληνική αγορά έχει παραβιάσει καθοδικά τις 790 μονάδες και κατά την άποψη του διαχειριστή που επιβεβαιώθηκε στις εκτιμήσεις του, η επόμενη «μάχη» για την αναχαίτιση της πτώσης θα είναι στην περιοχή των 750 μονάδων.

    Ιδού όμως τι βλέπει για τη συνέχεια ο Παντελής Τσίτος: «Στατιστικά ο Απρίλιος είναι από τους θετικότερους μήνες για το χρηματιστήριο και αν δεν υπάρξουν αρνητικές εξελίξεις στο εγχώριο σκηνικό και στις διεθνείς αγορές, θα δούμε μια σταδιακή ανοδική αντίδραση. Με αιχμή του δόρατος τις εταιρίες του ενεργειακού τομέα, καθώς επίσης το Real Estate και τις εξωστρεφείς επιχειρήσεις. Επενδυτικές επιλογές όπως αυτές του Μυτληναίου, της ΓΕΚ-Τέρνα, της Μότορ-Όιλ, των ΕΛΠΕ, της Αεροπορίας Αιγαίου ή των Πλαστικών Κρήτης έχουν νόημα. Σε ό,τι αφορά τις τράπεζες, αναμένεται να υπάρξει διαφοροποίηση στη χρηματιστηριακή πορεία της κάθε μιας. Με βάση το πώς αντιλαμβάνεται η αγορά το κεφαλαιακό τους status, με φόντο τα stress tests. Ενδεχομένως, οι αυξήσεις κεφαλαίου να έρθουν πιο κοντά για τις «αδύναμες», αν και υπό κανονικές συνθήκες οι ΑΜΚ είναι σε θέση να προσφέρουν μεγαλύτερη θωράκιση στις τράπεζες, από τη στιγμή που υπάρχουν διαθέσιμα επενδυτικά κεφάλαια. Κατά τα άλλα, είναι προ των πυλών η ανατιμολόγηση ρίσκου και η αύξηση του χρηματοοικονομικού κόστους, λόγω της επικείμενης ανόδου των επιτοκίων δανεισμού. Παράμετρος που επίσης χρήζει προσοχής για τις επιχειρήσεις».

    ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ: Αυτή είναι η αλήθεια για τους μισθούς στα ΕΛΠΕ

    ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Μεγάλη επιτυχία για το Ομόλογο ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ: Στο 3,95% το επιτόκιο – Συγκέντρωσε 245 εκατ. ευρώ



    ΣΧΟΛΙΑ